- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Αν νομίζεις ότι «το έχεις», την πατάς
09/02/14 ART,ΘΕΜΑΤΑ,ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ-ART
Ο νεαρός σκηνοθέτης, που εντυπωσίασε στην αρχή της σεζόν με τον «Κυκλισμό του τετραγώνου» του Δ. Δημητριάδη στη Στέγη και το καλοκαίρι θα σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο, αυτήν την εποχή ετοιμάζει το «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο για το Εθνικό. Αλλεπάλληλες προκλήσεις, μεγάλες σκηνές, συνεχής απασχόληση για έναν 26χρονο, που έχει, όμως, κουραστεί να τον λένε «νέο και ταλαντούχο»
«Φοβάμαι τις παγίδες που κρύβει η διαρκής απασχόληση. Και κυρίως τη στιγμή που θα πεις: ξέρω γιατί, πότε, τι θα κάνω. Χρειάζεται να πατάς φρένο, να κάνεις διάλειμμα και μάλιστα μεγάλο. Για να καταλάβεις τι έχει συμβεί στο ενδιάμεσο. Είναι περίεργο, ενώ όλοι οι άνθρωποι δουλεύουν συνεχώς, οι καλλιτέχνες πρέπει από μόνοι τους να διακόπτουν, για να μπορούν να εργαστούν στη συνέχεια… Οταν είσαι καθολικά υπεύθυνος για κάποιους ανθρώπους, από το πώς περπατούν μέχρι το πόσο συνεπείς είναι στη δραματουργία που προτείνεις, συνειδητοποιείς ότι πρόκειται για τεράστια ευθύνη και μεγάλο κόπο. Η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει να είμαι σούπερ παραγωγικός. Δεν νιώθω καλά με τον εαυτό μου. Και φυσικά λειτουργούν μέσα μου πρότυπα ανθρώπων του θεάτρου που δούλεψαν με αφοσίωση πάνω στο όραμά τους
«Μου έχει τύχει, στις Δοκιμές του Αμόρε, να σκηνοθετήσω τη δασκάλα μου Αννα Μακράκη. Ημουν 19 χρονών, δεν είχα καν τελειώσει τη Σχολή. Είχα πρόβλημα, της μιλούσα στον πληθυντικό κι όταν έπρεπε να της πω «κάνε αυτό» πελάγωνα. Αλλά όμως, πέραν ηλικιών, το θέατρο είναι ένα παιχνίδι με μοιρασμένους κανόνες και ρόλους, όχι εξουσίες. Αν όλοι συμμετέχουν σ’ αυτό χωρίς συμπλέγματα, δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν κάποιος πει «δεν θα μου πεις εσύ πού να πάω», σημαίνει πια ότι έχεις να λύσεις άλλα θέματα πέραν της δουλειάς
Της Εφης Μαρίνου – Φωτογραφία: Μάριος Βαλασόπουλος
Ο Δημήτρης Καραντζάς δεν λέει να μεγαλώσει. Κι αυτό γιατί βγήκε στο… κλαρί μόλις 19 χρονών. Εχουν περάσει τέσσερα χρόνια από την πρώτη του σκηνοθεσία σ’ ένα θεατράκι ελάχιστων θέσεων στη Σχολή του Εμπρός. Εκείνος ο τσεχοφικός «Ιβάνοφ» του είχε κάνει τότε τη μεγάλη έκπληξη. Εκτοτε βρέθηκε και σ’ άλλες σκηνές, μικρές και μεγάλες, όπως η Λυρική, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το Εθνικό Θέατρο. Και το καλοκαίρι ακολουθεί η μεγαλύτερη «σκηνή», της Επιδαύρου, με την «Ελένη» του Ευριπίδη.
Προς το παρόν ετοιμάζεται για ακόμα μια πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο. Στις 21 Φεβρουαρίου ανεβάζει το «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Λουίτζι Πιραντέλο, έργο με το οποίο ο Σικελός δραματουργός εγκαινίασε το «πιραντελικό» θέατρο εισάγοντας στην τέχνη καινά δαιμόνια: το είναι, το φαίνεσθαι, τη σχετικότητα της αλήθειας, το φανταστικό και το πραγματικό. Ο ίδιος αποκαλούσε τη ζωή ένα πολύ μελαγχολικό αστείο. «Οποιος καταλάβει το παιχνίδι δεν καταφέρνει πια να ξεγελαστεί, δεν μπορεί πια να απολαύσει ούτε να ενθουσιαστεί από τη ζωή. Η τέχνη μου είναι γεμάτη συμπάθεια για όλους αυτούς που ξεγελιούνται, όμως η συμπάθεια αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τον άγριο εμπαιγμό της μοίρας που καταδικάζει τον άνθρωπο στην αυταπάτη».
Τρία πρόσωπα, ο κύριος και η κυρία Πόνζα και η κυρία Φρόλα, βρίσκονται παγιδευμένα στην εκμυστήρευση μιας αλήθειας ολοένα αμφισβητούμενης. Μια μικρή πόλη τρελαίνεται από την περιέργεια να λύσει το μυστήριο. Είναι τόσο επίμονα και νοσηρά περίεργη που καταντά εξόχως απάνθρωπη. Ανάμεσά τους ο Λαουντίζι, σκηνοθέτης αυτού του κωμικοτραγικού σόου, κρατά το ενδιαφέρον των δύο πλευρών αμείωτο ώς το τέλος.
• Ο Πιραντέλο μάς βάζει το δίλημμα του υποκειμενικού και του αντικειμενικού, την ανάγκη της αυταπάτης. Μας λέει πως δεν ξέρουμε τίποτα για τους άλλους κι ότι η πραγματικότητα παίρνει τόσες όψεις όσες είναι και τα άτομα όπου καθρεφτίζεται. Τελικά, έτσι είναι αν έτσι νομίζουμε;
«Ο τίτλος του έργου προδίδει περί τίνος πρόκειται. Το να συμφιλιωθούμε με τη σχετικότητα της ύπαρξης και της αλήθειας είναι το μεγάλο ζήτημα που αναπτύσσεται ήδη από την πέμπτη σελίδα. Υπάρχουν κάποια πρόσωπα με τις ιστορίες τους κι ένας χορός ανθρώπων –ούτε καν ρόλοι– που παλεύει να πιαστεί από αυτά, τις εκδοχές των ιστοριών, το θέαμα. Το διψασμένο, ετεροκαθοριζόμενο πλήθος είναι έτοιμο να φανατιστεί με τη μια ή την άλλη ιδέα. Η ιδιωτικότητα έχει καταργηθεί, οι ακροατές των ιστοριών της Φρόλα και των Πόνζα δεν χαίρουν καμιάς διακριτικότητας ή σεβασμού. Σαν παρεμβατικά κουρδισμένα κουκλάκια τρέφονται από τις ιστορίες τους. Ο Πιραντέλο θέτει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Λαουντίζι –εδώ «φωτογραφίζεται» ο συγγραφέας– κινείται σε δύο ταχύτητες: από τη μια ενεργοποιεί κάποιους να παίζουν και να ξαναπαίζουν τις ιστορίες τους και από την άλλη βάζει το ακροατήριο να βιώνει τον πόνο της σχετικότητας της αλήθειας. Και τα δύο αυτά μέρη έχουν την ανάγκη από ένα άλλο κοινό που απαιτεί να παίξουν, γιατί ήρθε να δει το θέαμα. Η απελπισία του ανθρώπινου όντος είναι έκδηλη».
• Αναζητούμε δηλαδή ένα ζωτικό ψεύδος, το καταφύγιο της υποκειμενικότητας;
«Πόσες φορές δεν έχουμε αναρωτηθεί: μα πώς, αφού νόμιζα ότι ήταν αλήθεια. Το έργο, που έχει στοιχεία καλογραμμένης φάρσας, μιλάει για το πώς φτιάχνουμε τις ζωές μας μέσα από τους άλλους. Πώς αγωνιζόμαστε να πιαστούμε από κάπου σ’ αυτό το αλληλοεξαρτώμενο σύστημα. Ο θεατρώνης, ενώ αναδεικνύεται θριαμβευτής, συναισθηματικά και υπαρξιακά καταρρέει. Γιατί και ο ίδιος φέρει μέσα του τις δύο κατευθύνσεις, αδυνατεί να αποδεχτεί τη σχετικότητα της ύπαρξης».
• Πόσο αντικειμενικά αντιλαμβάνεστε τη δική σας ζωή, τον άλλο;
«Ενώ μπορώ να παρατηρήσω, να εκλογικεύσω, να γίνω κριτικός, μερικές φορές κάνω τα αντίθετα. Είναι η πράξη που τα χαλάει… Καμιά φορά δεν είσαι όπως πρέπει ψύχραιμος για να στηρίξεις μέχρι τέλους την αλήθεια που βλέπεις κι ας το θέλεις ολόψυχα. Οι αδυναμίες σε οδηγούν αλλού. Και μετά καταλαβαίνεις. Ακόμα κι αν διατηρούμε μια άποψη για τον άλλον, δίνουμε ευκαιρίες μέχρι να δούμε ότι δεν είναι καθόλου διαθέσιμος να διαπραγματευτεί, στοιχειωδώς, τα όριά του. Δεν μου αρέσουν τα όρια. Αν πάει καθένας με το όριό του, κανείς δεν θα επικοινωνεί με κανέναν».
• Μα τότε δεν καραδοκεί η διολίσθηση στο «χύμα»;
«Μα εκεί είναι το ζήτημα. Πόσος αυθόρμητος, πόσο ανεκτικός μπορεί να είσαι. Ποιο είναι το όριο του ορίου και ποιο τού “χύμα”. Με έχει δυσκολέψει η δήλωση κάποιων “έτσι είμαι”. Ενας ηθοποιός π.χ. μπορεί να ισχυρίζεται ότι διαθέτει αυτά μόνο τα εργαλεία. Ομως δεν είναι αλήθεια. Απλώς έτσι νομίζει»…
• Εχετε περιπέσει ποτέ στο «χύμα»;..
«Ισως και να περιέπεσα κάποτε… Αλλά ένιωσα τόσο πολύ διαλυμένος που μαζεύτηκα, οχυρώθηκα, συγκεντρώθηκα».
• Φαντάζομαι στην προσωπική σας ζωή;
«Ναι…».
• Ενας σημαντικός συγγραφέας, ο Δημήτρης Δημητριάδης, σας εμπιστεύτηκε το έργο του. Πώς ήταν η εμπειρία;
«Το προκλητικό στα έργα του Δημητριάδη είναι η δομή τους, που αφορά τον πυρήνα της δραματουργίας τους. Στον «Κυκλισμό» η ιστορία ήταν τυπική. Οι ανθρώπινες σχέσεις με όχημα τη συμπεριφορά τεσσάρων ζευγαριών. Ομως οι λέξεις, έτσι όπως επαναλαμβάνονται, αφαιρούνται, συρρικνώνονται στη ροή του κειμένου, δημιουργούν σταδιακά μια δομή μουσικής παρτιτούρας. Η απλή υπόθεση ανοίγει σε άλλα κανάλια αφήγησης, πολύ ενδιαφέροντα θεατρικά. Ξεκινά από κάτι ειδικό και καταλήγει σ’ έναν χορό ανθρώπων που παλεύει. Οταν η ιστορία αρχίζει να μην έχει σημασία, διαπιστώνεις το υπαρξιακό ζήτημα. Κι όλο αυτό είναι γοητευτικό. Είχαμε πολύ καλή επικοινωνία με τον Δημήτρη Δημητριάδη. Ευτυχώς με εμπιστεύτηκε. Οταν ήρθε στις πρόβες είχα άγχος. Αλλά δεν εκδήλωσε καμιά τάση παρέμβασης ακόμα και τις στιγμές που έβλεπε ότι ακόμα ψαχνόμουν. Εκτιμώ πολύ αυτή τη στάση στους συγγραφείς που αποφασίζουν με γενναιότητα να “εγκαταλείψουν» τα έργα τους”.
• Από τον «Ιβάνοφ» πέρασαν μόνο τέσσερα χρόνια. Και σ’ αυτό το διάστημα κάνατε πολλά και διάφορα. Ηταν πράγματα προς την κατεύθυνση που θέλατε ή η συγκυρία της πρώτης επιτυχίας σάς ξεμάκρυνε σε αναθέσεις;
«Δεν έχω σταματήσει να προσανατολίζομαι στον άξονα πραγμάτων που με ενδιαφέρουν ούτε να δουλεύω προς αυτή την κατεύθυνση. Η αλήθεια είναι ότι με καινούργιους συνεργάτες, μέχρι να δημιουργήσεις ένα λεξιλόγιο γνωριμίας και εμπιστοσύνης, ενδεχομένως αυτά που ονειρευόσουν να υποχωρούν, να χλομιάζουν. Αλλά η πρόταση μπορεί να δημιουργήσει κάτι άλλο επίσης ενδιαφέρον, που να συνδέεται και με τις επιθυμίες σου».
• Οι προκλήσεις-προσκλήσεις ήταν και είναι δελεαστικές.
«Πράγματι, τα έργα, οι διανομές, οι χώροι. Αν δεν ανταποκρινόμουν, ίσως στο μέλλον να το μετάνιωνα. Ωστόσο δεν άλλαξα στόχους προκειμένου να χωθώ σε οργανισμούς. Οι μεγάλες σκηνές είναι ισχυρή πρόκληση, δεν ένιωσα ποτέ να περιορίζομαι και είχα την τύχη να απολαμβάνω κεκτημένα ασφάλειας της παραγωγής, αυτά που –ουτοπικά- αναζητούμε έξω. Φυσικά, μου έλειπε η ασφάλεια που ένιωθα με τα παιδιά της ομάδας. Αλλά κι αυτή η κατάσταση είναι παραγωγική. Ελέγχεις την επάρκειά σου, τη δυνατότητα να εκτεθείς, να κάνεις αυτοκριτική».
• Οι συνεχόμενες προτάσεις δεν αποπροσανατολίζουν έναν νέο καλλιτέχνη από το όραμά του;
«Ναι, μπορεί να σε ρουφήξουν και να χάσεις τον δρόμο σου. Κάθε καινούργια δουλειά με πανικοβάλλει. Η πρώτη μου φράση είναι: “Ωχ Παναγία μου”. Το τρομακτικό θα ήταν αν έλεγα «OK». Και μόνο μια φορά που σκέφτηκα “το έχω”, τρόμαξα, ευτυχώς… Οι φίλοι μου, που είναι σαν οικογένεια, είναι πλαίσιο ασφαλείας. Αν νομίζεις ότι “το έχεις”, την πατάς. Κατ’ αρχάς το… χάνεις αμέσως. Το βλέπω στην πρόβα. Ηθοποιός που έχει κατακτήσει κάτι, όταν πάει να το κάνει αποτυγχάνει. Φυσικά αποκτάς αυτοπεποίθηση, αλλά καλύτερα να είσαι σε επιφυλακή. Ξεκινώ λοιπόν με άγνοια και βλέπουμε».
• Τι φοβάστε στις μεγάλες παραγωγές;
«Μέσα σε ορισμένο χρονοδιάγραμμα 2-3 μηνών πρέπει να παραδώσεις ένα προϊόν για το οποίο προσωπικά ίσως έδινες περισσότερο χρόνο. Ε, αυτόν τον παραπάνω χρόνο στους μεγάλους χώρους δεν μπορείς να τον διεκδικήσεις. Φοβάμαι τις παγίδες που κρύβει η διαρκής απασχόληση. Και κυρίως τη στιγμή που θα πεις: ξέρω γιατί, πότε, τι θα κάνω. Χρειάζεται να πατάς φρένο, να κάνεις διάλειμμα και μάλιστα μεγάλο. Για να καταλάβεις τι έχει συμβεί στο ενδιάμεσο. Είναι περίεργο, ενώ όλοι οι άνθρωποι δουλεύουν συνεχώς, οι καλλιτέχνες πρέπει από μόνοι τους να διακόπτουν, για να μπορούν να εργαστούν στη συνέχεια… Οταν είσαι καθολικά υπεύθυνος για κάποιους ανθρώπους, από το πώς περπατούν μέχρι το πόσο συνεπείς είναι στη δραματουργία που προτείνεις, συνειδητοποιείς ότι πρόκειται για τεράστια ευθύνη και μεγάλο κόπο. Η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει να είμαι σούπερ παραγωγικός. Δεν νιώθω καλά με τον εαυτό μου. Και φυσικά λειτουργούν μέσα μου πρότυπα ανθρώπων του θεάτρου που δούλεψαν με αφοσίωση πάνω στο όραμά τους».
• Και το… σκάνδαλο της ηλικίας σας πολλαπλασιάζεται στις μεγάλες σκηνές.
«Οπως πολλαπλασιάζεται και το άγχος μου. Η αλήθεια είναι ότι η ηλικία μου δημιουργεί μια μεγάλη ανισορροπία μέσα μου. Ενώ στο θέατρο οφείλω να τακτοποιώ πολλά και διαφορετικά πράγματα, το σπίτι μου είναι χάλια, φοιτητικό»…
• Εχετε βαρεθεί την προσφώνηση «νέος και ταλαντούχος»;
«Τόσο που όταν μεγαλώσω, θα το σταματήσουν και θα πάθω ψυχολογικά… Είναι απολύτως κατανοητό αφού ξεκίνησα τόσο νωρίς. Από την άλλη είναι λίγο περίεργο, γιατί ο χαρακτηρισμός ηχεί ως άλλοθι υπέρ των νέων ή ότι αν κάνεις κάτι, πρέπει ντε και καλά να θεωρείται πειραματικό. Που εγώ δεν ξέρω καν αν μπορώ ή θέλω να είμαι πειραματικός… Εννοώ ότι σ’ αυτή την ετικέτα, που πράγματι έχω βαρεθεί γιατί δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει, πιστώνονται διάφορα. Δηλαδή στον αντίποδα της ηλικίας τι θα λέγαμε; Ο ώριμος, διεισδυτικός σκηνοθέτης;».
• Πώς είναι να καθοδηγείτε, να διορθώνετε –ίσως και επίμονα αν χρειαστεί– στις πρόβες ηθοποιούς όχι μόνο πολύ μεγαλύτερούς σας αλλά και μ’ ένα σημαντικό έργο πίσω τους; Είδατε; Τελικά η ηλικία σας γεννά πολλές ερωτήσεις…
«Η πρώτη τέτοια εμπειρία ήταν στις Δοκιμές του Αμόρε όταν σκηνοθετούσα τη δασκάλα μου Αννα Μακράκη. Ημουν 19 χρονών, δεν είχα καν τελειώσει τη Σχολή. Είχα πρόβλημα, της μιλούσα στον πληθυντικό κι όταν έπρεπε να της πω “κάνε αυτό” πελάγωνα. Αλλά όμως, πέραν ηλικιών, το θέατρο είναι ένα παιχνίδι με μοιρασμένους κανόνες και ρόλους, όχι εξουσίες. Αν όλοι συμμετέχουν σ’ αυτό χωρίς συμπλέγματα, δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν κάποιος πει “δεν θα μου πεις εσύ πού να πάω”, σημαίνει πια ότι έχεις να λύσεις άλλα θέματα πέραν της δουλειάς».
• Πώς τα αντιμετωπίζετε;
«Με αμηχανία ή ψυχραιμία ή αδιαφορία. Ενα τέτοιο γεγονός μπορεί είτε να με καταβάλει και να με διαλύσει –γιατί σαφώς έχω τεράστια ανασφάλεια– είτε να θυμώσω και να αγνοήσω εντελώς την ύπαρξη εκείνου που το βάζει. Δεν θα αφήσω χώρο σε τέτοιες πολεμικές που θέτουν σε κίνδυνο μια ολόκληρη παραγωγή. Οταν διαχειρίζεσαι ένα κείμενο και δέκα ανθρώπους υπηρετώντας μια σοβαρή δουλειά, είναι τουλάχιστον γελοίο να πρέπει να αντιμετωπίσεις και θέματα προσωπικών συμπλεγμάτων κάποιων. Αγνοείς το γεγονός, αλλά πληγώνεσαι».
• Ποιο είναι το χειρότερο που έφερε η κρίση;
«Γίναμε αποπροσανατολισμένοι, ανίσχυροι, σαν να μας έχουν δέσει τα πόδια. Χάσαμε την αυτοπεποίθηση και την ελπίδα μας. Αυτό που με τρομάζει είναι ότι τον τελευταίο καιρό γλιστράμε στην αποδοχή των γεγονότων. Δεν μπορεί να μας είναι αρκετό το fb. Στο θέατρο κινούνται τα πράγματα. Προσωπικά θα ήθελα να μη χαθεί η κατηγοριοποίηση, με την έννοια ότι το “όλοι είναι όλα” μπορεί να βοηθά, αλλά συγχρόνως μπερδεύει τους στόχους μας. Είναι σημαντικό να νιώθεις δυνατός μέσα σε μια ομάδα, όπου μοιράζεσαι κοινή γλώσσα επικοινωνίας και προβληματισμού για το θέατρο».
* INFO: Εθνικό Θέατρο/Κεντρική Σκηνή (Αγ. Κωνσταντίνου 22-24, τηλ.: 210 5288100). «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Λουίτζι Πιραντέλο. Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς. Σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου. Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής. Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου. Παίζουν: Ξένια Καλογεροπούλου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Μιχάλης Κίμωνας, Εμιλυ Κολιανδρή, Θύμιος Κούκιος, Υβόννη Μαλτέζου, Κώστας Μπερικόπουλος, Μιχάλης Οικονόμου, Ντίνα Ελίνα Ρίζου, Σταυρούλα Σιάμου, Γιώργος Συμεωνίδης, Μηνάς Χατζησάββας.
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=173004
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε