- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Ενάντια στην Α-πάθεια
07/02/14 ART,ΘΕΜΑ,ΘΕΜΑΤΑ
Της Μικέλας Χαρτουλάρη
Τον λένε Αλέξανδρο Στεφανίδη και είναι, στα 52 του, ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας για τον οποίο γράφηκαν οι περισσότερες εγκωμιαστικές κριτικές στο μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα. Πουθενά, ωστόσο, μέχρι σήμερα, δεν υπήρχε φωτογραφία του. Το βιβλίο του με τίτλο Το χάδι (εκδ. Αγρα) είναι ένα σπαρακτικό σπονδυλωτό αφήγημα, γραμμένο στο τρίτο πρόσωπο, αλλά αυτοβιογραφικό, για τη δεκαετία 1970-80 που έζησε στο Ζάννειο Ορφανοτροφείο Αρρένων. Δεν ξεπερνά τις 50 σελίδες, κι όμως καθεμιά τους είναι μια κιβωτός συγκίνησης. Χωρίς να το έχει επιδιώξει, ο «Χάδης» (έτσι τον αποκαλούν συνωμοτικά κάποιοι ενθουσιώδεις αναγνώστες του, όπως η Μάρω Δούκα ή ο Γιάννης Ατζακάς) απασφαλίζει ένα πολύ ισχυρό όπλο ενάντια στον νεοδαρβινισμό, την ανθρωποφαγία, την αποξένωση, την α-πάθεια που καλλιεργεί η Κρίση. Είναι το απλωμένο χέρι προς τον άλλο, το άγγιγμα της ψυχής του, η θέρμη των συναισθημάτων.
Οι δώδεκα ιστορίες του είναι άδειες από ζεστασιά, αλλά τη διεκδικούν βουβά με μιαν απίστευτη ένταση. Ο ίδιος δεν πήρε χάδι από τη μάνα που τον έβαλε στα 8 του χρόνια στο ίδρυμα «για το καλό όλης της οικογένειας», ούτε από τον πατέρα τον στεγνωμένο από τη φυλακή απ’ όταν πήγε να τη μαχαιρώσει, ούτε το ένιωσε από τους ευεργέτες του ορφανοτροφείου που περίμεναν να τους φιλήσει το χέρι, ούτε από τους επιμελητές που μοίραζαν καψώνια. Αλλά κι αργότερα, όταν άρχισε να δουλεύει οδοντοτεχνίτης στο ΙΚΑ, πάλι δεν το ένιωσε. Το λαχταρούσε όμως τόσο πολύ, ώστε ήξερε να το δώσει. Η βία που γνώρισε δεν τον έκανε βίαιο. Οπως μου έλεγε, επί χρόνια ξυπνούσε καθημερινά την 24χρονη σήμερα κόρη του με ένα δικό του χάδι: το πετάρισμα από τις βλεφαρίδες του στο μάγουλό της.
Ο λόγος του Στεφανίδη είναι γυμνός και κοφτερός σαν λεπίδι. Διαβάζοντας το βιβλίο του, αισθάνεσαι τη βία παντού: στην πείνα που ένιωθε τις Δευτέρες, όταν για να γλιτώσει την υποχρεωτική φασολάδα την έχυνε στην τσέπη του· στη διαταγή του διευθυντή να περάσουν όλα τα παιδιά μπροστά από τον συμμαθητή τους που έκλεψε βόλους και να τον φτύσουν· στα μαύρα παπούτσια της μάνας με τα τετράγωνα τακούνια, που πατούσαν «καλά στο έδαφος» όταν απομακρυνόταν βιαστικά ενώ εκείνος σπάραζε ζητώντας της να τον πάρει από εκεί. Και φυσικά, η βία ξεχύνεται από τη χειρονομία του επιμελητή-χειριστή της κινηματογραφικής μηχανής ο οποίος, όταν παρακολουθούσαν τα παιδιά ελληνική ταινία τα Σάββατα, έκλεινε με το πόδι του τον φακό κάθε φορά που ο πρωταγωνιστής φιλούσε την πρωταγωνίστρια. Ετσι, για χρόνια, το φιλί σήμαινε για τον κατοπινό συγγραφέα «ένα μαύρο στίγμα σε άσπρο φόντο».
Τι είναι αυτό που στερήθηκες πέρα από τα αυτονόητα, τον ρώτησα. «Ηθελα να μπω στη διαδικασία της μόρφωσης. Επιθυμούσα να σπουδάσω, κι άργησα πάρα πολύ να το καταφέρω», μου απάντησε μεμιάς. «Οταν στο γυμνάσιο μεταφερθήκαμε στον Πειραιά, έφευγα από το σχολείο και δανειζόμουν βιβλία από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Τα βράδια που έκλειναν οι πύλες το 'σκαγα από το παράθυρο του θαλάμου. Πήγαινα κι έβλεπα κάθε είδους ταινίες, μέχρι και στο Στούντιο έφτανα. “Σπούδαζα” μόνος μου, και για τα θεωρητικά, δικαιοσύνη, μαρξισμός κ.λπ. άκουγα τους φοιτητές που φιλοξενούσαμε στο οικοτροφείο. Μ’ αυτά που βίωνα ήταν αυτονόητο ότι θα ακολουθούσα τον δρόμο της Αριστεράς. Ηταν τέτοιο το κλίμα της εποχής, Μεταπολίτευση πια, που ήθελα κι εγώ να σώσω τον κόσμο. Είχα το θάρρος να μιλάω και βοηθούσα τα άλλα παιδιά. Μια μέρα το 1979 είχαν έρθει στο ίδρυμα η Λίνα Αλεξίου και ο Γιώργος Λιάνης από τα “ΝΕΑ”, με αφορμή την ανακήρυξη του Διεθνούς Ετους Παιδιού. “Πώς είναι η ζωή σας;” μάς ρώτησαν, αλλά ήταν ο διευθυντής μπροστά οπότε κανένας δεν απαντούσε. Τότε σήκωσα το χέρι και είπα για τα προβλήματά μας. Την άλλη μέρα, βρήκα σκισμένες τις αφίσες που είχα πάνω από το κρεβάτι μου, μια με την πόρτα του Πολυτεχνείου και η άλλη από το συγκρότημα Rainbow. Κι έπειτα το ίδρυμα αποφάσισε να με διώξει, όμως η κοινωνική λειτουργός του υπουργείου έκανε αρνητική εισήγηση επειδή διαπίστωσε πόσο μ’ αγαπούσαν οι συμμαθητές μου. Σήμερα σκέφτομαι ότι ενώ καταστρατηγήθηκαν πάνω μου όλοι οι παιδαγωγικοί κανόνες, εγώ έγινα ένας άνθρωπος που δένεται πολύ με τους άλλους…»
…………………………………………………………
«Φοβόμουνα την κλειδαρότρυπα»
Ενα γενναιόδωρο χαμόγελο! Αυτό βλέπεις όταν τον συναντάς. Μου θύμισε το χαμόγελο του Τζον Λε Καρέ και του Χένινγκ Μάνκελ. Και οι δύο αυτοί πολυδιαβασμένοι συγγραφείς κουβαλούν το παιδικό τραύμα της εγκατάλειψης από τη μητέρα τους, που δεν θέλησε να τους ξανασυναντήσει. Εκείνοι έγραψαν για τις σκοτεινές πτυχές των σύγχρονων κοινωνιών, όχι όμως γι’ αυτό. Ο Στεφανίδης το κατάφερε, και υποστήριξε την τρυφερότητα ως αξία της ζωής μας. Ο πατέρας χτυπούσε τη μάνα του, εκείνη έφτασε να τα κάνει όλα με τον ασυρματιστή εραστή της κλοτσώντας στην άκρη της κουκέτας τον 9χρονο γιο της, και μετά, επί 20 χρόνια (αυτό δεν το έγραψε), ποτέ δεν ανέπτυξε μια αγαπησιάρικη σχέση μαζί του. «Επρεπε κι εκείνη να ζήσει, αλλά έκανε πολλά λάθη». Αυτή η μέσα ερημιά ήταν το χειρότερο για τον «Χάδη». «Η Ελλη Παππά είχε πει πως “στη φυλακή το χειρότερο δεν ήταν η φυλακή”. Κάτι αντίστοιχο αισθανόμουν κι εγώ…» Το εντυπωσιακό είναι ότι μεταδίδει αυτή την αίσθηση, αποφεύγοντας τη δραματοποίηση και το μελό.
Δεν ήταν εύκολο για τον Στεφανίδη να ανασύρει τις σκληρές εικόνες -εικόνες με κινηματογραφική ζωντάνια- που τροφοδοτούν την αφήγησή του. Πόσο μάλλον που η ζωή του είχε κάνει επιτέλους μια φωτεινή στροφή. Το 2003 ξεκίνησε να σπουδάζει στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ανοιχτού Πανεπιστημίου και γνώρισε τη δεύτερη σύντροφό του, την ποιήτρια Ειρήνη Ρηνιώτη (Ιλιγγος, Αγρα 2011). Σε λίγο θα πάρει μετάταξη και, από διοικητικός υπάλληλος του ΙΚΑ που είναι, θα πραγματοποιήσει το όνειρό του να εργαστεί στον χώρο του Πολιτισμού, στον Δήμο Νίκαιας-Ρέντη. «Δεν είχα σκοπό να περιγράψω την ιδρυματική ζωή, επιθυμούσα να ακούσω τον εαυτό μου». Αρχισε να γράφει με την παρότρυνση του ποιητή Κώστα Παπαγεωργίου και της Ειρήνης. Εκλαιγαν όταν της διάβαζε τα «διηγήματά» του. «Φοβόμουνα πάρα πολύ την κλειδαρότρυπα. Ηταν πολύ προσωπικά πράγματα…» Το Χάδι τον δικαιώνει. Κατέγραψε μονάχα «ό,τι απαιτούσε να ειπωθεί».
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=172704
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε