- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Η λάμψη της αφάνειας

30/03/14 ART,ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ,ΘΕΜΑΤΑ

Του Μισέλ Φάις

 

Στα σαράντα του ο Κωστής Παπαγιώργης αποφάσισε να φυλλομετρήσει τη ζωή του σαν χειρόγραφο («Περί μέθης», 1987). Σοδειά; Είκοσι ξεχωριστά βιβλία (συν το ημιτελές «Ο εαυτός»―προανάκρουσμα του οποίου διαβάσαμε στο τελευταίο «Νέο Πλανόδιον») που αντανακλούν τις βιβλιοθήκες που κατάπιε ο συγγραφέας στην προσπάθειά του να μιλήσει για τα πάθη του αφηγητή και του τόπου. Ενας ζεματισμένος της καθημερινότητας και υπεράριθμος των γραμμάτων τοποθέτησε στο κέντρο του ενδιαφέροντος ζητήματα και αφορμές που ο συστηματικός στοχασμός ή το πανεπιστήμιο δεν άγγιζαν (πλην σπανίων εξαιρέσεων) και που η λογοτεχνική κοινότητα υπερσυναισθηματικοποιούσε θεωρώντας τα πατρογονικό χωράφι.

 

Ενας μακρινός επίγονος του Μονταίνιου, όπου το ύφος της σκέψης αλέθει όλες τις περιέργειες (φιλοσοφία, ιστορία, βιογραφία, λογοτεχνία), ένας φυγόκεντρος συνομιλητής του Κονδύλη, του Λορεντζάτου και του Ράμφου, ένας μεσάζων ανάμεσα στο αποσύρομαι για να βρω τον εαυτό μου στα βιβλία και στο σκορπάω τον εαυτό μου στην ξέφρενη ζωτικότητα, μίλησε για τη μέθη, τη ζηλοτυπία, τη μνησικακία, τη χειροδικία, το γέλιο, το πένθος, αλλά και για τον μηδενισμό, τη μεταφορά, τον Ομηρο, τον Χέγκελ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Παπαδιαμάντη, τον Βακαλόπουλο, την Επανάσταση του ’21…

 

Το κρίσιμο όμως για τον αναγνώστη των κειμένων του ακάματου συγγραφέα και μεταφραστή είναι πώς η ευρυμάθεια γίνεται βίωμα και η αναγνωστική περιπέτεια γλωσσική βάσανος και ψυχική κατάσταση. Ανθρωπος της συναναστροφής, καταφεύγει σ’ έναν κουβεντιαστό τόνο για να συμφύρει τη μεταφυσική με το ημερολόγιο, την ενδοσκόπηση με το τραγούδι, τη συλλογική μέριμνα με το μαράζι, το ενθάδε με το επέκεινα. Αρδεύοντας σχεδόν απ’ όλη την επικράτεια της ελληνικής, δεινός φρασάκιας, παρατηρητής του αφανέρωτου, στιλίστας της μεταφοράς και της κυριολεξίας (όπου οι αγνοούμενες και οι περιφρονημένες λέξεις έχουν την τιμητική τους και οι φθαρμένες παρομοιώσεις όπου φύγει φύγει), ο Παπαγιώργης επινοεί μια εκτυφλωτική πρόζα ―μια παπαγιωργική παρτιτούρα της γραφής― που φυσικά αλλάζει, μετατοπίζεται και μεταμορφώνεται στο πέρασμα του χρόνου (από την περίτεχνη και πυρετώδη των πρώτων βιβλίων στην πιο αφηγηματική και αναστοχαστική των τελευταίων).

 

Ο Παπαγιώργης έζησε παθιασμένα, έγραψε παθιασμένα. Εξ ου και ήγειρε πολεμικές και έριδες, αγάπες και εμμονές. Αλλος τον ήξερε από το Παρίσι, άλλος από τα σκυλάδικα, άλλος από το γήπεδο, άλλος από την Καλλιδρομίου, άλλος από τα Πετράλωνα, άλλος από τον Πλάτωνα, τον Πασκάλ, τον Φουκό, τον Ντεριντά, τον Σιοράν ή τον Ζιράρ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Παπαδιαμάντη ή τον Βακαλόπουλο, άλλος από την πυκνή επιφυλλιδογραφία, άλλος από δεύτερο, τρίτο χέρι.

 

Αυτό που κάθε φορά έσωζε το παιδί από την Υπάτη, ώστε να μη βουλιάξει στη χαύνωση ή στη φαγωμάρα της παρέας, ήταν η έμφυτη μοναχικότητά του (ακόμα κι όταν αθροιζόταν σε πολυκέφαλες παρέες), γι’ αυτό ενόσω ζούσε κοντά στο κοινό ήθος ταυτόχρονα φώτιζε λοξά το αίσθημα και τις ιδέες του κανόνα. πάνω απ’ όλα όμως τον στήλωνε, τον αποξένωνε δηλαδή δημιουργικά, το καλούπι τού βιοπορίζεσθαι: εξαντλητικό μεροδούλι μεροφάι. Καλή ή κακή η εικόνα του φυγάνθρωπου, του ελληνοκεντριστή, του σαρκαστή του νεοελληνικού βίου και τα ρέστα, αλλά όταν μεταφράζεις και αρθρογραφείς για να ψωμίζεσαι (παπαδιαμαντικός απόηχος), μακριά από το ακαδημαϊκό ή πολιτικό συναγελάζεσθαι, όταν νταραβερίζεσαι με τους δαίμονές σου και τις αδυναμίες σου τόσο κατάσαρκα στα βιβλία σου, δεν έχεις και πολλά περιθώρια για να μηρυκάσεις τον μύθο που κάθε φορά φοράς ή σου φοράνε.

 

Εξ ου και η παροιμιώδης «αντιπνευματικότητά» του. Μάσκα και μηχανή για να κρατάει σε απόσταση όλους όσοι ζώντας προκλητικά με δανεική πνευματικότητα επιζητούσαν να καθρεφτιστούν πλάι του ή στα «βιβλιαράκια» του (όπως ο ίδιος σύστηνε το έργο του).

 

Πάνω απ’ όλα όμως, ο εξουθενωμένος εαυτός της γραφής γλύκαινε από την οικογενειακή εστία (κι εδώ η Ράνια και ο Θανάσης υπήρξαν φυλαχτό και πυξίδα).

 

Το οξύμωρο και συνάμα εμψυχωτικό στην περίπτωση Παπαγιώργη είναι ότι αν και υπήρξε ο πιο αφανής συγγραφέας του καιρού μας, σε χώρους όπου υποτίθεται ότι ασκείται η επιρροή και διευρύνεται η δημοφιλία (συνέδρια, τηλεόραση, λογοτεχνικές πιάτσες), έγινε ο πιο επιδραστικός, επιβεβαιώνοντας εντέλει το βαθύ και παρατεταμένο άγγιγμα του αυθεντικού έργου σ’ ένα πλατύτερο κοινό.

 

Τώρα που το πένθος είναι ακόμη νωπό και η απουσία ισχυρή δεν μπορούμε να μιλήσουμε με τη νηφαλιότητα και την κριτική απόσταση που αξιώνει ένα έργο τόσο πολυσχιδές και απαιτητικό (ενίοτε συγκρουσιακό και αναθεωρητικό στους κόλπους του).

 

Για την ώρα ανασύραμε ένα παλαιό, και σχετικά άγνωστο κείμενο του Κωστή, ένα δύσκολο ενύπνιό του από τον τόμο «Παρά δήμον ονείρων» (Καστανιώτης, 1991), με αφορμή μια έκθεση που οργάνωσε η στενή του φίλη γκαλερίστα Ελισάβετ Σακαρέλη. Παράλληλα ζητήσαμε από τρεις αγαπημένους του φίλους να καταθέσουν μια ψηφίδα μνήμης για το πρόσωπο που έζησαν εκ του συστάδην: τον ποιητή Μιχάλη Γκανά, την πεζογράφο Ζυράννα Ζατέλη και τον σκηνοθέτη Νίκο Παναγιωτόπουλο.

 

Προσωπικά τον έχω μπροστά μου. Ενα ανοιξιάτικο βραδάκι του ’85, πιο γεμάτος, μυστακοφόρος και γκριζομάλλης, σφυρίζοντας ένα λαϊκό, κατέφθανε σπίτι μου με μια κοινή φίλη.

 

Γεια σου, Κωστή…

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=185798