- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Ενας «auteur» στα χρόνια του εμπορικού κινηματογράφου
14/09/14 ART,ΘΕΜΑ,ΘΕΜΑΤΑ
Της Βένας Γεωργακοπούλου
[1]Είναι σαν να ξαναβλέπεις μαζεμένες όλες τις ταινίες του Γιώργου Τζαβέλλα, οι οποίες εδώ που τα λέμε δεν παίζονται και τόσο συχνά στην τηλεόραση. Το έχει αυτό ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης σε όλα τα βιβλία του. Καταφέρνει να συνδυάσει πλήθος από πληροφορίες για το θέμα του, οι περισσότερες άγνωστες, με μια ζωντανή και άμεση γραφή πού σε κρατάει αιχμάλωτο στις σελίδες του. Πόσο μάλλον που τώρα πρόκειται για μια μίνι εργο-βιογραφία ενός σκηνοθέτη, που χάρη στο σπουδαίο έργο του δραπέτευσε από τις δεκαετίες του εμπορικού και λαϊκού ελληνικού κινηματογράφου και έφτασε στο σήμερα αλώβητος. Πιο αποδεκτός και αγαπητός από ποτέ. Από κοινό και κριτικούς.
Ναι, έχει δίκιο ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης όταν ξεκινάει το βιβλίο του «Ο διεθνής του σινεμά – Γιώργος Τζαβέλλας» (εκδόσεις andy’s publishers) με τη διαπίστωση ότι ο σκηνοθέτης «κατάφερε με μοναδικό τρόπο να ισορροπήσει ανάμεσα στο σημαντικό και στο δημοφιλές, κάτι που ελάχιστοι έχουν καταφέρει στο σινεμά παγκοσμίως». Βέβαια ο δημοσιογράφος και κριτικός ρίχνει ιδιαίτερο βάρος σε μια κατά τη γνώμη του παραγνωρισμένη πλευρά του δημιουργού της «Κάλπικης λίρας», την παρουσία του δηλαδή σε διεθνή φεστιβάλ (εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου), ακόμα και σε αίθουσες ξένων χωρών, αλλά και την πίστη του στην ανάγκη διεξόδου του κινηματογράφου μας στο εξωτερικό. Ηταν, γράφει, ο πρώτος Ελληνας σκηνοθέτης που έστειλε ταινία του, τον «Μαρίνο Κοντάρα» σε ξένα φεστιβάλ και μάλιστα στην καρδιά του Εμφυλίου, το 1948. Ετσι εξηγείται και το δίγλωσσο της έκδοσης (πάνω ελληνικά, κάτω αγγλικά το κείμενο) και ένα κάποιο βαρύγδουπο ύφος με πρόλογο του τέως υπουργού Πολιτισμού Πάνου Παναγιωτόπουλου, που άλλωστε, μαζί με το Ιδρυμα Κακογιάννη, τη στήριξε.
Λεπτομέρειες. Ακόμα κι αν κανένας ξένος μελετητής, δημοσιογράφος ή θεατής δεν ανακαλύψει μέσα από το βιβλίο του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη τον Γιώργο Τζαβέλλα (1916-1976), φτάνει και περισσεύει σε μας τους ντόπιους να ξεσκονίσουμε τις γνώσεις μας, να τις πολλαπλασιάσουμε και να ξανακαθίσουμε να δούμε τις ταινίες του με πιο φρέσκια ματιά.
Επί τροχάδην τα βιογραφικά του, για να φτάσουμε στα «διαμαντάκια» που κλέψαμε από το βιβλίο του Ι. Τριανταφυλλίδη. Ο Γιώργος Τζαβέλλας ήταν εντελώς αυτοδίδακτος. Σπούδασε νομικά. Απλώς η μανία του για το σινεμά, και ειδικά τον Σαρλό, τον έκανε να αγοράσει συνεταιρικά με φίλο του μια μηχανή λήψης pathe-baby και άρχισε να γυρίζει ερασιτεχνικά φιλμ. Πολέμησε στο Αλβανικό, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής τράβηξε και σημαντικές στιγμές, όπως την υποστολή της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη.
Γύρισε μόνο δώδεκα ταινίες, κάτι που δείχνει μια αριστοκρατική, ήρεμη, σκεπτόμενη στάση απέναντι στην τέχνη του και όχι μια διάθεση να πλουτίσει, να κυριαρχήσει, να γίνει διάσημος.
Στη μάντρα του Αττίκ: ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης επισημαίνει τη μεγάλη συγγένεια της πρώτης ταινίας του Γ. Τζαβέλλα , «Χειροκροτήματα» (1944), με τα «Φώτα της ράμπας» που ο Τσάρλι Τσάπλιν γύρισε χρόνια αργότερα. Ενας ξεπεσμένος σταρ του βαριετέ ανακαλύπτει και σπρώχνει στην κορυφή μια πανέμορφη κοπέλα, ενώ ο ίδιος οδηγείται ακόμα βαθύτερα στην εξαθλίωση. Με τον ίδιο τον μέγα Αττίκ να ερμηνεύει τον κύριο ρόλο, ή μάλλον τον εαυτό του, ο Τζαβέλλας αιχμαλώτισε για την αιωνιότητα τη φιγούρα του συνθέτη τόσων υπέροχων τραγουδιών («Αδικα πήγαν τα νιάτα μου», «Ζητάτε να σας πω», «Μαραμένα τα γιούλια» κ.ά.) έστω και σε μια εποχή κατάθλιψης (λίγους μήνες μετά τα γυρίσματα αυτοκτόνησε). Οχι όμως και τη φωνή του. Σύμφωνα με τον Θάνο Τζαβέλλα, γιο του σκηνοθέτη, ο Αττίκ, τουλάχιστον στην πρόζα του, ήταν ντουμπλαρισμένος από τον ηθοποιό Γιάννη Αποστολίδη.
Διαδηλώσεις έξω από τις αίθουσες: κανείς δεν ξέρει αν έχει διασωθεί κάποια κόπια ή το αρνητικό της δεύτερης ταινίας του Τζαβέλλα. Μάλλον λοιπόν δεν θα δούμε ποτέ τα «Πρόσωπα λησμονημένα» (1946), που και ο ίδιος ο σκηνοθέτης καθόλου δεν αγαπούσε, ένα μελό με παράνομους έρωτες, προδοσίες και εγκλήματα πάθους. Ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης γράφει πως, σύμφωνα με κείμενο του Γ. Τζαβέλλα, μέσα σε όλα τα προβλήματα της ταινίας προστέθηκαν και επεισόδια έξω από τις αίθουσες. Αγανακτισμένοι δεξιοί, είχε μόλις αρχίσει και ο Εμφύλιος, δεν άντεχαν να βλέπουν στις αφίσες της ταινίας τα ονόματα των γνωστών αριστερών πρωταγωνιστών της (Αιμίλιος Βεάκης, Δήμος Σταρένιος, Γιώργος Παππάς, Μιράντα Μυράτ).
Κουρσάρος στο Αιγαίο: «Τι μας παριστάνεις, τον Μαρίνο Κοντάρα;» λέγανε οι φύλακες στη Μακρόνησο στον Μάνο Κατράκη, όταν τους παραέμπαινε. Ακόμα κι αν είναι ανέκδοτο, αυτή η ιστορία για τον πρωταγωνιστή της φιλόδοξης τρίτης ταινίας του Τζαβέλλα δείχνει την αίσθηση που δημιούργησε στην εποχή της. Βασισμένη σε διήγημα του Αργύρη Εφταλιώτη για έναν κουρσάρο που ερωτεύεται και νοικοκυρεύεται, γυρίστηκε εν μέσω Εμφυλίου (1948) πάνω σε ένα πλοίο στη Σαντορίνη – πριν από τους σεισμούς. Ταινία εποχής, περιπέτεια. Ο σκηνοθέτης ξεδιπλώνει σιγά σιγά την παλέτα του…
Ο πρώτος δραματικός ρόλος του Ορέστη Μακρή: και μετά το Αιγαίο των πειρατών, ήρθε η Πλάκα ενός «Μεθύστακα» (1949) για να καθιερώσει τον Τζαβέλλα ως σκηνοθέτη, να τον κάνει πλούσιο (τα κέρδη του ξεπέρασαν τις 3.000 χρυσές λίρες, ποσόν αμύθητο για την εποχή) και διάσημο. Την είδαν πάνω από 300.000 θεατές στην πρώτη προβολή, παιζόταν επί 27 συνεχείς εβδομάδες. Οσο για τον πρωταγωνιστή της ταινίας, που ακόμα λατρεύουμε, ποτέ μέχρι τότε στην καριέρα του δεν είχε βγάλει κλάμα. Στην επιθεώρηση έλαμπε κάνοντας τον μπεκρή. Ο Τζαβέλλας κατάφερε να τον μεταμορφώσει, αλλά και να δείξει για πρώτη φορά στο ελληνικό σινεμά έναν μπεκρή όχι ως «γραφική κωμική φιγούρα, αλλά σαν ένα εξαρτημένο από μια επιβλαβή συνήθεια άνθρωπο» όπως επισημαίνει και ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης.
Η Μελίνα δεν κατέβηκε στην Τρούμπα: τι κι αν ο Τζαβέλλας γι’ αυτήν έγραψε τον ρόλο της «Αγνής του λιμανιού» (1952) και την ήθελε και ο πρωταγωνιστής του Αλέκος Αλεξανδράκης; Ο Φίνος ούτε να την ακούσει δεν ήθελε και έτσι η Ελένη Χατζηαργύρη έμελλε να γίνει η πόρνη, η οποία, για να εκδικηθεί τον πατέρα που δεν την αναγνώρισε, τα φτιάχνει με τον θετό του γιο. Μεγάλη επιτυχία η ταινία. Και ήταν και η πρώτη φορά που ο Τζαβέλλας συνεργάστηκε με τον Χατζιδάκι. Ο συνθέτης, 26 χρόνων τότε, κάνει τη μοναδική του εμφάνιση στο σινεμά παίζοντας στο πιάνο τις μελωδίες του. Σε ένα καμπαρέ, φυσικά.
Σενάριο επί παραγγελία; Ποτέ: μια πολύ ωραία ιστορία διηγείται ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης, που συνδέει τον Τζαβέλλα με τον Κακογιάννη. Είχε ήδη γυρίσει τον «Γρουσούζη» (1952) με τον Ορέστη Μακρή κι ένα έκθετο μωρό στο κατώφλι του (το θέμα των παραστρατημένων κοριτσιών έπαιζε τότε πολύ) και το «Σωφεράκι» (1953) που καθιέρωσε τον Μίμη Φωτόπουλο ως τον πιο εμπορικό ηθοποιό του ελληνικού σινεμά (ο πρώτος στην ιστορία που υπογράφει αποκλειστικό συμβόλαιο με τη «Φίνος»). Και τότε ο Χορν ζητάει από τον Τζαβέλλα να φτιάξει μια ταινία για αυτόν, τη Λαμπέτη και τον Γ. Παππά, γιατί μόλις είχαν δημιουργήσει θεατρικό θίασο (1953) και ήθελαν διαφήμιση. Ο σκηνοθέτης ούτε να το ακούσει και έτσι «επωφελήθηκε» ο Κύπριος σκηνοθέτης του Λονδίνου Μιχάλης Κακογιάννης. Ο Χορν θυμήθηκε ότι τον είχε γνωρίσει, η πρόταση του έγινε, κι αυτός μέσα σε εννέα μέρες έγραψε το σενάριο της ταινίας που τον καθιέρωσε, το «Κυριακάτικο ξύπνημα».
Αόμματος! Οποία χυδαιότης: η «Κάλπικη λίρα» (1955) δεν χρειάζεται συστάσεις. Ο Φίνος όμως δεν την πίστευε (σπονδυλωτή ταινία, α πα πα πα) και δεν τη χρηματοδότησε. Και το σκετς με τον ζητιάνο (Φωτόπουλος) και την πόρνη (Βρανά) θεωρήθηκε από τους κριτικούς πρόστυχο. Και τι μ’ αυτό; Εσπασε τα ταμεία, προβλήθηκε σε 30 χώρες, ο μέγας Σαντούλ την περιέλαβε στις 1.000 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου σινεμά και το «σ’ αγαπώ» της Λαμπέτη στον Χορν θα μείνει στην αιωνιότητα. Μια μικρή υποσημείωση για τους φιλότεχνους, που μάθαμε από τον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη. Τον πίνακα που ζωγραφίζει ο Χορν, με μοντέλο τη Λαμπέτη, τον έφτιαξε ο σπουδαίος Αλέκος Κοντόπουλος, άγνωστος ακόμα τότε.
Η σπαστική βεντέτα Υβόν Σανσόν: μα είναι δυνατόν; Η ταινία «Μια ζωή την έχουμε» (1958) με τον καταχραστή Χορν να λέει το ωραίο τραγουδάκι του Σουγιούλ, σε στίχους του ίδιου του Τζαβέλλα, δεν είχε επιτυχία. Ετσι γράφει ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης. Και μεταφέρει ωραίες ιστορίες για την Ιταλίδα σταρ που «έκλεψε» τον ρόλο από την… Αλίκη Βουγιουκλάκη, για να έρθει στην Αθήνα, να κάνει ντόρο, να φορέσει τις τουαλέτες του Ζαν Ντεσέ και να τραβήξει (οι γάμπες της ειδικά) την προσοχή του εθνάρχη Καραμανλή, πρωθυπουργού τότε.
Εκανε την Ειρήνη Παππά τραγωδό: με όλες αυτές τις ταινίες του, και ειδικά την τελευταία και πιο αγαπημένη, που δεν είναι άλλη από το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965), ξεχνάμε ότι ο Γιώργος Τζαβέλλας, πριν και από τον Κακογιάννη, μετέφερε αρχαία τραγωδία στη μεγάλη οθόνη. Την «Αντιγόνη» (1961), που μάλιστα μετέφρασε ο ίδιος! Παραγωγός του ο άγνωστος τότε Ελληνοαμερικανός Δημήτρης Παρασχάκης, που μεγαλούργησε αργότερα ως Τζέιμς Πάρις. Πρωταγωνίστρια η Ειρήνη Παππά, που δεν είχε ποτέ μέχρι τότε παίξει αρχαία δράμα. Ο Τζαβέλλας, σοβαρός, σεβαστικός και συντηρητικός, της βάζει δίπλα της έμπειρους ηθοποιούς (Κατράκη, Καρούσο, Μορίδη), κρατάει τον χορό και μια ισορροπία ανάμεσα σε θέατρο και σινεμά. Η «Αντιγόνη», που συμμετείχε και στο Φεστιβάλ Βερολίνου, είναι η ταινία του Τζαβέλλα που διαβάζοντας το βιβλίο του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη θα ήθελα να ξαναδώ περισσότερο απ’ όλες. Οχι τίποτα άλλο, αλλά δείχνει ότι ένας μεγάλος καλλιτέχνης μπορεί εξίσου να γυρίζει τον «Ζηλιαρόγατο» με τον Λογοθετίδη και να τρέχει στους αρχαιολογικούς μας χώρους, με τον Κατσουρίδη στην κάμερα, για να κινηματογραφήσει Σοφοκλή.
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=233649
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε