- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Χαμένος στον Αμαζόνιο ΙΙ

23/06/14 Mετέωρος,ΣΤΗΛΕΣ

Από την αιώρα μου στην όχθη του ποταμού εξακολουθώ να σκαλίζω τις παλιές σημειώσεις, συμφώνως με τις οποίες ο νεαρός Νικάνωρ δεν γλίτωσε τη φθινοπωρινή μπόρα εποχούμενος στο παπί στην οδό Πατησίων. Κατέφθασε έτσι στα γραφεία της «Προχθεσινής» για να δείξει τα ρεπορτάζ του στον αρχισυντάκτη Μπρη βρεγμένος ώς το μεδούλι, ήτοι σε κακό χάλι.

 

Ο Ανδρέας Μπρης ανήκε στους γαζετατζήδες παλαιάς κοπής. Απέπνεε τη σιγουριά του ανθρώπου που ξέρει καλά τη δουλειά του και αναλαμβάνει πρόθυμα ο ίδιος την ευθύνη του όποιου λάθους, αντί να την φορτώνει ανενδοίαστα στους συνεργάτες του. Ηταν ψηλός και ανετσούμπαλος, με δεμένες αλογοουρά όσες τρίχες απέμεναν στο πίσω μέρος της κεφαλής του. Το θεληματικό του πιγούνι κρυβόταν κάτω απ’ αραιά, ψαρά γένια που του γρατσουνούσαν τα μάγουλα και το σαγόνι, μάλλον ως απότοκο της βαριεστιμάρας να ξυριστεί, παρά της φιλοδοξίας να αφήσει μούσι. Το πλατύ του μέτωπο υπογραμμιζόταν από δασιά, κατάμαυρα φρύδια που έκαναν αδρότερη την καμπύλη της γαμψής του μύτης. Μια λοξή μαχαιριά χάραζε το στόμα του, επουλωμένη από λεπτοφυή, ανεπαίσθητα χείλη. Οι σακούλες κάτω απ’ τα μελιά του μάτια έδιναν βαθύτερες εκτάσεις σ’ ένα βλέμμα άλλοτε απροσπέλαστο και αυστηρό, κάποτε συγκαταβατικό και σπινθηροβόλο, με παιδική σχεδόν ζωτικότητα και πάντοτε χαμογελαστό κι ονειροπόλο.

 

Το κεραμιδί ξεφτισμένο πουκάμισο ριχνόταν σαν τσουβάλι απ’ τις κυρτές πλάτες του ώς τον καβάλο του παντελονιού, απ’ όπου εξείχε τσαλακωμένο σε κακό χάλι. Μπροστά, ανάμεσα στις τιράντες, ξεπρόβαλε μια ευμεγέθης, μυτερή κοιλιά, υπενθυμίζοντας την αφειδώλευτη χρήση αλκοόλ εν ώρα εργασίας και κυρίως από το τέλος της μέχρι νωρίς το πρωί.

 

Ο Νικάνωρ τον κοιτούσε με το δέος μαθητή της πρώτης Δημοτικού προς τον βλοσυρό δάσκαλο, αφού γνώριζε πως το μέλλον του στη δημοσιογραφία εξαρτάται, εν πολλοίς, από τη βούληση τούτου του στριφνού εξηντάρη. Επειτα από αρκετή ώρα, ο Μπρης έσυρε το βήμα μέχρι την πόρτα και του έγνεψε να περάσει.

 

«Μου μίλησε ο Πελοπίδας για σένα, παιδί μου. Ζήτησες, λέει, να με δεις. Λοιπόν σε ακούω», είπε κοφτά ενώ καθόταν στην αναπαυτική πολυθρόνα του.

 

«Εχω δουλέψει μερικά κείμενα και νομίζω ότι αξίζουν την προσοχή σας», κατόρθωσε να ψελλίσει εκείνος, καθώς του έτεινε διστακτικά τον φάκελο που δεν είχε στεγνώσει ακόμη καλά καλά. (Συνεχίζεται…)

 

Μετέωρος [email protected]

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=209353