- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Υποκρισία με φούντα

26/08/14 Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΩΝ,ΠΟΛΙΤΙΚΗ,ΣΕΛΙΔΕΣ

Φωτογραφίζει και σχολιάζει Ο Τάσος Κωστόπουλος

 

[1]

 

 

 

 

 

 

Ηταν τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα. Στην επαρχιακή πόλη που μεγάλωνα, έσκασε κάποια στιγμή -ψιθυριστά, από στόμα σε στόμα- το σκάνδαλο: η κόρη του δημάρχου, μαθήτρια της τρίτης Γυμνασίου, είχε συλληφθεί μαζί με κάποιους φίλους της «με ναρκωτικά» – για την ακρίβεια, ένα τσιγαριλίκι. Από μια κοινωνία βυθισμένη στην πιο απόλυτη άγνοια για τις ψυχότροπες ουσίες, την επικινδυνότητα και τις διαφορές τους, η πιτσιρίκα θεωρήθηκε περίπου ξεγραμμένη. Οταν εξαφανίστηκε για ένα διάστημα από την πιάτσα, οι πάντες θεώρησαν βέβαιο πως είχε σταλεί «για αποτοξίνωση». Ο τοπικός Τύπος επέδειξε πάντως αξιοσημείωτη αυτοσυγκράτηση, απαξιώντας ν’ ασχοληθεί με το οικογενειακό δράμα του πρώτου πολίτη. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε το κίτρινο φύλλο που λίγο αργότερα θα τροφοδοτούσε την πρωτευουσιάνα «Αυριανή» με ουκ ολίγα αξιόμαχα στελέχη. Σε δηκτικό σχόλιό του υπενθύμισε τους μακροχρόνιους «αγώνες» του για την αφύπνιση κοινωνίας και αρχόντων πάνω στον θανάσιμο κίνδυνο που απειλούσε τη νεολαία της πόλης και, με περίσσια υποκρισία, αναρωτήθηκε αν ο δήμαρχος «θα κάνει τίποτα τώρα που το κακό χτύπησε το ίδιο του το σπίτι».

 

Τρεις δεκαετίες μετά, κάποια πράγματα στην ελληνική κοινωνία έχουν αλλάξει σαφώς προς το καλύτερο. Οι σημερινοί γονείς δεν συμβουλεύουν πλέον τους έφηβους γόνους τους να παραγγέλνουν στις ντισκοτέκ σφραγισμένη πορτοκαλάδα, για να μην «τους ρίξουν μέσα ναρκωτικά» (σε τιμή απλού αναψυκτικού)˙ έτσι κι αλλιώς ξέρουν πολύ καλά πως οι ντισκοτέκ, που λέγονται πλέον κλαμπ, δεν έχουν καμιά σχέση στο σερβίρισμα με παραδοσιακό καφενείο. Παππούδες πλέον, οι τοτινοί γονείς έχουν πάλι πληροφορηθεί καταλεπτώς, από παιδιά κι εγγόνια, τη χαώδη διαφορά ανάμεσα στη φούντα, τα χαπάκια και την ηρωίνη. Ορισμένες όμως αντιλήψεις και πρακτικές παραμένουν ακόμη καθηλωμένες στην εποχή της υποκριτικής άγνοιας.

 

Το διαπιστώσαμε ξανά φέτος το καλοκαίρι, όταν η δεσποινίς Καψή συνελήφθη στο Αιγαίο με μια ζυγαριά ακριβείας και ποσότητα ινδικής κάνναβης που οι αρχικές αστυνομικές διαρροές εμφάνιζαν ως «εμπορία» αλλά τελικά ερμηνεύτηκε ανακριτικά ως κατοχή για απλή χρήση, με αποτέλεσμα ν’ αφεθεί προσωρινά ελεύθερη. Ο τόνος του σχολιασμού δόθηκε από τα μπλογκ, κυρίως της Ακροδεξιάς, που ξεσπάθωσαν για το γεγονός ότι μια «έμπορος ναρκωτικών» γλίτωσε τη φυλακή επειδή τυγχάνει κόρη, ανιψιά και εγγονή επώνυμων μεγαλοδημοσιογράφων, δύο από τους οποίους έχουν επίσης χρηματίσει υπουργοί του ΠΑΣΟΚ και της κυβέρνησης Σαμαρά. Το προοδευτικό σκέλος του κυβερνοχώρου απέφυγε ως επί το πλείστον να θίξει το ζήτημα, παγιδευμένο ανάμεσα στην αυτονόητη καταγγελία της ναρκω-υστερίας και την άχαρη επίκληση μιας στοιχειώδους ισονομίας: όλοι ξέρουμε τι θα είχε συμβεί στη φοιτήτρια με τη ζυγαριά, αν στη θέση της ήταν κάποιος ανώνυμος πιτσιρικάς απ’ τα Λιόσια ή, ακόμη χειρότερα, ένας συνομήλικός της Αλβανός ή Πακιστανός. Οσο για τα «κανονικά» ΜΜΕ, επέδειξαν την αναμενόμενη συναδελφική αλληλεγγύη αποφεύγοντας όχι μόνο τις προσφιλείς τους υπερβολές, αλλά και κάθε αναφορά σ’ ένα ομολογουμένως ασήμαντο συμβάν.

 

Αυτό που χάθηκε μεταξύ υστερίας και αμηχανίας ήταν έτσι το ουσιαστικότερο διακύβευμα: το αίτημα για την πλήρη και καθολική αποποινικοποίηση μιας ευφορικής ουσίας λιγότερο βλαβερής από το νόμιμο αλκοόλ. Οι καιροί δεν είναι βέβαια ιδιαίτερα ευνοϊκοί για φιλελεύθερες κανονιστικές ρυθμίσεις: ακόμη κι ο Γιώργος Παπανδρέου, που τη δεκαετία του 1990 οικοδόμησε το πολιτικό προφίλ του ευαγγελιζόμενος τη νόμιμη κατοχή μιας γλάστρας για προσωπική χρήση, ως πρωθυπουργός προτίμησε να διευρύνει τις απαγορεύσεις επιβάλλοντας τη μερική ποινικοποίηση του καπνίσματος. Το ζήτημα ωστόσο παραμένει ανοιχτό, όπως διαπιστώνουμε κι από τον συνεχιζόμενο διάλογο των τοίχων. Τα σκανδαλοθηρικά κρούσματα εδώ είναι λιγοστά και, όπως το εικονιζόμενο δείγμα του 2005 στο Ρέθυμνο, καταστέλλονται συνήθως πάραυτα (1). Η αντιαπαγορευτική γραμμή εκφράζεται, αντίθετα, με ποικίλους τρόπους: χιουμοριστικές προτροπές (2), διεκδικητικά συνθήματα (3-5), ορθολογικά επιχειρήματα (6), επίκληση μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής ταυτότητας (7). Ως καλαμπούρι, προτροπή για παρέμβαση είχε απευθυνθεί ακόμη και στον πολυπράγμονα μακαριστό Χριστόδουλο (8). Η όλη ζύμωση δεν έμεινε φυσικά αναξιοποίητη ούτε από τη διαφημιστική βιομηχανία, για την προώθηση παντελώς άσχετων προϊόντων (9).

 

[2]

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=227772