- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Ο Βιζυηνός του Μουλλά και ο Μουλλάς των «μαθητών» του

13/04/14 ART,ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ,ΘΕΜΑΤΑ

Γ. Μ. Βιζυηνός
«Στους δρόμους της λογιοσύνης. Κείμενα γνώσης, θεωρίας και κριτικής»
Φιλολογική επιμέλεια Παν. Μουλλάς, επιλεγόμενα–υπόμνημα Βενετία Αποστολίδου–Μαίρη Μικέ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2013, σελ. 796

 

«Νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική. Από τον Διαφωτισμό έως σήμερα»
Πρακτικά ΙΓ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης. Μνήμη Παν. Μουλλά»,
Εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη, Αθήνα 2014

 

Του Αριστοτέλη Σαΐνη

 

«”[..] διότι την τέχνην σας εν Ελλάδι την τρέφουσιν μόνο οι του νεκροταφείου κάτοικοι […]” Η τελευταία αυτή φράση απευθύνεται φυσικά στους μαρμαράδες-διακοσμητές των τάφων». Ετσι, με ένα έσχατο ανολοκλήρωτο σχόλιο σε τεχνοκριτικό δοκίμιο του Γ. Βιζυηνού, τελειώνει το δακτυλόγραφο της εισαγωγής του Παν. Μουλλά (1935-2010). Η επιδείνωση της υγείας του δεν επιτρέπει να ολοκληρωθεί η ογκώδης ανθολόγηση του μη φιλολογικού έργου του Βιζυηνού.

 

Με τους «Δρόμους της λογιοσύνης» ο Μουλλάς επιστρέφει στο αγαπημένο ελληνικό πνευματικό «τοπίο» του 19ου αιώνα, τις «ρήξεις και τις ασυνέχειες» του οποίου μελέτησε με κριτική εμμονή και αναγνωστική ευσυνειδησία στο μάκρος μιας ζωής. Μπορεί η κριτική του εγρήγορση να τον έστρεφε άλλοτε στο σήμερα και τη συγχρονική λογοτεχνική παραγωγή και άλλοτε στο παρελθόν και τον ελληνικό Διαφωτισμό, πάντοτε όμως επέστρεφε στον 19ο αιώνα. Αυτός είναι ο «βιότοπος» όπου ευδοκίμησε η γραφή του, εδώ πρωτοστράφηκε η κριτική ματιά του νεαρού ερευνητή (με τη διατριβή για τους Πανεπιστημιακούς Ποιητικούς Διαγωνισμούς), εδώ επιστρέφει η ώριμη ματιά του πανεπιστημιακού δασκάλου.

 

Από την εισαγωγή στα «Νεοελληνικά διηγήματα» του Βιζυηνού (Ερμής, ΝΕΒ, 1980) μέχρι σήμερα, ο Βιζυηνός αλλά και ο Ροΐδης αποτελούν –ο καθένας για διαφορετικούς λόγους– χαρακτηριστικά παραδείγματα του κρίσιμου 19ου αιώνα, στη ζωή και το έργο των οποίων δοκιμάζει ο μελετητής επαναληπτικά τις κριτικές του υποθέσεις. Το βιβλίο για τον Βιζυηνό ακολουθεί εξάλλου δύο σημαντικές εργασίες για τον Ροΐδη (2005, 2010).

 

Το κύκνειο βιβλίο του Μουλλά συμπληρώνει την εικόνα του ποιητή και διηγηματογράφου Βιζυηνού με αυτήν του μελετητή και θεωρητικού. Το συνολικό έργο του Θρακιώτη συγγραφέα αντιμετωπίζεται «σαν μια τριλογία που καθορίζεται από ένα σύνολο χωροχρονικών δεδομένων». Η φαναριώτικη ποίηση και οι μπαλάντες, τα διηγήματα και, τέλος, τα δοκίμια και οι μελέτες τού ανά χείρας τόμου τέμνονται από τον χρονότοπο της εποχής του και το δίπολο Ανατολή-Δύση, όπου η Αθήνα νοείται «ως η Ανατολή της Δύσης ή ως η Δύση της Ανατολής». Στο βάθος πεδίου ο άνθρωπος και η βιογραφία του, ο φαναριώτικος μαικηνισμός, οι σπουδές στο εξωτερικό και οι δυσκολίες επανένταξης στον ελληνικό χώρο.

 

Ο τόμος περιλαμβάνει τις πραγματείες «Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού», «Στοιχεία λογικής» και «Στοιχεία Ψυχολογίας» –που ο Μουλλάς αισθάνεται αναρμόδιος να σχολιάσει, αρκούμενος στην ελπίδα να βοηθήσουν «στην κατανόηση μιας εποχής που ο θετικισμός προελαύνει»–, τη βιβλιοκρισία σε βιβλίο συνυποψήφιου για έδρα στο Πανεπιστήμιο (Μαργαρίτου Ευαγγελίδου, «Ιστορία της θεωρίας της γνώσεως»), το λαογραφικού ενδιαφέροντος «Οι καλόγεροι και η λατρεία του Διονύσου εν Θράκη», το σημαντικό θεατρολογικό μελέτημα «Ερρίκος Ιβσεν», ειδολογική μελέτη της Μπαλάντας και των Τροβαδούρων («Ανά τον Ελικώνα»), επιλογή από τη συμβολή (28 λήμματα από ένα corpus 120) του Βιζυηνού στο «Λεξικόν» των «Μπαρτ & Χιρστ» –ένα αξεπέραστο συνθετικό έργο, που κατάφερε να «αισθητικοποιήσει στην Ελλάδα τη δυναμική ενός ιδεολογικού συστήματος με φιλοευρωπαϊκές και ταυτόχρονα εθνοκεντρικές συντεταγμένες»– και, τέλος, το προαναφερθέν τεχνοκριτικό δοκίμιο («Αι εικαστικαί τέχναι κατά την Α’ Εικοσιπενταετηρίδα της βασιλείας Γεωργίου Α’»), «υβριδικό» κείμενο, όπου παράλληλα με την εικόνα του ελληνικού εικαστικού χώρου ο Μουλλάς σχολιάζει τις αναφορές του Βιζυηνού στην «κολοκυνθολογική μονομαχία» Ροΐδη-Βλάχου και τους ποιητικούς διαγωνισμούς της εποχής.

 

Ο Μουλλάς επιλέγει τα κείμενα (όλα γραμμένα μεταξύ 1885-1892) και γράφει τα 2/5 ενός προλόγου που διακόπτεται απότομα. Οι Β. Αποστολίδου και Μ. Μικέ γεμίζουν «το πηγάδι της απουσίας». Με ευσυνειδησία και φιλολογική επάρκεια ολοκληρώνουν τη ματαιωμένη έκδοση. Τα «Επιλεγόμενά» τους εντάσσουν το βιβλίο στο συνολικό έργο του μελετητή, στην τριαντάχρονη ενασχόληση με το έργο του Βιζυηνού και στις απόπειρες ανασύνθεσης της ελληνικής πνευματικής ζωής των τελευταίων εργασιών (αθησαύριστα κείμενα του Ροΐδη, επιστολές του Φώτου Πολίτη, ξεχασμένο μυθιστόρημα του Γεράσιμου Βώκου κ.ά.) και, το πιο σημαντικό, υποδεικνύουν, με βάση σημειώσεις του συγγραφέα, πιθανούς δρόμους που θα ακολουθούσε ο ανολοκλήρωτος πρόλογος. Για παράδειγμα, οι σωζόμενες λεπτομερείς αποδελτιώσεις δείχνουν ότι η στάση του Βιζυηνού απέναντι στον Ρεαλισμό θα συμπλήρωνε τον σχολιασμό του Μουλλά στο δοκίμιο για τις εικαστικές τέχνες.

 

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ διαπρεπούς νεοελληνιστή, ο οποίος δίδαξε στο ΑΠΘ από το 1977 μέχρι το 2002 και ο τόμος που μόλις κυκλοφόρησε. Με αφορμή τα ερευνητικά και διδακτικά ενδιαφέροντα του τιμώμενου, αποτελεί ένα πανόραμα μελετών –διαφορετικών θεωρητικών αφετηριών και ερμηνευτικών στοχεύσεων– για ποικίλες εκφάνσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας και κριτικής από τα τέλη του 18ου αιώνα έως σήμερα. Οπως, πριν από λίγα χρόνια, η συναγωγή μελετών «Ο Λόγος της Παρουσίας» (Σοκόλης, 2005) ανέδειξε την πνευματική παρακαταθήκη του Πανεπιστημιακού Δασκάλου στους άμεσους μαθητές του, η παρούσα αποδεικνύει ότι το έργο του συνεχίζει να εμπνέει νέες γενιές φιλολόγων.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=189405