- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Ενα κεκοσμημένο τίποτα

28/07/14 ART

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

getFile (26) [1]Κάτι άλλο, βαθύτερο κι ουσιαστικότερο, περίμενα από τον «Ιππόλυτο». Και αυτό όχι λόγω του Εθνικού αλλά, κυρίως, λόγω της Κονιόρδου. Το να αναγνωρίσω ότι αποτελεί μια από τις ισχυρότερες πηγές σκηνικού ρεύματος στο παγκόσμιο θέατρο μοιάζει τώρα πια –μετά τα εύσημα του Γουίλσον- κοινοτοπία. Δεν μένω όμως μόνο σε αυτό. Παρακολουθώ στενά και με εκτίμηση την πορεία της στον χώρο της σκηνοθεσίας.

 

Πλην όλων των άλλων αναγνωρίζω ότι η Κονιόρδου ποτέ δεν υπήρξε στις επιλογές της άγνωρη ή άτολμη απέναντι στο νέο. Υστερα, μάλιστα, από την εργασία της στη «Φλαντρώ», λογικό ήταν να περιμένω πολλά, πάρα πολλά, από την κατάθεσή της στον «Ιππόλυτο» και στη μεγάλη ορχήστρα της Επιδαύρου. Δεν κάνω τυχαία τη σύνδεση: το έργο του Χορν πραγματεύεται με τα δικά του ασφαλώς μέσα και στο δικό του περιβάλλον μια παρόμοια υπόθεση. Η σκηνοθεσία της, λοιπόν, έμοιαζε με προεργασία, προθάλαμος για το πολύ μεγαλύτερο εργαστήρι του αρχαίου λόγου.

 

Κι όμως, τίποτα από όλα αυτά τα παραπάνω, τα φιλόδοξα, δεν είδα. Ο «Ιππόλυτος» του Εθνικού από την άποψη της σκηνοθεσίας ήταν φλύαρος και πομπώδης, από την άποψη των ερμηνειών επίπεδος, από την άποψη της δραματολογίας αδιάφορος. Και όσο για την αισθητική του, αποτελεί ίσως την πλέον ατυχή κατάθεση της Κονιόρδου στο θέατρό μας.

 

Κανένας άλλος δεν βαρύνεται βέβαια για τις επιλογές ενός καλλιτέχνη πέραν του ιδίου. Υπάρχει, όμως, φαίνεται στο Εθνικό κάποιο κλίμα, μια ατμόσφαιρα, που ωθεί τα πράγματα προς μία κατεύθυνση: είναι τα έργα της μεγάλης, με την έννοια της «χορταστικής», παραγωγής. Και πράγματι αυτό τον σπάταλο τρόπο διασκορπισμού της μίας εστίασης σε δεκάδες μικρές και ακριβές λύσεις τον είδαμε και τώρα. Η παράσταση ξεκινά με μια αισθητική που παραπέμπει περισσότερο σε κηποθέατρο του παλιού καιρού παρά σε σύγχρονη τραγωδία: δύο τεράστιες κορδέλες ντύνουν το πίσω μέρος της σκηνής. Επειτα, ένα μεγάλο άλογο-φιγούρα περνά στο βάθος, κινούμενο με τη βοήθεια πέντε χειριστών. Και ύστερα την εμφάνισή του κάνει ο ένας Χορός, ο γυναικείος, ντυμένος με μπανέλες, όπου φέγγουν στον ποδόγυρο κάτι στρογγυλά νέον. Η αντιπαράθεση γίνεται βέβαια με τα άλλα, τα άγρια και μακρυμάλλικα αγόρια, που στριγγλίζουν και βρυχώνται μαζί με τον Ιππόλυτο σαν παλιές κόπιες των σημερινών χούλιγκαν.

 

Την αισθητική του αποτελέσματος αφήνω να την φανταστούν οι αναγνώστες και να την ανακαλέσουν οι θεατές του. Θα μείνω μόνο σε ένα: στο ότι μοιάζει με επίδειξη παραγωγής που «το φυσάει» και που μπορεί να κάνει τέτοιες φαντασμαγορίες για την πλάκα της. Αλλιώς δεν ερμηνεύεται το όλον. Τίποτα στην παράσταση που ακολουθεί δεν παραπέμπει εξ ανάγκης σε αυτές τις κορδέλες, σε εκείνο το άλογο ή, τέλος πάντων, στην περίφημη φωτισμένη μπανέλα. Τίποτα δεν εξελίσσεται και δεν συνδέεται με τα υπόλοιπα. Ολα μεταφέρονται σαν εικόνες μιας παραθλασμένης πρωτοπορίας (προφανώς του Γουίλσον – εξ ου και το μπλε χρώμα της ορχήστρας), καθώς και μιας αόριστα ανατολίτικης αύρας, που πνέει στους μουσικούς επιτονισμούς του Τάκη Φαραζή. Ενας φαντεζί νεωτερισμός που στέκει ξεκομμένος από το σημαινόμενο και γίνεται όχημα εντυπωσιασμού και κορεσμού.

 

Υπάρχει, ωστόσο, κι άλλος ένας δρόμος, που φαίνεται να καλλιεργεί η σκηνοθεσία της Κονιόρδου, και ίσως πρέπει να απασχολήσει περισσότερο. Είναι αυτός με τον οποίο ο «Ιππόλυτος» αντιμετωπίζεται εκτός από παραμυθόδραμα και έργο-φυγής, μέσα από το ήθος μιας εποχής όπου γυναίκες και άνδρες έστεκαν σε απόσταση, εγκλωβισμένοι ο καθένας στον δικό του κόσμο, χωρίς ειλικρινή επικοινωνία και αλληλοκατανόηση. Νομίζω ότι μ’ αυτό αρχίζω να διακρίνω κάτι στο βάθος της βουής. Αληθινά τώρα μοιάζει πως η βεντάλια της (ατυχώς ελαφρολαϊκής) Αφροδίτης, τα ενδυματολογικά στοιχεία των δύο Χορών, η εμμονή της διδασκαλίας σε έναν κώδικα επιτηδευμένα γυναικείο και επιτηδευμένα ανδρικό σαν κάτι θέλει να πει. Ισως η τραγωδία του Ιππόλυτου, όπως τη βλέπει η Κονιόρδου, να είναι η τραγωδία της ασυμβατότητας ανάμεσα στους κοινωνικούς κανόνες, που θέτει για τις γυναίκες και τους άνδρες το φύλο. Ισως στο βάθος να υπάρχει μια «παρεξήγηση» που θα μπορούσε να λυθεί αν γινόταν ο ένας να ακούσει και να καταλάβει τον άλλον. Εδώ, σε μια τέτοια ερμηνεία, αν υπάρχει, δεν μπαίνουν ούτε παλιές θεότητες, ούτε πεπλοφόροι νέοι, ούτε άλογα. Είναι κάτι που μας αγγίζει με τρόπο αφοπλιστικά απλό, άμεσο και διάχυτο στη ζωή μας.

 

Τι θέλω να πω; Πως αν αφαιρέσουμε από την παράσταση τη φλυαρία και την ασάφειά της, μένει στον πάτο μια αληθινά καλή ιδέα, αδικημένη από την ίδια την εμπνεύστριά της. Υπάρχει πράγματι κάποιο σχόλιο της Κονιόρδου στο πρόγραμμα, που μιλάει για τον ανολοκλήρωτο τρόπο με τον οποίο το ανθρώπινο συλλαμβάνει την αλήθεια. Σχόλιο που θα μπορούσε να γίνει συγκεκριμένο, εφαρμόσιμο και αιχμηρό επιχείρημα. Τώρα χάνεται μέσα σε μια φυσιολατρική κωλοτούμπα, σε ένα φωτισμένο ποδόγυρο, μια σκηνογραφική τσουλήθρα (από αυτά τα σκηνικά που σιχτιρίζουν οι ηθοποιοί στα απομνημονεύματά τους).

 

Ας δούμε τα πράγματα λοιπόν όπως είναι. Στην πράξη ο «Ιππόλυτος» του Εθνικού απομένει ένα κεκοσμημένο τίποτα, το οποίο δεν αξιώνουν ούτε οι καλοί ηθοποιοί του. Η ίδια η (ξανθιά παρακαλώ, «για τις ανάγκες του ρόλου» της Φαίδρας) Κονιόρδου αποκτά βέβαια από μόνη της σημασία όταν παίζει. Ο Νίκος Κουρής αποδίδει τον οργισμένο νέο με θεατρινίστικα καμώματα. Καθαρά άνευρος ο Θέμης Πάνου στον ρόλο του Θησέα. Και η Λήδα Πρωτοψάλτη ερμηνεύει τον ρόλο της Τροφού ξεκομμένη από τους υπόλοιπους. Αντίθετα, ο Αγγελος του Μιχάλη Σαράντη έδωσε ψυχή σε ένα γενικά απονευρωμένο σύνολο.

 

Οι δύο Χοροί μέτριοι: τα χορικά τους δύσκολα περνούν στο κοινό. Και η συνολική τους εικόνα γυρνά τα πράγματα πίσω, στα 1983. Περίπου τότε που δημοσιεύεται το σημείωμα του Τάσου Λιγνάδη, με το οποίο το πρόγραμμα του Εθνικού προλογίζει περήφανα την παράστασή του και θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο κριτικός κατσάδιαζε κάποτε όσες γενιές καλλιτεχνών ζητούσαν να βρεθούν εντός του μέλλοντός τους.

 

 

*Κανένας άλλος δεν βαρύνεται βέβαια για τις επιλογές ενός καλλιτέχνη, πέραν του ιδίου. Υπάρχει, όμως, φαίνεται στο Εθνικό κάποιο κλίμα, μια ατμόσφαιρα, που ωθεί τα πράγματα προς μια κατεύθυνση: είναι τα έργα της μεγάλης, με την έννοια της «χορταστικής», παραγωγής, που «το φυσάει» και που μπορεί να κάνει φαντασμαγορίες για την πλάκα της.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

*Η παράσταση ξεκινά με μια αισθητική που παραπέμπει περισσότερο σε κηποθέατρο του παλιού καιρού παρά σε σύγχρονη τραγωδία: δύο τεράστιες κορδέλες ντύνουν το πίσω μέρος της σκηνής. Επειτα, ένα μεγάλο άλογο-φιγούρα περνά στο βάθος, κινούμενο με τη βοήθεια πέντε χειριστών. Και ύστερα την εμφάνισή του κάνει ο ένας Χορός, ο γυναικείος, ντυμένος με μπανέλες, όπου φέγγουν στον ποδόγυρο κάτι στρογγυλά νέον. Η αντιπαράθεση γίνεται βέβαια με τα άλλα, τα άγρια και μακρυμάλλικα αγόρια, που στριγγλίζουν και βρυχώνται μαζί με τον Ιππόλυτο σαν παλιές κόπιες των σημερινών χούλιγκαν. Τίποτα στην παράσταση που ακολουθεί δεν παραπέμπει εξ ανάγκης σε αυτές τις κορδέλες, σε εκείνο το άλογο ή, τέλος πάντων, στην περίφημη φωτισμένη μπανέλα. Τίποτα δεν εξελίσσεται και δεν συνδέεται με τα υπόλοιπα.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=220811