- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
«Λυγμός από χορδές που [ξανα]δονηθήκαν»
15/03/14 ART,ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ,ΘΕΜΑΤΑ
Μαρία Πολυδούρη
«Τα ποιήματα»
Φιλολογική επιμέλεια-επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2014, σελ. 398
Tης Θάλειας Ιερωνυμάκη
Σαν μεσοπολεμική μελωδία γνώριμη, και όμως κάθε φορά αιφνιδιαστικά συγκινητική, έρχονται «Τα ποιήματα» της Μαρίας Πολυδούρη, με φιλολογική επιμέλεια της Χριστίνας Ντουνιά, στην έκδοση του Βιβλιοπωλείου της «Εστίας».
Ο τόμος περιλαμβάνει τις συλλογές «Οι τρίλλιες που σβήνουν» (1928) και «Ηχώ στο χάος» (1929), αλλά και ποιήματα μη συμπεριλαμβανόμενα σε αυτές, ενώ ετοιμάζεται και δεύτερος τόμος με πεζά. Η έκδοση φιλοδοξεί να αποκαταστήσει την εικόνα της Πολυδούρη, εγχείρημα που ενισχύεται από τις εκδοτικού περιεχομένου «Σημειώσεις», αλλά και από το επίμετρο-μελέτη της επιμελήτριας με τίτλο «Μαρία Πολυδούρη ή τα ρόδα του αίματος».
Στη μελέτη διερευνάται η δημιουργία του μύθου της άρρωστης ποιήτριας ήδη από την εποχή της νοσηλείας της στο νοσοκομείο «Σωτηρία», εξετάζεται η πρόσληψη του έργου, λογοτεχνική και κριτική, η ποιητική σχέση με την ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, καθώς και το ζήτημα της σημερινής της απήχησης. Από μια έκδοση των ευρισκόμενων ποιημάτων δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν τα αναπόσπαστα από το έργο «Στοιχεία βιογραφίας», χρήσιμα όχι μόνο για τις βιογραφικές πληροφορίες μιας ομολογουμένως ενδιαφέρουσας προσωπικότητας, αλλά και για την ποιητική διαμόρφωσή της.
Κύριο χαρακτηριστικό της ποίησης της Πολυδούρη είναι η μουσική διάσταση· η ανθρώπινη φωνή, ακόμη και αν ακούγεται αδέξια, αφρόντιστη, ή μετρικά άστοχη, της προσδίδει ιδιαίτερη χροιά. Καθημερινό λεξιλόγιο, επαναλήψεις, διασκελισμοί, λυρική εξομολόγηση ως απόρροια της απόστασης από το προσωπικό βίωμα («τα μυστικά μου όλα σας λέω,/ τώρα που πια δε με μεθάνε», σ. 139), συνθέτουν μια ποίηση μουσική, κατά τις αρχές του συμβολισμού, όχι όμως μονοδιάστατα μουσική.
Με την, επισημασμένη από την κριτική, «ψυχρή απόσταση», με την οποία «η ποιήτρια βλέπει από έξω την ίδια την οδύνη της» (Bruno Lavagnini), υπονομεύεται η φαινομενικά αυθόρμητη και θραυσματική έκφραση συναισθηματικής εκχύλισης και αναδεικνύεται η ποίηση ως σκηνοθετικά οργανωμένη σύνθεση (ίσως όχι ανεπηρέαστη από τις υποκριτικές σπουδές της Πολυδούρη).
Η ειλικρίνεια του βιώματος ταυτίζεται με την ποιητική αλήθεια, ταυτόχρονα όμως η αποστασιοποίηση του υποκειμένου από τον πάσχοντα εαυτό του και η γνώση που τη συνοδεύει επιτείνουν την οδύνη του και πολλαπλασιάζουν την αυθεντικότητά της («Κι έχει μια δυσαρέσκεια γιατί ξέρει/ πως είναι η αλήθεια τόσο σκοτεινή/ και δύσκολη και αμφίβολη, όταν είναι/ αμέριστη και πλέρια ζωντανή», σ. 228), όπως ακριβώς η απόσταση, η μελέτη και η παρατήρηση του ρόλου απελευθερώνουν την αλήθεια της υποκριτικής ερμηνείας.
Συντίθεται έτσι, όχι με την εκ των πραγμάτων ανέφικτη αναμνηστική απομάκρυνση του απομνημονεύματος, αλλά με την ονειρικά οδυνηρή (ανα)βίωση της εμπειρίας [«Ας ήμουν μια γερόντισσα, με μόνη/ των αναμνήσεων την πηγή στα στήθια./ (Αναιμική κι εφήμερη ανεμώνη/ τώρα με καίει και τ’ όνειρο κι η αλήθεια)», σ. 146], ένα αυτοβιογραφικό ποιητικό ημερολόγιο, η ανασύσταση του έρωτα και η πορεία ενός βίου στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου («ο θάλαμος της σκοτεινής ζωής μου/ γέμισε από νεκρούς./ Κι ούτε το χώρο βρίσκω της δικής μου/ θέσης, ανάμεσα σ’ αυτούς», σ. 141).
Δεν πρόκειται για εξιστόρηση αλλά για δραματικά συγκροτημένη, επίμονη πρόθεση ποιητικής επικοινωνίας και ταυτόχρονη αυτοαναίρεσή της. Η ποιήτρια συνειδητοποιεί ότι η επικοινωνία είναι μάταιη με τα στοιχεία της φύσης, αφού τα ίδια είναι ψυχρά («Κοιτάξτε με στοιχεία της Φύσης/ ψυχρά στοιχεία χωρίς ψυχή», σ. 74), ή τελεσίδικα ανεκπλήρωτη, όταν πρόκειται για τη «σκιά» των νεκρών, και κυρίως του Καρυωτάκη. Μένει έτσι να αντιμετωπίζει αγέρωχα και περήφανα τη δυστυχία με την ηχώ της φωνής της να αντηχεί στο χάος.
Μια μελωδική αντήχηση ακούγεται σήμερα, έπειτα από την επιχειρούμενη στη νέα έκδοση αποκάθαρση από τις παρεμβολές του χρόνου που την αλλοίωναν, άκρατη και άμεση.
Η ποίηση της Πολυδούρη μπορεί να μην έχει το εύρος και την ποικιλία των πληθωρικών έργων και ως εκ τούτου να μην τοποθετείται στις υψηλές βαθμίδες της ποιητικής κλίμακας· κάθε φορά όμως που, κορεσμένοι από την ένταση της μεγάλης και μείζονος ποίησης, αναζητούμε τη συναισθηματική συγκίνηση και την αισθητική της απλότητας, αυτή η ποίηση θα είναι επίκαιρη, σαν «κάτι από μάκρη από βαθιά/ που φτάνει κι είναι δρόσος κι αρμονία…» (σ. 229).
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=182264
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε