- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Μια τίμια συνθήκη ειρήνης

06/07/14 ART

Δέκα πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς, δέκα καλοκαιρινά διηγήματα

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Μετά τον Ιάκωβο Ανυφαντάκη, τη Χριστίνα Καράμπελα και τον Αλέξανδρο Κυπριώτη τη σκυτάλη παίρνει ο Γιάννης Τσίρμπας.

 

Του Γιάννη Τσίρμπα

 

tsirmpas [1]Εχουν περάσει είκοσι χρόνια. Κάθε φορά που σκέφτομαι εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα αισθάνομαι ότι κάνω μια μικρή παρασπονδία και νιώθω μια ανεπαίσθητη, αλλά αυθεντική θλίψη. Οχι νοσταλγία, θλίψη.

 

Γιατί είναι παρασπονδία να δραπετεύω μυστικά από τη γυναίκα και τις κόρες μου και να σκέφτομαι μια άλλη γυναίκα επί τόσο μεγάλο διάστημα, με τόσο μεγάλη συνέπεια. Ομως, με αυτή τη θλίψη που επιβιώνει μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια έχω συνάψει μια τίμια συνθήκη ειρήνης. Της υποσχέθηκα να της επιτρέπω να υπάρχει χωρίς μεγάλη καταπίεση και αυτή δεσμεύτηκε να κυλάει αργά και να μη με συντρίψει ξαφνικά κάποιο ανυποψίαστο πρωινό, ξεσπώντας ανεξέλεγκτη με εικοσάχρονη ορμή. Ειδικά κάτι πρωινά σαν το σημερινό, πρώτη μέρα διακοπών, σε ένα σπίτι που αντηχούσε ετοιμασίες και γέλια και κούραση και ανυπομονησία.

 

Δεν είμαι ο τύπος ανθρώπου που απολαμβάνει τα ταξίδια. Με κουράζουν τα οργανωτικά, η μετάβαση, οι αναπάντεχες ταλαιπωρίες, η αναμονή. Και η πρώτη μέρα. Η μεταβατική, όπου τα πάντα είναι άνω κάτω, οι άνθρωποι ξεθεωμένοι, μισοί εδώ και μισοί πίσω. Χωρίς προσανατολισμό. Νοσταλγούν ήδη το μέρος που θα επισκεφτούν και το πόσο καλά θα περάσουν. Την πρώτη μέρα είναι που θρηνεί κανείς περισσότερο για το τέλος των διακοπών του. Αυτή η αναρχία της έναρξης ενός ταξιδιού, η ραφή αρχής και τέλους, η παντελής έλλειψη δομής μπορούν να με τσακίσουν. Ποτέ δεν έχω κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ διακοπών. Η γυναίκα μου νομίζει ότι είναι από την προσμονή.

 

Κάθομαι στο τιμόνι άυπνος, περιμένοντας να έρθει η σειρά μου να μπω στο φέρυ. Τα κορίτσια με τη μητέρα τους έχουν προχωρήσει. Κάνει ζέστη. Οι κουμανταδόροι δίνουν οδηγίες στα προπορευόμενα αυτοκίνητα. Κάποιος κάνει μια λάθος κίνηση και προκαλεί γενικό εκνευρισμό και φωνές. Μπλοκάρουμε.

 

Ενα νέο παιδί με μοτοσικλέτα κρατάει το εισιτήριο ανάμεσα στα δόντια. Είμαι σίγουρος ότι το θέαμα φαίνεται περίεργο σε κάποιους. Οποιος έχει οδηγήσει μηχανή, όμως, ξέρει ότι όταν είναι να μπεις στο πλοίο και πρέπει να κρατάς το γκάζι και το συμπλέκτη με πρώτη ταχύτητα για να ανέβεις τη ράμπα της μπουκαπόρτας, δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Κρατάς το εισιτήριο στο στόμα σου. Ο υπάλληλος το τραβάει και το σκίζει. Το υπόλοιπο μένει ανάμεσα στα δόντια του νεαρού που γκαζώνει.

 

Θυμάμαι τη στυφή γεύση του χαρτιού στο στόμα, ανακατεμένη με την αλμύρα. Το αριστερό μου χέρι στο συμπλέκτη, το δεξί στο γκάζι. Αλλά δεν έχω το εισιτήριο ανάμεσα στα δόντια. Τα κρατάει εκείνη. Γαντζωμένη πίσω μου, ταραγμένη από τη διαδρομή που μόλις έχει τελειώσει, την αδρεναλίνη, τον τρόπο που οδηγεί μηχανή ένας εικοσιτριάχρονος. Φυσάει πολύ. Μελτέμια. Αλλά καθόμαστε έξω. Σε ένα ξύλινο πάγκο. Αγκαλιά. Είναι από αυτούς που είναι φτιαγμένοι με τρεις χοντρές πορτοκαλί γυαλιστερές τάβλες, με τουλάχιστον μια παλάμη κενό μεταξύ τους και πολλές στρώσεις μπογιάς. Εκείνη διψάει και φεύγει να φέρει νερό και για τους δυο μας. Μένω μόνος και χαζεύω τους γλάρους που μας ακολουθούν και βουτάνε πού και πού στα απόνερα που αφήνει το πλοίο. Αυτή ακριβώς είναι η στιγμή της θλίψης. Και η επόμενη, που είδα με την άκρη του ματιού μου τη σκιά της πίσω μου, να ξεπροβάλλει από τις σκάλες. Μια σκιά φτιαγμένη από ένα φουστάνι, κορδόνια από φοιτητική τσάντα και μια κοτσίδα. Με αγκαλιάζει από πίσω, με φιλάει στο μάγουλο και μου δίνει ένα μπουκάλι νερό.

 

Σήμερα περάσαμε το ταξίδι με παλαμάκια, αστεία και παγωτά. Κάποια στιγμή η μεγάλη έβαλε τα κλάματα γιατί η μικρή τη χτύπησε. Είχε θάλασσα. Εριξα μερικές ματιές στην τηλεόραση, όταν δεν είχε παράσιτα. Οταν φτάσαμε, ακολούθησαν το γνωστό τελετουργικό, βγήκαν μόνες τους και με περίμεναν λίγα μέτρα από την έξοδο του λιμανιού. Εβγαλα το αυτοκίνητο από το καράβι και, αργά, κάνοντας σλάλομ ανάμεσα από διάσπαρτους τουρίστες, ιδιοκτήτες ενοικιαζόμενων δωματίων και λιμενικούς, σταμάτησα δίπλα τους. Ανοιξαν τις πόρτες και μπήκαν και οι τρεις. Το αυτοκίνητο βάρυνε απότομα και δυσκολεύτηκε πολύ να ξεκινήσει.

 

Περίεργο, μόλις το είχαμε αγοράσει. Ηταν ολοκαίνουριο.

 

 

 

* Η νουβέλα του Γ. Τσίρμπα «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νεφέλη (2013).

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=214277