- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

«Ηρέμησα την Ιπέρ με ένα σκουλαρίκι»

25/04/14 ART,ΘΕΜΑ,ΘΕΜΑΤΑ

ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΜΠΕΡΓΚΕΡΗταν υποψήφιος για Οσκαρ με τη σπουδαία δουλειά του στη «Λευκή κορδέλα». Προσκεκλημένος των Ελλήνων συναδέλφων του, έδωσε ένα μάστερ κλας, στο οποίο δεν αναφέρθηκε μόνο στα μυστικά και τη φιλοσοφία του. Είπε ιστορίες από τον μεγάλο Αυστριακό σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς του

 

Της Νόρας Ράλλη

 

ΔΑΣΚΑΛΑ ΤΟΥ ΠΙΑΝΟΥ, 2001, ΙΖΑΜΠΕΛ ΙΠΕΡ,  ΜΠΕΝΟΥΑ ΜΑΖΜΕΛΚυκλοφορεί παντού με μία κάμερα στο χέρι, γιατί έτσι «εκπαιδεύεται συνεχώς». «Δεν είναι καταπληκτικό πόσο καλύτερος μπορείς να γίνεις με ένα τόσο δα πραγματάκι, όπως η ψηφιακή μηχανή;» μας λέει ο κορυφαίος διευθυντής φωτογραφίας, Κρίστιαν Μπέργκερ («Κρυμμένος», «H Δασκάλα του Πιάνου», «The Notebook»), μόνιμος συνεργάτης του Μίχαελ Χάνεκε. Από χθες είναι στην Αθήνα, με αφορμή διήμερο δωρεάν σεμινάριο για την τέχνη της διεύθυνσης φωτογραφίας, που διοργανώνει η Ενωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών. Μαζί του οι διεθνούς φήμης συνάδελφοί του Φαίδων Παπαμιχαήλ («Αι Ειδοί του Μαρτίου», «W», υποψήφιος για Οσκαρ για το «Νεμπράσκα» του Αλ. Πέιν) και Χάρης Ζαμπαρλούκος («Θορ», «Μάμα Μία», «Sleuth»).

 

Υποψήφιος για Οσκαρ για τη «Λευκή Κορδέλα» του Χάνεκε, ο Αυστριακός Κρ. Μπέργκερ, στα 69 του χρόνια, ακόμη «εκπαιδεύεται». «Τελευταία διαβάζω πολύ για τη φυσιολογία του εγκεφάλου» μας λέει. «Είναι σημαντικό για έναν διευθυντή φωτογραφίας να γνωρίζει πώς λειτουργεί το ανθρώπινο μάτι, πόση ώρα χρειάζεται για να συνηθίσει ο άνθρωπος στο σκοτάδι ή τι σοκ δέχεται ο οργανισμός, όταν από το σκοτάδι βγαίνει στο φως. Τόσο έχει εξελιχθεί η τεχνολογία, κι όμως το ανθρώπινο μάτι και μόνο είναι αυτό που θέτει τους κανόνες στη φωτογραφία». Ταυτόχρονα ξαναδιαβάζει και τον Δον Κιχώτη. «Δεν με επηρεάζουν τόσο οι ζωγράφοι, όπως πολλοί νομίζουν. Τα σπουδαία κείμενα είναι αυτά που με εμπνέουν. Γι’ αυτό και πρώτα θα διαβάσω το σενάριο της ταινίας και μετά θα κάνω το όποιο πλάνο δράσης».

 

Ευγενής και με καμία διδασκαλική υπεροψία, ξεκαθάρισε από την αρχή πως είναι πολύ συγκινημένος που βρέθηκε στην Αθήνα, καθώς είδε πρόσωπα γεμάτα προσδοκίες και όνειρα (αναφερόμενος στους συμμετέχοντες στο σεμινάριο): «Σκέφτηκα πόσο σημαντικά είναι τα όνειρα. Eίναι η πραγματικότητα του μέλλοντος. Οχι οι νέες μηχανές και τεχνολογίες. Ούτως ή άλλως, πάντα θα έχουμε παράπονα για το παρόν. Πάντα θα λέμε “τι καλά που ήταν παλαιότερα”. Να φανταστείτε, βρέθηκε ένας αιγυπτιακός πάπυρος που έλεγε ακριβώς το ίδιο. Οπότε, το μόνο μας όχημα είναι τα όνειρα».

 

Η αλήθεια είναι πως καθώς ο ίδιος πέρασε από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή, αφού δραστηριοποιείται στον χώρο ήδη από τα τέλη του ’60, γνωρίζει ακριβώς το πόσες κενές υποσχέσεις δόθηκαν από τις διάφορες τεχνικές εταιρείες. «Υπάρχει ακόμη πόλεμος ανάμεσά τους», δήλωσε. «Ωστόσο εγώ είμαι δημιουργός, όχι στρατιώτης της μιας ή της άλλης πολυεθνικής. Ενα μηχάνημα είναι καλό όχι βάσει των προδιαγραφών του, αλλά μόνο αν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες του δημιουργού. Το μέλλον θεμελιώνεται μόνο στην ευαισθησία και το ένστικτο του καλλιτέχνη, πέρα από τα τεχνολογικά επιτεύγματα».

 

Αν και θα περίμενε κάποιος ίσως να ακούσει κάτι διαφορετικό από τον άνθρωπο που ανακάλυψε μία εντελώς νέα τεχνική στη φωτογραφία του σινεμά (ονομάζεται «Cine Reflecting Lighting System»), ο Μπέργκερ εστίαζε στο ένστικτο του δημιουργού. «Πολλές φορές αρκεί να φορέσεις ένα λευκό πουκάμισο στον ηθοποιό και αυτό από μόνο του δρα ως ανακλαστήρας. Δεν απαιτούνται ακριβές λύσεις. Είναι απλή φυσική, παρατηρητικότητα και ένστικτο».

 

Δεν τον φοβίζει το χρώμα, αλλά ο χρόνος. «Το φως κινείται πλέον πιο γρήγορα στην ψηφιακή εποχή. Η οξύτητα των αποχρώσεων έχει αλλάξει. Μα αν μάθεις να διαχειρίζεσαι τον χρόνο, τότε το φως θα γίνει σύμμαχος. Θα χαίρεσαι το σύννεφο, που μπήκε μπροστά από τον ήλιο».

 

Θεωρεί το λευκό το πιο δύσκολο χρώμα: «Ο,τι και να βάλεις μπροστά από έναν λευκό τοίχο, πάντα θα φαίνεται πιο σκούρο. Πρέπει να δημιουργήσεις υφές γύρω του, αλλιώς κατακλύζει τα πάντα. Οπως στην Ελλάδα. Το φως σας είναι εκπληκτικό, αλλά δύσκολο στον χειρισμό του».

 

Στον Χάνεκε δεν βρίσκει βιαιότητα, ούτε καν σκληρότητα: «Φίλοι αναρωτιούνται πώς μπορώ να φωτίσω σκηνές τόσο σκληρές. Μα, δεν υπάρχει σκληρότητα στο Χάνεκε. Τα “βασανιστικά” γίνονται στο μυαλό του θεατή. Αυτή είναι και η ευφυΐα του. Οτι καταφέρνει και μας κάνει να νιώθουμε πιο έντονα από ότι βλέπουμε. Στο μυαλό του θεατή μεταφέρεται η εικόνα και μεταμορφώνεται σε συναίσθημα».

 

Αν κάτι τον έχει δυσκολέψει είναι η σχέση με τους συνεργάτες του: «Ο καθένας έχει τις εμμονές του και όταν πάνε να μου διορθώσουν τη χρωματική μου παλέτα, θυμώνω. Αντιδρώ όταν οι art directors θέλουν να φορτώνουν τον χώρο με αντικείμενα. Προτιμώ τη λιτότητα. Οσο πιο λακωνικό ένα πλάνο, τόσο και πιο καθαρό». Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, πώς έδεσε τόσο καλά με τον Χάνεκε.

 

Οσο για τους ηθοποιούς, του πήρε καιρό να τους καταλάβει. «Οταν γυρίζαμε τη “Δασκάλα του πιάνου” η Ιζαμπέλ Ιπέρ μόλις είχε τελειώσει μία ιστορική ταινία, μεγάλη παραγωγή, και η δική μας της φάνηκε φθηνή. Αδειοι χώροι, λιτά πλάνα, νόμιζε πως την κοροϊδεύουμε. Καθόταν το πρωί μπροστά από τον καθρέφτη του μακιγιάζ και μου έλεγε “Κοίτα με. Είμαι μια χαρά έτσι”. Αλλά ο καθρέφτης είχε φωτάκια γύρω γύρω. Δεν ήταν δυνατόν να τη φωτίζω συνέχεια έτσι. Ωστόσο, είχε κάθε δικαίωμα να έχει τους φόβους της. Αλλά μου πήρε χρόνια να καταλάβω πως ο ηθοποιός, ακόμα και για 20 δευτερόλεπτα στη σκηνή, εκτίθεται απόλυτα. Οταν της είπα να βάλει ένα μικρό, χρυσό, διακριτικό σκουλαρικάκι – ώστε να έχω τρία πράγματα που να λάμπουν, μαζί με τα μάτια της – ηρέμησε και αφέθηκε στον ρόλο της. Η εμπιστοσύνη είναι το παν».

 

[email protected]

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=192441