- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
To ευρωπαϊκό ζήτημα
22/01/14 ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Του Θεόδωρου Γεωργίου*
Βρισκόμαστε στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα και διαπιστώνουμε σχετικά με το ζήτημα της «κατασκευής» της Ευρώπης ότι τα προβλήματα έχουν συσσωρευτεί και πολλά απ’ αυτά έχουν διογκωθεί. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τα ανθρώπινα πράγματα, στον βαθμό που δεν είναι φυσικά πράγματα, έχουν τη δική τους ιδιαίτερη ιστορική δυναμική, η οποία δεν υπακούει κατ’ ανάγκη στους σχεδιασμούς του ανθρώπου ως ιστορικού υποκειμένου. Αυτός ο ισχυρισμός ισχύει και για την περίπτωση της αρχιτεκτονικής της Ευρώπης.
Ολοι γνωρίζουμε ότι κατά τη δεκαετία του ’50 εκπονήθηκαν προγράμματα πρακτικής και πολιτικής εφαρμογής της ιδέας της Ευρώπης, η οποία διαμορφώθηκε κατά τους τελευταίους αιώνες (από τον 18ο αιώνα και μετά). Η πολιτική Ευρώπη ως διαδικασία υπέρβασης των πολέμων, των συγκρούσεων και των αντιπαραθέσεων εν γένει ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς απηχεί τη φιλοσοφική θέση του Husserl (Χούσερλ), ο οποίος το 1935 ορίζει την Ευρώπη ως «την ιστορική τελολογία ατελεύτητων έλλογων στόχων».
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Οσοι σκέφτονται την Ευρώπη ως ορθολογική ιστορική οντότητα αντιλαμβάνονται ότι το χρονικό διάστημα που η ευρωπαϊκή ανθρωπότητα έχει διανύσει από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα συνέβαλε στην υπονόμευση της ορθολογικής ιδέας της Ευρώπης και όχι στην προσθήκη ενός νέου έλλογου στόχου, ο οποίος δεν θα μπορούσε να ήταν άλλος παρά η ενίσχυση της πολιτικής και η εμβάθυνση της δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, η ίδρυση της «Ευρωπαϊκής Ενωσης» συνδέθηκε με την τεχνοκρατία των Βρυξελλών και έθεσε στο περιθώριο τις ευρωπαϊκές πολιτικές κατακτήσεις του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας.
Και μετά το 2000, όταν ιδρύθηκε η ευρωζώνη, το ευρωπαϊκό ζήτημα αποτέλεσε και πάλι αντικείμενο συζητήσεων και διαβουλεύσεων. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρει κανείς την «πρόβλεψη» του Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος σε έναν διάλογο που είχα μαζί του και στην ερώτησή μου (κατά το έτος 1998) «πώς βλέπετε το μέλλον της Ευρώπης;» έδωσε την εξής απάντηση: «Φοβάμαι ότι η κατάσταση μετά την εισαγωγή του κοινού νομίσματος, την οποία, ας σημειωθεί, υποστηρίζω προσωπικά, θα χειροτερεύσει. Ο εντεινόμενος ανταγωνισμός στην ενιαία νομισματική αγορά θα επισπεύσει ενδοευρωπαϊκές συγκρούσεις και θα υποχρεώσει τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών να εγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια ρύθμισης του ανταγωνισμού ανάμεσα σε διαφορετικά μεταξύ τους κοινωνικο-πολιτικά καθεστώτα».
Αξίζει τον κόπο να αναφέρει κανείς και τη δήλωση ενός Βαυαρού πολιτικού (της ίδιας περιόδου), ο οποίος ευφυώς είχε τονίσει ότι το ευρώ συνιστά τη χρηματική esperando στις οικονομικές συναλλαγές των πολιτών. Η χρήση του όρου esperando για την εισαγωγή του κοινού νομίσματος παραπέμπει σ’ ένα τέχνασμα το οποίο δεν καθιστά δυνατή την επικοινωνία σε επίπεδο γλώσσας. Το ίδιο συμβαίνει και με το ευρώ, το οποίο είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα στις χρηματικές και οικονομικές συναλλαγές.
Τι λένε και οι δύο ήδη από τη δεκαετία του ’90; Υποστηρίζουν ότι στην κατασκευή της ευρωζώνης έγιναν «κατασκευαστικά λάθη». Η πρώτη γενική διαπίστωση έχει να κάνει με τη θεωρητική άποψη σύμφωνα με την οποία η ίδρυση της ευρωζώνης δεν εντάσσεται στην ακολουθία «έλλογων στόχων» στην ιστορική εξέλιξη της Ευρώπης. Η δεύτερη επισήμανση αναφέρεται στα «κατασκευαστικά λάθη» της ευρωζώνης. Κατά τον Χάμπερμας, η εισαγωγή του κοινού νομίσματος θα έπρεπε να ακολουθήσει την οικονομική ευρωπαϊκή ενοποίηση. Πρώτα επιβαλλόταν να ενοποιηθούν οι οικονομίες των επιμέρους κρατών-μελών τα οποία αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση και στη συνέχεια τα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν το κοινό νόμισμα. Δεν προηγήθηκε λοιπόν η οικονομική ενοποίηση των κρατών-μελών, αλλά οδηγηθήκαμε στην εισαγωγή του ευρώ ως χρηματικής esperando.
Ομως στο σημείο αυτό χρειάζεται να δείξουμε ιδιαίτερη προσοχή στην επιχειρηματολογία μας, επειδή καιροφυλακτούν οι ευρωσκεπτικιστές. Το γεγονός ότι η οικονομική ενοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών είναι στα σπάργανα και μέσω του κοινού νομίσματος το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει αποκτήσει το πάνω χέρι δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τις προσπάθειες για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Θα πρέπει ακόμη να τονιστεί ότι στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας, η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη αποτελεί μείζον ιστορικό συμβάν. Αποκτά η ίδια η ελληνική κοινωνία τεράστιες πραγματολογικές δυνατότητες να «ανακατασκευάσει» τον εαυτό της και να εκπονήσει πολιτικά προγράμματα κοινωνικής, οικονομικής και εθνικής δημιουργίας κατά τον εικοστό πρώτο αιώνα.
Βρισκόμαστε σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία όλες οι κοινωνίες των κρατών–μελών της «Ευρωπαϊκής Ενωσης» και οι πολίτες τους καλούνται να επεξεργαστούν νέα σχέδια, νέα προγράμματα και νέα μοντέλα, τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν, πρώτον, να διορθώσουν τα «κατασκευαστικά λάθη» της ευρωζώνης και, δεύτερον, να επανασυνδέσουν την υφιστάμενη «Ευρωπαϊκή Ενωση» με την ιδέα της ορθολογικής Ευρώπης. Το δεύτερο αυτό ζητούμενο είναι το ιστορικό στοίχημα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης, που αποτελεί τον εγγενή «έλλογο στόχο».
Συνοψίζοντας μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι οι επικείμενες ευρωεκλογές του Μαΐου δεν αποτελούν μια τυπική κοινοβουλευτική διαδικασία, αλλά αντιθέτως μπορούν να λειτουργήσουν ως πρόπλασμα δημοκρατικών διαδικασιών, οι οποίες σταδιακά και μακροπρόθεσμα θα φέρουν πιο κοντά λαούς, κοινωνίες, πολίτες. Ενδεχομένως το μείζον ζήτημα για τον πολίτη του κράτους-μέλους της «Ευρωπαϊκής Ενωσης» θα ήταν να αυτοπροσδιορίζεται ως Ευρωπαίος πολίτης και όχι ως πολίτης ενός εθνικού κράτους.
………………………………………………………………………………………………………………………………..
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=168065
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε