- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Ενα βιβλίο που δίνει… ζωή
05/05/14 ΕΛΛΑΔΑ
Σε λίγες σελίδες αποτυπώνεται η οδύσσεια μιας οικογένειας από το Αφγανιστάν σε σκίτσα, φωτογραφίες και κείμενα. Τα έσοδα από το βιβλίο θα καλύψουν τα δικαστικά έξοδα του πατέρα, που θα κάτσει στο εδώλιο στη Μυτιλήνη ως «διακινητής μεταναστών»
«Μας πετάξανε στη θάλασσα. Τον Σενταρά τον έπαιρνε το κύμα κι εγώ έλεγα «έχασα τον άντρα μου, τώρα θα χάσω και τα παιδιά μου»
«Από το Αφγανιστάν φύγαμε στο Πακιστάν, στην πόλη Κουέτα. Μετά, πήγαμε με διακινητή στην Τεχεράνη και βρήκαμε άλλο διακινητή να μας φέρει στην Τουρκία. Οταν φτάσαμε εκεί, μας τελείωσαν τα λεφτά
Της Αντας Ψαρρά
Τέσσερα προσφυγόπουλα με μια μητέρα που αγνόησε καθεστώτα, φόβο και απόλυτη ανασφάλεια, περιμένουν σήμερα την ώρα που θα ξανασμίξουν με τον «διακινητή» πατέρα και σύζυγο, ο οποίος δικάζεται στη Μυτιλήνη. Γιατί πάντα πρέπει να υπάρχει ένας διακινητής κι ας μην υπάρχει συνήθως ούτε διερμηνέας, γιατί οι Αρχές πρέπει να δοκιμάσουν τα όρια του ανθρώπινου πόνου, ώστε να «σιγουρευτούν» ότι πιάνουν τους… κακούς. Κι όσο για το ενδεχόμενο λάθος ή το άδικο; Δεν βαριέσαι, ο πρώτος θα ’ναι ή ο τελευταίος πρόσφυγας που θα βρει την τύχη του στα ελληνικά μπουντρούμια;
Ο Δημήτρης Κουζινόγλου, συνήγορος του Ζακχάλ Ατζμάλ, μίλησε για την αθωότητα του πελάτη του στην «Εφ.Συν.»: «Ο άνθρωπος γυρνούσε πίσω στην Τουρκία, για να βρεθεί δίπλα στην οικογένειά του που δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στη βάρκα. Ούτε οδηγούσε τη βάρκα που ανατράπηκε ούτε φυσικά ήταν διακινητής. Είναι άλλο ένα θύμα μιας παγιωμένης πια κατάστασης, όπου πάντα κάποιος πρέπει να κατηγορηθεί ως διακινητής».
Το χρονικό
Ο Ζακχάλ, στις 9/7/2013, στην αγωνία του να επιστρέψει πίσω στα παιδιά του, βρέθηκε μέσα στη θάλασσα, αφού ανετράπη -έπειτα από καταδίωξη- η βάρκα στην οποία επέβαινε, και αμέσως συνελήφθη μαζί με άλλο ένα άτομο και κρατείται στις φυλακές. Το πώς ανετράπη η βάρκα δεν θα γίνει και δεν γίνεται ποτέ γνωστό. Ωστόσο, οι βίαιες «επαναπροωθήσεις» είναι άλλη μία μαύρη λίστα συμβάντων που κηλιδώνουν ασταμάτητα την Ελλάδα.
Η ιστορία της οικογένειας που ξεκίνησε από το Αφγανιστάν ξεδιπλώνεται τώρα με τις αφηγήσεις και τις ζωγραφιές τεσσάρων παιδιών και της μητέρας τους μέσα στο βιβλιαράκι που εκδόθηκε για να καλυφθούν τα έξοδα του δικηγόρου και της δίκης. Ολοι φιλοξενούνται -ύστερα από έναν απίστευτο γολγοθά- στο ΠΙΚΠΑ. Το Χωριό τού Ολοι Μαζί στη Μυτιλήνη τούς βοήθησε, ενώ με μεγάλη χαρά τα παιδιά τώρα πηγαίνουν και στο σχολείο.
«Για να μαζέψουν λεφτά, κάποια μέρα ρώτησαν αν μπορούν να βγούνε στη Μυτιλήνη να μαζέψουν σκουπίδια, πλαστικά μπουκάλια, να τα πουλήσουν για τα έξοδα του δικαστηρίου του πατέρα τους. Σκεφτήκαμε ότι ήταν καλύτερο να κάνουμε ένα βιβλίο όλοι μαζί με την ιστορία τους και να το πουλάνε. Τις επόμενες μέρες καθίσαμε με την Παστού (μητέρα) και τον μεγάλο γιο, τον Κανταρά, και γράψαμε την ιστορία τους. Συγχρόνως, τα τρία μικρά κάθονταν μαζί μας και ζωγράφιζαν αυτά που ξανάρχονταν στη μνήμη τους. Η ιδέα ότι όλοι μαζί κάνουμε κάτι για τον πατέρα τους τους έδωσε κουράγιο. Αγοράστε, λοιπόν, αυτό το βιβλίο, για να μπορέσει ο πατέρας να έχει δικηγόρο που να γνωρίζει την ιστορία του και να τον υπερασπιστεί σωστά. Και ελάτε στη δίκη του! Να μην αφήσουμε την οικογένεια μόνη!».
Αφηγήσεις-σοκ
Κανταρά: «Από το Αφγανιστάν φύγαμε στο Πακιστάν, στην πόλη Κουέτα. Μετά, πήγαμε με διακινητή στην Τεχεράνη και βρήκαμε άλλο διακινητή να μας φέρει στην Τουρκία. Οταν φτάσαμε εκεί, μας τελείωσαν τα λεφτά. Εγώ με τ’ αδέλφια μου και οι γονείς μας κοιμόμαστε στο πάρκο. Ο πατέρας βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο που ράβουνε ρούχα. Βρήκαμε ένα μικρό σπίτι με 200 λίρες, με μπάνιο και τουαλέτα. Ηταν υπόγειο και βρομούσε.
»Βρήκε δουλειά και η μάνα μου αλλά τα λεφτά πάλι δεν έφταναν και θέλαμε να έρθουμε στην Ευρώπη. Τότε η μάνα μου είπε να πιάσω και εγώ δουλειά. Πήγα σε ένα εργοστάσιο για ρούχα, αλλά επειδή ήταν πολύ δύσκολη η δουλειά, την άφησα μετά από λίγες ημέρες. Και ξεκίνησα να μαζεύω σκουπίδια, σίδερα και πλαστικά. Περίπου 150 κιλά βάρος μαζεύαμε με τα αδέλφια μου και τα σέρναμε με το καρότσι. Οταν φτάναμε σπίτι, πίναμε δύο μπουκάλια νερό από την κούραση.
»Μετά από τρεις μήνες, μαζέψαμε λεφτά, μιλήσαμε με το διακινητή για να έρθουμε στη Λέσβο. Φτάσαμε στην παραλία, στην Τουρκία, και ήταν εκεί κόσμος από διάφορες χώρες, πολύς κόσμος στην παραλία. Χάσαμε τον πατέρα μου. Καθίσαμε εκεί που ήμασταν και περιμέναμε. Φοβόμασταν κι αναρωτιόμασταν τι έγινε; πέθανε; Απ’ το μυαλό μου πέρασαν διάφορα: τον πήρε ο διακινητής; τον πήρανε οι Κούρδοι; Κλαίγαμε συνέχεια».
Συνεχίζοντας, ο Κανταρά περιγράφει πώς τους συνέλαβαν ενώ έψαχναν τον μπαμπά τους και τους έκλεισαν στη φυλακή για 15 μέρες. «Πήγαμε στην Ιστανμπούλ κι εκεί μάθαμε ότι ο μπαμπάς ζει κι ότι πιάστηκε στη Μυτιλήνη σαν διακινητής». Του επέτρεψαν μετά από μισό μήνα να πάρει τηλέφωνο τη γυναίκα του και τους διηγήθηκε το πώς τον είχαν βάλει με το ζόρι σε μια βάρκα, λέγοντάς του ότι θα ακολουθούσε μετά άλλη βάρκα με την οικογένειά του. Αυτός θέλησε να γυρίσει πίσω, αλλά τελικά αναποδογύρισε η βάρκα και μετά τον συνέλαβαν σαν διακινητή.
Η διήγηση της μητέρας είναι ποταμός. Ενας ποταμός με βάσανα και μια απελπισμένη προσπάθεια επιβίωσης.
Παστού: «Στην Τουρκία δεν είχαμε λεφτά. Είχα κάτι σκουλαρίκια, τα πουλήσαμε. Ηταν της κόρης μου τα σκουλαρίκια, που πούλησα. Εκλαιγα πάρα πολύ και ο κόσμος ρωτούσε “Γιατί κλαις;”. Δεν καταλάβαινα τη γλώσσα τους. Και ο άντρας μου έκλαιγε, όλοι μας κλαίγαμε. Δεν είχαμε λεφτά ούτε για να πάρουμε τηλέφωνο στο Αφγανιστάν, να τους πούμε ότι φτάσαμε στην Τουρκία. Μια γυναίκα είπε στον κόσμο: “Είναι Αφγανοί!”. Και μαζέψανε οι άνθρωποι μακαρόνια, ρύζι και μας φέρανε. Μας βοηθήσανε».
Συνεχίζει: «Οποιος έμπαινε μέσα στο σπίτι, σκέπαζε με το χέρι το στόμα και τη μύτη του, γιατί βρομούσε. Τα βράδια μαζεύαμε σκουπίδια όλη η οικογένεια και ο άντρας μου έλεγε να μην πηγαίνω μαζί, γιατί είναι ντροπή να το κάνει αυτό μια γυναίκα, κι εγώ σταμάτησα, αλλά η δουλειά δεν είναι ντροπή. Μια φορά είδαμε φαγητά που ήτανε καθαρά, ψωμί που φαινόταν φρέσκο και το πήραμε να το φάμε. Μαζεύαμε τα λεφτά, για να έρθουμε στην Ευρώπη. Στην παραλία τον φώναξαν να βοηθήσει να μπει ο κόσμος στη βάρκα κι εκεί μέσα στον κόσμο τον χάσαμε».
Περιγράφει το πώς τη συνέλαβαν με τα 4 παιδιά. Και μετά ήρθε η σκληρή δουλειά στην Κωνσταντινούπολη τζάμπα για ένα μήνα, οπότε θα την πλήρωναν. Ο αδελφός της έστειλε κάποια λεφτά και -με ό,τι μάζεψαν- πλήρωσαν, για να έρθουν στον άντρα της στην Ελλάδα. «Περιμέναμε στο δάσος. Εκανε πολύ κρύο, δεν είχαμε τίποτα να βάλουμε πάνω μας».
Μπήκαν στη βάρκα κι έφτασαν στις ακτές της Μυτιλήνης. «Μας πετάξανε στη θάλασσα. Τον Σενταρά τον έπαιρνε το κύμα κι εγώ έλεγα “έχασα τον άντρα μου, τώρα θα χάσω και τα παιδιά μου”. Μας ρίξανε όλους μέσα στη θάλασσα και ένας άντρας βοήθησε και μας έβγαλε όλους έξω. Ηρθε να τραβήξει εμένα, του είπα “όχι εμένα, το παιδί μου πήρε το κύμα εκεί πέρα” και πήγε και το έφερε. Δεν είχε τουμπάρει η βάρκα, ο ίδιος ο διακινητής μάς είπε να πηδήξουμε. Λέω “εδώ είναι νερά, είναι θάλασσα, δεν ξέρουμε να κολυμπήσουμε”. Μας είπε “τώρα θα έρθει η αστυνομία” και μας έσπρωξε στο νερό. Και μένα με πέταξε».
Στην ακτή μετά από περπάτημα στα βουνά έφτασαν στην πόλη. Η αστυνομία τούς πληροφόρησε ότι ο άντρας της ήταν στην Αθήνα στο νοσοκομείο άρρωστος. Τον βρήκαν και έμειναν μαζί του στον διάδρομο τρεις μέρες. Τελικά η αστυνομία τον ξαναπήρε, με τη μητέρα να κλαίει και να απομένει εκεί μόνη με τα παιδιά.
Περιγράφει τη φρίκη με τους Ταλιμπάν. Ο άντρας της ήταν μαζί τους, αλλά ήθελε να ξεκόψει και τον απειλούσαν, γι’ αυτό κι έφυγαν. «Φύγαμε για τα παιδιά. Να μην τους συμβεί τίποτα κακό, να ζήσουνε ειρηνική ζωή και να πάνε σχολείο. Το λιγάκι φαγητό το βρίσκουμε παντού. Αφήσαμε πίσω μας ολόκληρη την οικογένειά μας για το μέλλον των παιδιών μας. Αυτό ήτανε. Σας ευχαριστώ…».
Τα παιδιά πάνε τώρα σχολείο στη Μυτιλήνη και διαμένουν στο ΠΙΚΠΑ. Ολα αποτυπώνονται στα σκιτσάκια τους που περιέχονται στο βιβλιαράκι…
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=195028
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε