- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Τρυφερότητα κάτω από κυνισμό και άρνηση

07/04/14 ART,ΘΕΑΤΡΟ,ΘΕΜΑΤΑ

Η Σάρα Κέιν ευτύχησε στον τόπο μας. Η παράσταση του Δημήτρη Τάρλοου διδάσκει το έργο ως ευθεία οδό από τον υλικό αβδηριτισμό στην πνευματική εξαΰλωση. Και αξίζουν συγχαρητήρια σε όλους τους ηθοποιούς, που δέχονται να παίξουν πέρα από τα όρια της κοινωνικής ασφάλειας

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

ΑΚΥΛΑΣ ΚΑΡΑΖΗΣΗΣ, ΛΕΝΑ ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣτα 23 της μόλις χρόνια (και εδώ που τα λέμε, σε ποια άλλη τάχα ηλικία μπορείς να γράψεις ένα τέτοιο έργο…) η Κέιν κατέκτησε με τα «Ερείπιά» της μερικά από τα πιο ζηλευτά ρεκόρ της παγκόσμιας δραματουργίας. Εφτασε ταυτόχρονα τη σόκιν βρετανική παράδοση της «οργισμένης γενιάς», τον νεορομαντισμό, το σύγχρονο μπαρόκ και τον τηλεοπτικό ναρκισσισμό της βίας στα πιο ακρινά, τα πιο θεαματικά και άγρια όριά τους. Σε ένα θέατρο που παραληρεί αφιονισμένο από την οσμή της ίδιας της σήψης του, η Κέιν κατέθεσε πολύ νέα, πολύ νωρίς και για πολύ λίγο την ένταση ενός κόσμου που διαλύεται, εκρήγνυται και βυσσοδομεί, διατηρώντας εντούτοις το φλέγμα και την αδράνειά του.

 

Αυτό το στοιχείο του έργου της είναι που θα με εκπλήσσει πάντα. Το σκληρό κουκούλι της εξωτερικής επιφάνειας που κλείνει, προστατεύει καλύτερα, τον μαλακό καρπό της ευαισθησίας του. Κάποιοι, για να φανερώσουν τον τρυφερό εαυτό τους, οφείλουν να τον καλύψουν πρώτα με τα δέρματα του κυνισμού και της άρνησης. Και όταν το κέντρο της σκέψης τους αποκαλύπτεται γυμνό και απροστάτευτο, απομένει ένα αθώο σώμα, μια σκέψη που αναζητά τα πράγματα στην πηγή τους.

 

Γεγονός είναι πως τα πρόσωπα της Κέιν παντού (και στα «Ερείπια») φλέγονται από την έλλειψη της αγάπης. Αυτό δεν θα ήταν και τόσο σπουδαίο για ένα θέατρο που πάντα κάτι τέτοιο περιέγραφε στα καλύτερά του, αν τώρα, στην Κέιν, αυτή η αγάπη δεν σήμαινε τόσο πολλά και με τόση δύναμη. Ο κόσμος των «Ερειπίων» οδηγεί πάλι σε αυτή τη μόνη, τη μοναδική Αγάπη με κεφαλαίο Α, σαν ιδεαλιστική στάση ζωής και ανώτερη αρετή, σαν τη μόνη και τελευταία δύναμη που συγκρατεί τον κόσμο.

 

Αν η Κέιν έγραφε για κάτι τέτοιο ευθέως στα 23 της, εν μέσω της δεκαετίας του ’90, θα ήταν έως και γελοίο. Αυτή όμως γράφει για έναν κόσμο που σκίζεται στα δύο χωρίς την Αγάπη -πάλι- ή μάλλον ξαναγράφει τα πρώτα μέρη του περίφημου Υμνου της, όταν ο Απόστολος μιλά για την ίδια Αγάπη αντιρρητικά, διά της αρνήσεώς της: «…αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί. Και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι». Και έτσι, αυτά τα πλάσματα της απόλυτης ψυχικής ένδειας, του απόλυτου εγωισμού, της απόλυτης κενότητας φλέγονται στην κόλαση του εδώ, μακριά από τη βαθιά γνώση, την ένωση και την κατανόησή τους.

 

Ετσι κάπως θα φαίνεται ο κόσμος από το ύψος ενός Σταυρού. Θέλω να πω ότι τα «Ερείπια» είναι ένα έργο, το τελευταίο στον 20ό αιώνα, υψηλής διαλεκτικής, φιλοσοφικού και πνευματικού στοχασμού, απόγονος όχι τόσο του ρεαλισμού ή του νατουραλισμού, αλλά της μεγάλης Ρομαντικής Σχολής. Τώρα πώς είναι δυνατόν αυτή η μεταφυσική να ξεκινάει από κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου (το ότι είναι πολυτελές κάνει τα πράγματα ακόμα πιο φτηνά), από τη σχέση αηδίας ενός απίθανου ζευγαριού κι από ένα ταβάνι που γκρεμίζεται με πάταγο είναι ζήτημα μεγαλοφυΐας. Το σκηνικό περνάει μέσα από τα ερείπια μιας μεγάλης έκρηξης, διαμελίζεται εντός του πολέμου και μέσω της εκπληκτικής σύλληψης του τέλους, την αυτοκτονία ενός στρατιώτη του Σκότους, τα πλάσματα της Κέιν αναλαμβάνονται στους ουρανούς, σταυρωμένα ανάποδα ίσως, τυφλωμένα κι ακρωτηριασμένα πιθανόν, αλλά λυτρωμένα, αναζητώντας διά της μαρτυρικής οδού τη Σωτηρία μας.

 

Εχω την εντύπωση ότι η Κέιν ευτύχησε πολύ στον τόπο μας, πως την κατανοήσαμε σωστά. Τώρα, στη νέα παράσταση του Θεάτρου Πορεία, ο μεταφραστής και σκηνοθέτης Δημήτρης Τάρλοου διδάσκει το έργο ως ευθεία οδό, που οδηγεί από τον υλικό αβδηριτισμό στην πνευματική εξαΰλωση. Μπροστά σε μια γιγάντια οθόνη που μεταδίδει εικόνες βίας του δυτικού κόσμου, από ένα ποδοσφαιρικό ματς μέχρι τις ειδήσεις της Ουκρανίας, οι τρεις ηθοποιοί της παράστασης παίζουν με την απουσία της αγάπης. Το δύσκολο στην Κέιν όμως είναι να παίζεις ό,τι βρίσκεται εκτός κειμένου, γεγονός που κάποτε ξεκινά από την ίδια την κοινωνική θέση του ηθοποιού. Δεν είναι απλό πράγμα για κανέναν να εκτίθεται με τέτοιο τρόπο κι ο ηθοποιός εκτός από επαγγελματίας είναι άνθρωπος με συγγενείς, γνωριμίες, φίλους και περίγυρο.

 

Ευκαιρία επομένως να εκφράσουμε τα συγχαρητήριά μας σε όσους δέχονται να παίξουν πέρα από τα όρια της κοινωνικής ασφάλειας. Ο Ακύλλας Καραζήσης και η Λένα Παπαληγούρα γίνονται κύμβαλα που αλαλάζουν κούφια από αγάπη. Και είναι και δικό τους επίτευγμα ότι στο τέλος με έναν παράξενο τρόπο, μπροστά σε εικόνες ερήμωσης και αναζήτησης που παίζουν στη μεγάλη οθόνη, μοιάζουν και οι δυο να έχουν δεχθεί μιαν ευλογία, να είναι με κάποιον τρόπο πλάσματα σοφά και τελειωμένα, όχι επειδή δέχθηκαν την Αγάπη, αλλά επειδή μαρτύρησαν εν τη απουσία της. Ο Μιχάλης Αφολάνιο είναι ασφαλώς εντυπωσιακός στην είσοδό του. Νομίζω ότι κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να ταρακουνήσει με τον ίδιο τρόπο την αστική δεκτικότητα. Και ο ίδιος γίνεται ακόμα πιο χαρισματικός όταν, στη συνέχεια, αποκαλύπτει πως ο έκπτωτος άγγελος που υποδύεται είναι μαζί εκπρόσωπος του μίσους και της χάριτος.

 

Μένω με κάποιες αντιρρήσεις για τη διάθεση εκ μέρους του σκηνοθέτη να μεταφερθούν στα «καθ’ ημάς» σημεία της γενικά πολύ καλής μετάφρασής του. Εξαιρετικά τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, όπως και η μουσική της Κατερίνας Πολέμη.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=187969