- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
«Υποτάσσομαι στον σκηνοθέτη, είμαι καλό υλικό για το μοντάζ»
20/01/13 Αρχείο Άρθρων,ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Ο Aυστρο-γερμανός ηθοποιός που ο Κουέντιν Ταραντίνο έκανε διεθνή διασημότητα
Επιμέλεια: Βένα Γεωργακοπούλου
[1]Αν δεν υπήρχε ο Κουέντιν Ταραντίνο μάλλον δεν θα τον ξέραμε τον Αυστρο-γερμανό ηθοποιό Κριστοφ Βαλτς. Κι αν δεν είχε τέτοιο αξιοθαύμαστο ταλέντο (Οσκαρ β' ρόλου με περίπατο), θα φροντίζαμε να ξεχάσουμε τον φρικαλέο ναζί συνταγματάρχη Χανς Λάντα, που υποδυόταν στην ταινία «Αδωξοι Μπάσταρδη».
Ο Κριστοφ Βαλτς κρατάει και στη νέα ταινία τού Ταραντίνο πρωταγωνιστικό ρόλο. Συντροφεύει τον «Django, τον Τιμωρό», ήτοι τον Τζέιμι Φοξ, σε ένα άλλο είδος κυνηγιού. Οχι, φυσικά, Εβραίων, αλλά ρατσιστών ιδιοκτητών σκλάβων στον Νότο της Αμερικής. Τον βοηθά να πάρει εκδίκηση αλλά και να απελευθερώσει τη γυναίκα του, σκλάβα ακόμα. Το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ο Βαλτς δεν είναι ένας άγγελος, αλλά ο δρ Κινγκ Σουλτζ, ένας σκληρός κυνηγός κεφαλών, κάνει τη δουλειά του καλού ηθοποιού πιο σύνθετη. Και πιο ενδιαφέρουσα. Και ίσως τού χαρίσει ένα ακόμη Οσκαρ.
Στη συνέντευξη που έδωσε στο Λος Αντζελες ο Βαλτς, προσγειωμένος και ειλικρινής, μιλάει για την ταινία, την ιδιαίτερη σχέση του με τον Ταραντίνο αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον κινηματογράφο.
-Πώς ήταν η επανένωσή σας με τον Ταραντίνο;
Δεν ήταν ακριβώς επανένωση, γιατί το πνεύμα της ομάδας παρέμενε ζωντανό. Γεφύρωνε το χάσμα μεταξύ των δύο ταινιών. Βρισκόμασταν σε συνεχή επαφή και όσο το νέο του σενάριο έβρισκε σιγά σιγά τη θέση του στον κόσμο, μου επέτρεπε να ρίχνω κλεφτές ματιές. Μπορούσα έτσι να παρακολουθώ τι συνέβαινε.
-Να υποθέσουμε ότι έγραψε αυτόν τον ρόλο για σας;
Θα πρέπει να ρωτήσετε τον Κουέντιν Ταραντίνο, αλλά, μάλλον ναι… Αυτή η διαδικασία με βοήθησε να προσεγγίσω τον ρόλο σιγά και προσεχτικά, να τον χωνεύω και να τον σκέφτομαι σε δόσεις και όχι απότομα, αναρωτώμενος για βδομάδες τι θα συμβεί στη συνέχεια. Το προτιμώ αυτό από το να μου έρθει ένας ρόλος ξαφνικά κατακέφαλα.
-Πώς προετοιμαστήκατε για την ταινία, εκτός από το να αφήσετε αυτή την απίστευτη γενειάδα;
Η γενειάδα ήταν πολύ καλή, αλλά δεν ήταν ακριβώς μέρος της προετοιμασίας. Αλλά μπορεί και να 'ταν, ποιος ξέρει; Δεν συνηθίζω να αναλύω διεξοδικά τι κάνω και πώς με έναν ρόλο. Ο μύθος γύρω από την «προετοιμασία των ηθοποιών» είναι βασικά σκατά. Ο καθένας μας κάνει ό,τι μπορεί για να βάλει την μπάλα σε κίνηση, για να αρχίσει να καταλαβαίνει τις απαιτήσεις του ρόλου.
Δεν έχω τίποτα εναντίον όλης αυτής της θεαματικής διαδικασίας, «αν παίξω έναν Ινδιάνο θα πρέπει να ζήσω σε σκηνή και να φοράω δέρματα από κάστορα». Αν κάποιος τη θέλει, καμιά αντίρρηση. Αλλά μόνο στις δημόσιες σχέσεις της ταινίας χρησιμεύει. Ξέρετε, αυτό που πραγματικά κάνει ο ηθοποιός είναι να διαβάζει το σενάριο και να βάζει το μυαλό του να δουλέψει. Τουλάχιστον, εγώ αυτό κάνω…
-Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Τζέιμι Φοξ; Υπάρχει μεγάλη χημεία μεταξύ σας.
Συμφωνώ απόλυτα. Η χημεία είναι στην πραγματικότητα η επιστήμη τού πώς τα στοιχεία του Περιοδικού Πίνακα συνδυάζονται το ένα με το άλλο με σκοπό να δημιουργήσουν μια νέα ένωση. Ετσι ακριβώς συνέβη και με μας. Γιατί, ξέρετε, είμαστε πολύ διαφορετικοί. Οχι μόνο το μπακγκράουντ και το χρώμα του δέρματός μας, όλα είναι διαφορετικά. Και έτσι έπρεπε να είναι. Ο συνδυασμός μας έκανε τη δουλειά. Γι' αυτό οι ταινίες είναι τόσο σπουδαίο μέσο. Ολη η ουσία τους βρίσκεται στη σύνθεση -στο να τοποθετούν μαζί διαφορετικά πράγματα, λεπτομέρειες, στοιχεία, ανθρώπους, ιστορίες, μελωδίες και ρυθμούς…
-Το «Django, ο Τιμωρός» είναι μια πολύ αμερικάνικη ιστορία. Θεωρείτε ότι ένα αουτσάιντερ, όπως εσείς, ένας Αυστριακός, είχε ορισμένα πλεονεκτήματα στην προσέγγισή της, την έβλεπε με άλλη γωνία και προοπτική;
Απόλυτα. Ηταν μεγάλο ατού. Ακόμη κι αν υπήρχαν μειονεκτήματα, που δεν το αποκλείω, διάλεξα να τα αγνοήσω και να κρατήσω μόνο την καλή πλευρά τού να μη γνωρίζεις πολλά για τη δουλεία, τον Νότο και όλα αυτά τα κακά πράγματα. Εχουμε κι εμείς τις δικές μας αθλιότητες. Η δουλεία, ευτυχώς, δεν είναι μία από αυτές.
-Τι κάνει τόσο ελκυστικές στο κοινό τις ταινίες του Ταραντίνο;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει «ένα» κοινό. Υπάρχει ένα υπέροχο παράδειγμα από τον Καρλ Γιουνγκ, που έλεγε ότι αν θες να υπολογίσεις το μέσο βάρος ενός βότσαλου, παίρνεις εκατό ή χίλια βότσαλα, τα ζυγίζεις, διαιρείς το βάρος τους με το 100 ή το 1.000 και έχεις μια πολύ ακριβή προσέγγιση του μέσου βότσαλου στη συγκεκριμένη παραλία. Η πιθανότητα, όμως, να βρεις έστω κι ένα μόνο βότσαλο με αυτό το βάρος είναι εξαιρετικά μικρή. Σχεδόν μηδενική.
Με αυτή τη λογική πιστεύω κι εγώ ότι η γενίκευση «το κοινό τού Ταραντίνο» αδικεί πάρα πολύ τον κάθε ένα χωριστά θεατή, που έχει δικαίωμα να αγαπά τις ταινίες του για τους δικούς του, εντελώς προσωπικούς λόγους. Αλλωστε, γι' αυτό πιστεύω ότι τον αγαπούν οι άνθρωποι, γιατί μιλά στον καθένα ξεχωριστά. Δεν βάζει στόχο όλο το κοινό, δεν θέλει να ικανοποιήσει ένα μερίδιο της αγοράς… Αυτά τα κάνουν οι διαφημιστές και οι επιχειρηματίες τού σινεμά. Καμιά σχέση με τη δική του oπτική. Κάνει ταινίες από την καρδιά του προς την καρδιά του θεατή. Κι αυτό οι άνθρωποι το καταλαβαίνουν.
-Σαν ηθοποιός πώς είναι να παίζεις σε ταινία του;
Εξαρτάται τι ρόλο παίζεις και πόσο σού ταιριάζει. Εάν σου ταιριάζει είναι ευλογία. Είμαι σίγουρος ότι στην αντίθετη περίπτωση θα είναι μαρτύριο.
-Υποθέτω ότι για σας ήταν πιο κοντά στην ευλογία.
Απολύτως…
-Πώς ήταν η εμπειρία σας στην ταινία;
Σκληρή δουλειά. Αλλά την αγαπώ τη σκληρή δουλειά. Απαιτεί να επιστρατεύσω όλα μου τα προσόντα. Δεν ξέρω, βέβαια, πόσα έχω, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
-Εκφράζατε στο γύρισμα τις ιδέες σας, θέλατε να συνεισφέρετε στην ταινία;
Δεν πιστεύω ότι οι ταινίες γίνονται με δημοκρατικές διαδικασίες. Αυτές οι εποχές πέρασαν, τότε στα τέλη τού ’60, που μαζεύονταν και λέγανε: «λοιπόν, ας κάνουμε μια συλλογική προσπάθεια…» Οχι, η ταινία είναι τού Ταραντίνο. Η δική μου δουλειά, και αυτήν έπρεπε να κάνω όσο το δυνατόν καλύτερα, ήταν να βοηθάω στο να λειτουργούν όλα ρολόι. Σαν να ήμουν… πολιτικός μηχανικός. Δεν σχεδιάζει αυτός το σπίτι. Βοηθάει στο να είναι γερό και να στέκεται όρθιο.
-Πώς θα περιγράφατε τη σχέση σας με τον Ταραντίνο; Είναι αυστηρά επαγγελματική;
Οχι, είναι περισσότερο προσωπική και φιλική, παρά επαγγελματική. Κάτι που είναι καλό, γιατί στην πραγματικότητα τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους. Οταν δουλεύω μαζί του, δουλεύω μαζί του. Οταν είναι ο σκηνοθέτης, είναι η δικιά του ταινία. Δεν μοιάζει με κανέναν άλλο σκηνοθέτη στον κόσμο, θα 'λεγα ότι ίσως είναι περισσότερο auteur από όλους τους άλλους δημιουργούς που ζουν ακόμα. Κι έτσι υποτάσσομαι πλήρως στην ταινία του. Είμαι εδώ για να τού προσφέρω το καλύτερο υλικό για το μοντάζ του.
-Μετά το «Inglourious Basterds» νιώσατε καθόλου πίεση;
Ναι, οπωσδήποτε. Ενιωθα κυρίως ότι δεν ήθελα να επαναλάβουμε κάτι που ήδη είχαμε κάνει. Ο Dgango είναι μια διαφορετική ιστορία, με διαφορετικό περιεχόμενο, σε διαφορετικό χρόνο -όλα είναι διαφορετικά. Γιατί να πέσουμε στην παγίδα να επαναλάβουμε κάτι μόνο και μόνο γιατί είχε τόση επιτυχία;
-Το συζητήσατε καθόλου αυτό;
Φυσικά. Ισως και να το παράκανα.
-Πιστεύετε ότι θα συνεχίσει και στο μέλλον η σχέση σας με τον Κουέντιν Ταραντίνο;
Οπωσδήποτε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Εστω και μόνο για να τρώμε τα βράδια παρέα.
-Αλλά στη νέα του ταινία θα σάς δούμε;
Αυτό δεν το ξέρω. Δεν έχω ιδέα. Σ' αυτές τις περιπτώσεις σκέφτεσαι: αν έχει ρόλο για μένα θα με ζητήσει. Και αν δεν με ζητήσει, αυτό θα σημαίνει ότι δεν έχει ρόλο για μένα. Κι έτσι ηρεμείς.
INFO: η ταινία προβάλλεται σε πολλές αίθουσες
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=16902
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε