- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Ζοφερές προβλέψεις του ΟΟΣΑ για την ανεργία στην Ελλάδα
03/09/14 ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Άσχημα μαντάτα από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Σε έκθεσή του για τις προοπτικές απασχόλησης (Employment Outlook 2014) προβλέπει ότι η ανεργία θα παραμείνει αρκετά υψηλότερη από τα προ κρίσης επίπεδα, παρά την περιορισμένη μείωσή της έως το τέλος του 2015.
Ο Οργανισμός υπογραμμίζει ότι οι πολιτικές όπως αυτές που αφορούν τον κατώτατο μισθό την προοδευτική φορολογία και τα επιδόματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην πιο δίκαιη κατανομή του κόστους της δημοσιονομικής προσαρμογής. Καλεί επίσης της κυβερνήσεις να αναπτύξουν πιο παραγωγικές και καλύτερα αμοιβόμενες θέσεις εργασίας. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μια συνεπή δέσμη πολιτικών, η οποία θα περιελάμβανε τις διαπραγματεύσεις για το ύψους του μισθού, τη νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης, προγράμματα κοινωνικής προστασίας και συνθήκες εργασιακής υγιεινής, που θα προωθούσαν την ανάπτυξη της εργασίας και θα ενίσχυαν την ποιότητά της.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι το ποσοστό ανεργίας μένει καθηλωμένο κοντά στο υψηλότερο επίπεδό του από τότε που άρχισε η κρίση (27,2% τον Μάιο του 2014) και προβλέπει ότι η ανεργία θα παραμείνει υψηλή (περί το 27%) έως το τέλος του 2015. Η Ελλάδα, αναφέρει η έκθεση, έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από το 49% στο 71% μεταξύ του τέταρτου τριμήνου του 2007 και του πρώτου τριμήνου του 2014. «Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική για τα βάσανα που υφίστανται τα θιγόμενα άτομα και οι οικογένειές τους. Συμβάλλει, επίσης, δυνητικά στην αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας ως αποτέλεσμα της υποβάθμισης των δεξιοτήτων και της μείωσης του κινήτρου για την εύρεση εργασίας. Αυτό θα μπορούσε να έχει ορατά αποτελέσματα στις προοπτικές μακροχρόνιας καριέρας όσων υφίστανται μεγάλες περιόδους ανεργίας», τονίζει ο ΟΟΣΑ.
Η έκθεση αναφέρει ότι η μείωση των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα ήταν από τις μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (πάνω από 5% ετησίως κατά μέσο όρο από το πρώτο τρίμηνο του 2009). «Αν και η μεγάλη μείωση των μισθών συνέβαλε στη μερική αντιστροφή της διαφοράς που υπήρχε με τη Γερμανία όσον αφορά στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η αύξηση της ωριαίας παραγωγικότητας της εργασίας παρέμεινε επίμονα αρνητική από την αρχή της κρίσης», σημειώνει ο ΟΟΣΑ, προσθέτοντας: «Περαιτέρω προσαρμογές των μισθών θα είναι πιθανόν δύσκολο να γίνουν και θα μπορούσαν να αυξήσουν τον αριθμό των φτωχών εργαζομένων. Για τον λόγο αυτόν, πρέπει να γίνουν περισσότερα για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα στις αγορές προϊόντων και να προωθηθούν πολιτικές στην αγορά εργασίας που ευνοούν τη μετακίνηση των εργαζομένων μεταξύ των τομέων».
Η έκθεση αναφέρει ότι η Ελλάδα έχει επίπεδο «ποιότητας εισοδημάτων» (επίπεδο εισοδημάτων και βαθμό ανισότητάς τους) κοντά στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, αλλά οι επιδόσεις της είναι χαμηλές όσον αφορά την ασφάλεια στην αγορά εργασίας (τον κίνδυνο να μείνει κανείς άνεργος και τη διαθεσιμότητα προσωρινής εισοδηματικής ενίσχυσής του) και την ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος (τη φύση της εργασίας, τις διευθετήσεις του χρόνου εργασίας και τις σχέσεις). «Ο συνολικός κίνδυνος να μείνει κανείς άνεργος και η αναμενόμενη διάρκεια του διαστήματος που θα μείνει άνεργος είναι μεταξύ των υψηλότερων, ενώ οι μηχανισμοί ασφάλισης κατά της ανεργίας (η κάλυψη με επιδόματα και η γενναιοδωρία της ασφάλισης της ανεργίας) είναι μεταξύ των ασθενέστερων μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ», σημειώνει η έκθεση. «Για όσους εργάζονται, η ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα. Οι Έλληνες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν υπερβολικές εργασιακές απαιτήσεις με ανεπαρκείς πόρους για να καλύψουν τις απαιτήσεις της εργασίας τους. Αυτή η κατάσταση δεν εμποδίζει μόνο την παραγωγικότητα, αλλά μπορεί να έχει ισχυρές αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των εργαζομένων», προσθέτει ο ΟΟΣΑ.
Η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ
Αποθαρρυντικά είναι τα στοιχεία των ειδικών και εντός των συνόρων, σχετικά με την ανεργία στην Ελλάδα. Η συνέχιση των πολιτικών λιτότητας μέχρι το 2020 θα καθηλώσει στην ανεργία περισσότερους από ένα εκατομμύριο συμπολίτες μας, ενώ η περιοριστική πολιτική που ασκήθηκε στην κοινωνική ασφάλιση απλώς μετατόπισε το έτος κρίσης (2016) μόνο κατά δύο χρόνια, δηλώνει ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ καθηγητής Σάββας Ρομπόλης, με αφορμή τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, για την καταστολή της ανεργίας και την εξεύρεση 770.000 θέσεων εργασίας έως το 2020.
Ο καθηγητής θεωρεί ότι μέχρι το 2020 η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας «θα κινηθεί στο 1%- 1,5% με αποτέλεσμα τη διατήρηση της ανεργίας μεταξύ 20%- 22%». Τα παραπάνω στοιχεία, διευκρινίζει, περιλαμβάνονται μαζί με άλλες ενότητες, όπως το ασφαλιστικό κ.ά., στην έκθεση που θα παρουσιάσει στο πλαίσιο της ΔΕΘ, το ΙΝΕ, την Πέμπτη, στη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με την έκθεση, αναφέρει ο κ. Ρομπόλης, θεωρούμε ότι «το 27% της ανεργίας που έχουμε σήμερα -με τη συνέχιση αυτών των πολιτικών λιτότητας, περιορισμού των εισοδημάτων και της υπερφορολόγησης- το 2020 θα κινηθεί ανάμεσα στο 22%- 23% γεγονός το οποίο θα διατηρήσει το επίπεδο της ανεργίας υψηλό, δηλαδή για πάνω από 1.000.000 άτομα»
Υπογραμμίζει τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής και της στατιστικής ανεργίας, καθώς στην πρώτη «οι αριθμοί είναι τελείως διαφορετικοί» και εξηγεί ότι μιλάμε πάντα για τη στατιστική ανεργία με τα επίσημα στοιχεία, για να έχουμε μια βάση δεδομένων αρκετά επιστημονική και τεχνικά έγκυρη».
efsyn.gr
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=230397
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε