- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Η Καθαρά Δευτέρα είναι… εργάσιμη

04/03/14 ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,ΣΕΛΙΔΕΣ,ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Τζώρτζης Ρούσσος

 

Δεν είναι επίσημη αργία (ούτε υποχρεωτική ούτε προαιρετική) η Καθαρά Δευτέρα σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία. Ετσι, αφού δεν θεωρείται εξαιρέσιμη αργία για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, είναι γι’ αυτούς εργάσιμη ημέρα όπως όλες οι υπόλοιπες ημέρες του κάθε έτους. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι κατά την ημέρα αυτήν επιτρέπεται η λειτουργία των ιδιωτικών επιχειρήσεων και η απασχόληση των μισθωτών είναι νόμιμη και δεν δημιουργεί αξίωση για πρόσθετη αμοιβή. Κάτω από αυτά τα δεδομένα όσοι μισθωτοί απασχολήθηκαν χθες, αν μεν είναι ημερομίσθιοι, τους οφείλεται το συνήθως καταβαλλόμενο ημερομίσθιό τους χωρίς άλλη προσαύξηση (δηλαδή δεν θα λάβουν την προσαύξηση 75%). Αντίστοιχα, αν αμείβονται με μηνιαίο μισθό, δεν δικαιούνται να λάβουν καμία άλλη αμοιβή πέραν του κανονικού μηνιαίου μισθού.

 

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι βάσει των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας κάθε χρόνο οι ημέρες υποχρεωτικής αργίας στον ιδιωτικό τομέα είναι: η 25η Μαρτίου, η Δευτέρα του Πάσχα, η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου) και η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού (25 Δεκεμβρίου). Βέβαια η ίδια η εργατική νομοθεσία έχει καθιερώσει και 2 ημέρες εντός του έτους που θεωρούνται ημέρες προαιρετικής αργίας. Αυτές οι ημέρες είναι: η Πρωτομαγιά (που ωστόσο κάθε έτος με υπουργική απόφαση που εκδίδει ο υπουργός Εργασίας μετατρέπεται σε προαιρετική αργία) και η 28η Οκτωβρίου.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην περίπτωση των υποχρεωτικών αργιών απαγορεύεται η απασχόληση, ενώ όταν ο νόμος κάνει λόγο για προαιρετική αργία τότε η απασχόληση ή μη των εργαζομένων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη. Ετσι κάποιες ημέρες του έτους που εμείς τις θεωρούμε αργίες δεν καταλαμβάνονται από το συγκεκριμένο καθεστώς αφού θεωρούνται εργάσιμες εορτές. Αυτές οι ημέρες είναι: η επόμενη των Χριστουγέννων (26η Δεκεμβρίου), η Πρωτοχρονιά, τα Θεοφάνια (6 Ιανουαρίου), η Καθαρά Δευτέρα, η Μεγάλη Παρασκευή και η ημέρα του Αγίου Πνεύματος. Μπορεί όμως αυτές οι ημέρες:

 

α) Να έχουν χαρακτηριστεί ημέρες αργίας με συλλογική σύμβαση, επιχειρησιακή συνήθεια, εσωτερικό κανονισμό, με ατομική σύμβαση εργασίας ή τέλος με έθιμο, οπότε οι μισθωτοί δικαιούνται κανονικά το ημερομίσθιο ή τον μισθό τους αντίστοιχα χωρίς καμιά πρόσθετη αμοιβή.

 

β) Να περιλαμβάνεται σε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας η Διαιτητική Απόφαση για την καταβολή προσαύξησης 75%, οπότε σ’ αυτήν τη περίπτωση οι μισθωτοί που υπάγονται σ’ αυτήν δικαιούνται να λάβουν την παραπάνω αύξηση.

 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μπορεί να μην έχουν χαρακτηριστεί αργίες, ωστόσο παραμένουν ως αργίες κυρίως για τους εργαζομένους στο Δημόσιο, τράπεζες & εμπορικά καταστήματα. Πάντως, αν την ημέρα αυτή που χαρακτηρίζεται εργάσιμη εορτή ο μισθωτός απουσιάσει αυθαίρετα από την εργασία του τότε όχι μόνο δεν δικαιούται να λάβει το ημερομίσθιό του αλλά η απουσία του χαρακτηρίζεται αδικαιολόγητη.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ

Αδικαιολόγητη απουσία και συνέπειες

 

Μέχρι και παραίτηση μπορεί να θεωρηθεί η αδικαιολόγητη απουσία εργαζομένου από την εργασία του. Ωστόσο, για μια τέτοια δυσμενή εξέλιξη θα πρέπει να περάσουν περισσότερες της μίας ημέρες. Ετσι, σε περίπτωση αδικαιολόγητης αποχής του μισθωτού από την εργασία, ο εργοδότης δικαιούται να αφαιρέσει από τις οφειλόμενες σε αυτόν αποδοχές τόσα ωρομίσθια όσες και οι ώρες απουσίας. Το δικαίωμα αυτό του εργοδότη στηρίζεται στην πάγια αρχή που έχει αποτυπωθεί και στον Αστικό Κώδικα που ορίζει τι οφείλεται εφόσον παρέχεται εργασία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υφίσταται σχετική διάταξη νόμου που να ορίζει πότε θεωρείται παραίτηση η αδικαιολόγητη απουσία κάποιου εργαζομένου. Ωστόσο, ανεξαρτήτως αν είναι συνεχόμενη ή διακεκομμένη, η αδικαιολόγητη απουσία μπορεί να εκληφθεί από τον εργοδότη ως παραίτηση από την εργασία του. Στη δικαστηριακή πρακτική εξετάζεται κατά περίπτωση αυτή η απουσία, ενώ δόκιμο στη νομολογία θεωρείται για να προβεί ο εργοδότης στις διαδικασίες καταγγελίας λόγω οικειοθελούς αποχώρησης του αδικαιολογήτως απόντος εργαζομένου του το διάστημα των 3 ημερών. Πάντως από την πρώτη ημέρα (αφού θεωρείται άρνηση εργασίας) μια τέτοια αδικαιολόγητη αντισυμβατική συμπεριφορά του εργαζομένου δίνει στον εργοδότη το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του, με την καταβολή της νομίμου αποζημίωσης.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ

Απόλυση: η δημόσια κατάθεση της αποζημίωσης

 

Κάτω από τους όρους «πραγματική» και «προσήκουσα» κρύβεται η εγκυρότητα ή μη της αποζημίωσης απόλυσης στους εργαζόμενους στις περιπτώσεις που η απόλυση γίνεται με κατάθεση του ποσού της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ετσι, για να είναι έγκυρη η δημόσια κατάθεση της οφειλόμενης χρηματικής παροχής, πρέπει να είναι κατά ποσότητα η οφειλόμενη και να προσφερθεί στον κατάλληλο χρόνο και τόπο. Η καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής συμβάσεως θεωρείται έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση (ή οι δόσεις όπως αυτές ρυθμίζονται από την εργατική νομοθεσία). Ως χρόνος καταβολής της αποζημιώσεως ή της νόμιμης δόσης ορίζεται η ημέρα της λύσεως της συμβάσεως. Εάν δεν καταβληθεί η αποζημίωση την ίδια ημέρα με την επίδοση της έγγραφης καταγγελίας, η καταγγελία είναι άκυρη, η δε ακυρότητα δεν θεραπεύεται από τη μεταγενέστερη καταβολή της αποζημιώσεως. Η καταβολή της αποζημιώσεως πρέπει να είναι πραγματική και δεν αρκεί η απλή προσφορά αυτής, σε περίπτωση όμως αρνήσεως του μισθωτού να την εισπράξει, οφείλει ο εργοδότης να προβεί στη δημόσια κατάθεσή της, ώστε να αποτρέψει την ακυρότητα. Ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης υποχρέωσης του οφειλέτη είναι εκείνος όπου έχει την κατοικία του ή την επαγγελματική του εγκατάσταση ο εργαζόμενος.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

ΕΥΡΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 

Ηδη βρίσκονται αναρτημένες στην ιστοσελίδα του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (www.minedu.gov.gr) όλες οι προσφερόμενες ειδικότητες που θα διδάσκονται κατά το εαρινό εξάμηνο 2014 στα Δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΔΙΕΚ). Οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν από οποιοδήποτε μέρος της χώρας να υποβάλουν ηλεκτρονικά την αίτηση συμμετοχής από το σπίτι τους, χωρίς να χρειάζεται να μεταβούν και να συμπληρώνουν αιτήσεις επιτόπου στα ΔΙΕΚ, όπως συνέβη και κατά το χειμερινό εξάμηνο. Η υποβολή και η επεξεργασία των αιτήσεων γίνεται, σύμφωνα με την κυβέρνηση, με απόλυτη διαφάνεια, που εξασφαλίζεται μέσω ενός ειδικού πληροφοριακού συστήματος, του επονομαζόμενου dioni.sch.gr. Πάντως το υπουργείο Παιδείας θεωρεί ότι πρόκειται για ειδικότητες αιχμής, που αντιστοιχούν σε επαγγέλματα τα οποία εκτιμάται ότι θα έχουν τη μεγαλύτερη απορροφητικότητα έμψυχου δυναμικού στην αγορά εργασίας και τα οποία έχουν εγκριθεί κατόπιν αξιολόγησης των αιτημάτων των τοπικών κοινωνιών.

 

ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ

 

Σε 25% υπολογίζονται οι κρατήσεις για ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και εργαζόμενου των αμειβομένων με «εργόσημο» προσώπων. Το ποσοστό αυτό προκύπτει επί της αναγραφόμενης τιμής του «εργόσημου» και εμπεριέχεται στην αναγραφόμενη τιμή του. Πάντως με απόφαση του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ύστερα από εισήγηση των διοικητικών συμβουλίων των κατά περίπτωση αρμόδιων φορέων και γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, το ποσοστό αυτό δύναται να αυξομειώνεται, προσαρμοζόμενο στις εκάστοτε κοινωνικές, ασφαλιστικές και οικονομικές συνθήκες. Τα πρόσωπα που παρέχουν εργασία, η οποία εμπίπτει στις αναφερόμενες στο Κεφάλαιο I της παρούσας κατηγορίας, αμείβονται υποχρεωτικά με «εργόσημο» και ασφαλίζονται μέσω της εξαργύρωσης αυτού στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για τους Κλάδους Σύνταξης, Ασθένειας & Μητρότητας, στο ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ) για επικουρική ασφάλιση, καθώς και στον τ. ΟΕΚ (εισφορά εργαζόμενου). Τα ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών επιμερίζονται ανά κλάδο ασφάλισης ως εξής: Κλάδος Κύριας Σύνταξης 14,45%, Κλάδος Ασθένειας σε είδος (ΕΟΠΥΥ) 4,65%, Κλάδος Ασθένειας & Μητρότητας σε χρήμα 0,86%, Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) 4,32%, Κλάδος τ. ΟΕΚ (εισφορά εργαζόμενου) 0,72%.

 

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

 

Ανεξάρτητα με το τι έχουν υπογράψει εργαζόμενος και εργοδότης, τα δικαστήρια καλούνται να αποφασίσουν για το ποια είναι η σύμβαση εργασίας που έχει υπογράψει ο εργοδότης με τον εργαζόμενο. Για να εξαγάγουν λοιπόν το αποτέλεσμα και να αποφασίσουν οι Ελληνες δικαστές ποια σχέση (μίσθωση εργασίας ή σύμβαση έργου) συνδέει τα δύο μέρη, προσπαθούν να εξεύρουν ποιο είναι το αποτέλεσμα που ήθελαν εργοδότης και εργαζόμενος. Στην περίπτωση της σύμβασης εργασίας τα μέρη αποβλέπουν στην καθαυτό εργασία του μισθωτού, ενώ στη σύμβαση έργου, στην επίτευξη συγκεκριμένου τελικού αποτελέσματος. Από συνδυασμό διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας -και επί ακυρότητας της συμβάσεως απλή σχέση εξαρτημένης εργασίας- υπάρχει όταν ο μισθωτός υπόκειται κατά την εκτέλεση της εργασίας του -και ιδίως ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο αυτής- στην εποπτεία και στις δεσμευτικές οδηγίες του εργοδότη, ενώ η ελευθερία του μισθωτού περί την εκτέλεση της εργασίας, που απορρέει σε ορισμένες περιπτώσεις από τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας, δεν αποκλείει τον εξαρτημένο χαρακτήρα της εργασιακής σχέσεως.

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=179137