- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Βουρκωμένα μάτια για ψηφιακή εικόνα
24/03/14 ART,ΕΠΙ ΠΛΕΟΝ,ΘΕΜΑΤΑ
Του Νίκου Καλτσά
Η ταινία είναι το Two-Lane Blacktop. Ο τραγουδιστής Τζέιμς Τέιλορ είναι ο Οδηγός. Ο Ντένις Γουίλσον των Beach Boys, ο Μηχανικός. Oι δυο τους, μέσα σε μία Σέβρολετ του ΄55, διασχίζουν την Αμερική, συμμετέχοντας σε αγώνες αυτοκινήτων. Στην τελευταία σκηνή, ο Οδηγός, αποφασίζοντας να βάλει τέλος σε ένα ταξίδι χωρίς προορισμό και, ενώ ένας ακόμη αγώνας εξελίσσεται, μειώνει ταχύτητα. Κάθε ήχος από την ταινία χάνεται, η ροή των εικόνων επιβραδύνεται και, σαν να μπλέχτηκε το φιλμ στους κυλίνδρους της μηχανής προβολής, ένα καρέ παγώνει πάνω στην οθόνη και το φιλμ καίγεται.
Οι θεατές της, το ΄71, μάλλον θα είχαν την ίδια αντίδραση με όσους την είδαμε στον «Δαναό», πριν από μερικά χρόνια, στις «Νύχτες Πρεμιέρας». Κοιταζόμασταν μεταξύ μας, νομίζοντας πως διακόπηκε η προβολή.
Σήμερα, που οι ψηφιακές προβολές ήρθαν και στην Ελλάδα, και αρκετοί κεντρικοί κινηματογράφοι αντικατέστησαν το σελιλόιντ με τον σκληρό δίσκο του υπολογιστή, η τελευταία σκηνή του Two-Lane Blacktop δεν θα αιφνιδίαζε κανέναν. Με άλλα λόγια, το φιλμ μάς αποχαιρετά.
Οι νοσταλγοί του φιλμ θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση πως στους δρόμους του σινεμά, έξω από τις ταινιοθήκες, την κούρσα οδηγεί η τεχνολογία. Ομως, όσο ψάχνω να βρω γιατί προτιμώ να βλέπω μια ταινία με τα θερμά χρώματα και τον κόκκο της αναλογικής φωτογραφίας, αντί για την παγερή ευκρίνεια και την τηλεοπτική καθαρότητα της ψηφιακής, πάντα κάτι μου ξεφεύγει.
Μπορώ να καταλάβω τους υποστηρικτές των πίξελ, όταν μιλούν για εύχρηστο μέσο, όπου ο δημιουργός έχει τον πλήρη έλεγχο στο τελικό αποτέλεσμα, χωρίς να παρεμβάλλονται φωτοχημικά εργαστήρια και χρονοβόρες αναμονές για την εμφάνιση του αρνητικού.
Ας πούμε ότι συμμερίζομαι και τις αποφάσεις των λογιστών της «Παραμάουντ» να γίνει η διανομή του «Λύκου της Γουόλ Στριτ» αποκλειστικά σε ψηφιακή μορφή, διαπιστώνοντας ότι το κόστος ανά ταινία έπεφτε στα 100 δολάρια από τα 2.000 τής παραδοσιακή κόπιας.
Διαβάζω όμως και για αμέτρητες ενστάσεις από ειδικούς για την ψηφιακή εικόνα, για το πόσο αφύσικα «άχρωμη» είναι, ακόμη και για τις αμφιβολίες τους για τη διάρκεια ζωής της μέσα σε έναν ηλεκτρονικό φάκελο αντί σε μια ανθεκτική μπομπίνα. Και, εκεί που νόμιζα ότι είχα βρει όλα τα επιχειρήματά μου, είδα το «Νεμπράσκα».
[2]
Η ταινία είχε τελειώσει και αναρωτιόμουν πόσο πιο όμορφα θα ήταν τα πλάνα του διευθυντή φωτογραφίας Φαίδωνα Παπαμιχαήλ αν τα έβλεπα σε φιλμ. Μέχρι που κοίταξα γύρω μου και είδα πρόσωπα με βουρκωμένα μάτια που δεν έδιναν δεκάρα για το αν η προβολή που είχαν παρακολουθήσει ήταν ψηφιακή.
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=184476
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε