- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Ολοι προέβλεπαν την κρίση αλλά δεν έκαναν τίποτε

02/06/14 Άρθρα,ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

ΒΙΚΤΩΡΑ ΝΕΤΑΣΤου Βίκτωρα Νέτα

 

Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, με τα μηνύματα της κάλπης, έδειξε συνολικά τα προβλήματα της Ελλάδας. Προπαντός, όμως, έδειξε τα γενικότερα προβλήματα λειτουργίας και συνοχής του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, που φτάνουν στην αμφισβήτηση της Ενωσης, έως και στον κίνδυνο διάλυσής της, αν συνεχιστεί η αύξηση του ποσοστού των ευρωσκεπτικιστών και η συρρίκνωση του ποσοστού των ευρωπαϊστών. Η πολιτική της λιτότητας και η όλη αντιλαϊκή συμπεριφορά των χρηματιστών και τραπεζιτών και γενικότερα των οικονομικών παραγόντων, που έχουν τον πρώτο λόγο στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με τους πολιτικούς να ακολουθούν, οδήγησαν στην αύξηση της ανεργίας, ιδίως των νέων, στη μείωση των εισοδημάτων όχι μόνο των εργαζομένων και συνταξιούχων, αλλά και της μεσαίας τάξης, και στην καθήλωση σε χαμηλά ποσοστά της ανάπτυξης.

 

Ολα αυτά προκάλεσαν την έντονη λαϊκή δυσφορία και την αντίδραση, που εκδηλώθηκε με την υπερψήφιση των ακροδεξιών κομμάτων ή με αποχή από τις κάλπες. Οι μισοί Ευρωπαίοι δεν πήγαν να ψηφίσουν. Ιδιαίτερα προβληματίζει όλους τους προοδευτικούς δημοκρατικούς Ευρωπαίους η ανάδειξη στη Γαλλία του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν σε πρώτο κόμμα με το 25% των ψήφων και 24 έδρες, ενώ στις προηγούμενες ευρωεκλογές είχε μόλις 3 έδρες. Την έντονη ανησυχία του 65% των Γάλλων γι’ αυτό το αποτέλεσμα κατέγραψε δημοσκόπηση που διενεργήθηκε πριν από μερικές μέρες.

 

Με αυτά τα αποτελέσματα, που θα πρέπει να προβληματίσουν ακόμη και τη γερμανική κυβέρνηση της κ. Ανγκελα Μέρκελ, η οποία έχει το μεγαλύτερο μέρος ευθύνης για τη λιτότητα, δεν μπορεί να περιμένει κανείς να καλύψει η Ευρωπαϊκή Ενωση το τεράστιο δημοκρατικό έλλειμμα που έχει στη λειτουργία της και να επικυρώσει το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, ώστε να κυβερνηθεί δημοκρατικά.

 

Ο προοδευτικός δημοκρατικός κόσμος περίμενε στις ευρωεκλογές αυτές να υπερψηφιστούν τα κόμματα της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς, για να αλλάξει η πολιτική της λιτότητας, της ανεργίας και της εξαθλίωσης. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή στροφή προς τη Δεξιά και την Ακροδεξιά με ψήφο διαμαρτυρίας και οργής, οπότε δεν μπορεί να περιμένει κανείς βήματα εκδημοκρατισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το μόνο που απομένει είναι να κινητοποιηθούν τα προοδευτικά κόμματα, να συνεργαστούν και να ενισχυθεί το ρεύμα των ευρωπαϊστών με εκστρατεία ενημέρωσης. Τίθεται, όμως, το ερώτημα: Υπάρχουν σήμερα στην Ευρώπη πολιτικοί με κύρος και όραμα για να οργανώσουν την εκστρατεία σωτηρίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Δυστυχώς δεν υπάρχουν και γι’ αυτό η ευθύνη περνάει στην ανήσυχη πνευματική ηγεσία και στην ηγεσία του συνδικαλισμού, σε όσους δεν συμπορεύονται με τους ευρωσκεπτικιστές.

 

Το ελληνικό πρόβλημα είναι συνδεδεμένο με το ευρωπαϊκό, διότι έχει και η Ευρωπαϊκή Ενωση τις ευθύνες της για την κρίση. Την κύρια ευθύνη, ωστόσο, έχουν όλες οι κυβερνήσεις και τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα από το 1961 ώς τις μέρες μας. Η Ελλάδα κατέθεσε αίτηση για σύνδεση με την ΕΟΚ τον Φεβρουάριο του 1959 και η Συμφωνία Σύνδεσης υπεγράφη στις 9 Ιουλίου 1961. Προηγήθηκαν πολυήμερες εξαντλητικές συζητήσεις στη Βουλή. Ολα τα κόμματα, πλην της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), τάχθηκαν υπέρ της σύνδεσης, αλλά προειδοποίησαν προφητικά για τον κίνδυνο κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας εάν δεν γινόταν μεγάλη προσπάθεια ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού της, ώστε να μπορεί να ανταγωνιστεί τις οικονομίες των ανεπτυγμένων χωρών της ΕΟΚ.

 

Ιδιαίτερα χαρακτηριστική ήταν η προειδοποίηση του Γεωργίου Μαύρου με αγόρευσή του στη Βουλή στις 3 Μαΐου 1961. Είπε ότι είναι δυνατόν η σύνδεση να αποβεί σωτήρια για το έθνος, αλλά εξίσου είναι δυνατόν να καταλήξει σε εθνική συμφορά, εάν η οικονομία πηγαίνει με τον σημερινό ρυθμό. Και υπογράμμισε: «Ως έχουν σήμερον τα πράγματα οι πιθανότητες είναι πολύ περισσότερες να καταρρεύση η εθνική οικονομία». Σε άλλη αγόρευσή του στις 22 Φεβρουαρίου 1961 είπε ότι ένας μεγάλος κίνδυνος που απειλεί τη χώρα και την οικονομία της είναι η μετανάστευση, που θα ακολουθήσει την ένταξη στην Κοινή Αγορά. Καμία δύναμη δεν θα συγκρατήσει τον πληθυσμό από το να φύγει στο εξωτερικό για να πετύχει μεγαλύτερα ημερομίσθια.

 

Ο Γεώργιος Παπανδρέου σε αγόρευσή του στις 19 Ιουνίου 1961 είπε: «Δεν χαιρετίζομεν ως ευφρόσυνον γεγονός τη σύνδεσιν με την Κοινήν Αγοράν. Είναι συμμετοχή εις το άθλημα. Είναι συμμετοχή εις ένα σκληρότατον αγώνα ζωής και θανάτου, αυτό σημαίνει η σύνδεσις με την Κοινήν Αγοράν. Οταν μια καθυστερημένη χώρα εισέρχεται εις την ιδίαν οικονομικήν οικογένειαν με χώρας ανεπτυγμένας, είναι εύλογος η ανησυχία ότι θα εκτεθεί εις βαρύτατον κίνδυνον. Μόνον αν γίνει σταυροφορία είναι δυνατή η σωτηρία της χώρας».

 

Ο Παναγής Παπαληγούρας, υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση Κων. Καραμανλή, σε αγόρευσή του στις 25 Ιανουαρίου 1962 θα πει: «Από όλους μας, από την κυβέρνησιν και την αντιπολίτευσιν, από τας παραγωγικάς τάξεις και από τους εργαζομένους εξαρτάται εάν θα αποδειχθή η σύμβασις σταθμός προς οικονομικάς επιτεύξεις πρωτοφανείς, ή εάν αντιθέτως θα γίνει αρχή μεγάλων οδυνών».

 

Ο τότε πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής απαντώντας στις επικρίσεις για τις κυβερνητικές ευθύνες είπε στη Βουλή στις 31 Ιανουαρίου 1962: «Το θέμα της Κοινής Αγοράς είναι κατά 20% θέμα κυβερνητικής ευθύνης και κατά 80% θέμα των 8,5 εκατομμυρίων Ελλήνων. Εξαρτάται περισσότερον από την πείραν, την οργάνωσιν και την προθυμίαν του λαού και των παραγωγικών τάξεων».

 

Οι προειδοποιήσεις έπεσαν στο κενό.

 

[email protected]

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=203047