- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Ιζαμπέλ Ιπέρ: λεσβία ηγουμένη
13/02/13 ART,Αρχείο Άρθρων
63ο Διεθνές Φεστιβάλ Βερολίνου
Η κορυφαία Ευρωπαία ηθοποιός δίνει άλλη διάσταση στη «Μοναχή» του Γκιγιόμ Νικλού. Ενώ ακόμα ένας Ελληνας, ο Αθανάσιος Καρανικόλας, που εργάζεται στο Βερολίνο, αποδεικνύει με το διονυσιακό «Echolot» ότι δεν τον είχαμε άδικα αποθεώσει στη Θεσσαλονίκη το 2007 για την «Elli Makra», την ιστορία Ελληνίδας μετανάστριας στη Γερμανία
Της Λήδας Γαλανού
[1]Το κλασικό μυθιστόρημα του Ντενίς Ντιντερό, «La Religieuse / Η Μοναχή» διασκευάζει ο Γκιγιόμ Νικλού, μπαίνοντας βαθιά στο σύμπαν της γυναικείας καταπίεσης τον 18ο αιώνα και, γιατί όχι, σήμερα. Το μυθιστόρημα είχε ξαναγίνει ταινία το 1966 από τον Ζακ Ριβέτ και η προβολή της απαγορεύτηκε, τότε, από την Εκκλησία. Ο Νικλού δεν φτάνει καθόλου σε τέτοια άκρα, άλλωστε η δική του οπτική στρέφεται όχι εναντίον της Εκκλησίας, αλλά υπέρ της ανθρώπινης ελευθερίας επιλογών.
Η ιστορία παρακολουθεί τη 16χρονη Σουζάν, που στέλνεται καταναγκαστικά σε μοναστήρι από τους γονείς της, επειδή δεν έχουν δυνατότητα να την προικίσουν αν παντρευτεί. Τον κεντρικό ρόλο ενσαρκώνει η Πολίν Ετιέν, μια νέα φέρελπις Γαλλίδα σταρ, που προσεγγίζει την ηρωίδα της με μια μείξη Ζαν Ντ’ Αρκ και Τζιν Σίμπεργκ. Εάν ένα στοιχείο κάνει την ταινία να ξεχωρίζει, αυτό είναι η εμφάνιση της Ιζαμπέλ Ιπέρ ως ηγουμένης, με μια ευαισθησία στα νεαρά κορίτσια κι ένα ιδιαίτερο πάθος για τη Σουζάν, σε μια κινηματογραφική συνάντηση που ταλαντεύεται ανάμεσα στο δράμα και την παρωδία.
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ εξήγησε, στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τον ρόλο της. «Μου άρεσε η ηρωίδα που είχα να ενσαρκώσω, γιατί είναι μια πρόκληση να την προφυλάξεις από το να γίνει καρικατούρα. Οφείλεις να αποφύγεις κάποιες εικόνες που συνδέεις αυτόματα με μια τέτοια ηρωίδα, μια καλόγρια που αγαπά την κοριτσίστικη σάρκα. Το σενάριο κι ο τρόπος που ο Γκιγιόμ Νικλού σκηνοθέτησε την ταινία, πολύ απλά και άμεσα, με διευκόλυνε. Η ηρωίδα μου είναι μια ηγουμένη, αλλά δεν έχει τίποτα το ηγετικό. Ο,τι αισθάνεται για το νεαρό αυτό κορίτσι την κάνει απόλυτα ανθρώπινη και ο Θεός βρίσκεται πολύ μακριά της. Ολα είναι πολύ απλά και πολύ φυσικά στο τι έπρεπε να κάνω, κάθε άλλο παρά σκανδαλιστικά. Ισως, βέβαια, αυτό ακριβώς είναι και το σκανδαλιστικό: όταν ένα συναίσθημα είναι τόσο φυσικό, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να το καταπνίξεις».
Με ένα άλλο ανεπίτρεπτο πάθος καταπιάνεται το «Child’s Pose», η ρουμανική ταινία του διαγωνιστικού τμήματος, σε σκηνοθεσία του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ. Μπορεί η ρουμανική συμμετοχή να προκαλεί αυτόματους συνειρμούς για βραβεύσεις, αυτή εδώ όμως η ταινία είναι μια μάλλον αδύναμη «αντιπρόσωπος», παρά την εξαιρετική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Λουμινίτα Γκεοργκίου, που κατευθύνεται ολοταχώς προς τα βραβεία του φεστιβάλ.
Η ιστορία, που μπορεί να φαντάζει γκροτέσκα ή παθολογική στους Βορειοευρωπαίους, μοιάζει εξαιρετικά οικεία στα ελληνικά μάτια. Μια μητέρα αγαπά τον γιο της με μια κτητικότητα ανυπέρβλητη, θέλοντας τον αποκλειστικό έλεγχο της ζωής του και, αν γίνεται, να ξωπετάξει και τη γυναίκα του. Οταν ο 35χρονος γιος θα χτυπήσει με το αυτοκίνητο και θα σκοτώσει ένα παιδί στον δρόμο, η μητέρα θα προσπαθήσει, λαδώνοντας όποιον βρει μπροστά της, να αποσύρει τις κατηγορίες. Από πλούσιο περιβάλλον γιατρών η ίδια, θα θεωρήσει ότι ένας φάκελος με λεφτά μπορεί να καθαρίσει συνειδήσεις, μέχρι να έρθει αντιμέτωπη με την άλλη μάνα, του μικρού παιδιού, εκείνη που βιώνει την πραγματική απώλεια. Η ταινία καταλήγει σ’ ένα ελαφρώς αυτονόητο κοινωνικό μήνυμα, ότι η ζωή έχει την ίδια αξία είτε είσαι πλούσιος είτε φτωχός, αλλά κερδίζει πόντους στη ρεαλιστική της κινηματογράφηση, με την κάμερα στο χέρι, σε απόσταση αναπνοής από τους ήρωες, να τους εκθέτει και να τους ανακρίνει.
Στο Forum της Berlinale, ο Αθανάσιος Καρανικόλας παρουσίασε το «Echolot», μια απρόσμενη έκρηξη αισθήσεων και συναισθημάτων. Στην ταινία του 36χρονου Θεσσαλονικιού και πολιτογραφημένου Βερολινέζου, μια παρέα συναντιέται σε μια έπαυλη μέσα στη φύση, για να μνημονεύσει τον φίλο που πέθανε ένα χρόνο πριν. Το πένθος, η εγγύτητα και η απομόνωση θα οδηγήσουν σ’ ένα διονυσιακό ξέσπασμα μουσικής, πάθους, βίας, θλίψης και σεξ, σε μια τριπαρισμένη εκδοχή της «Μεγάλης ανατριχίλας» που σε κρατά με τα μάτια κολλημένα στην οθόνη. Μια ωμή, πανέμορφη, ολόγυμνη ταινία που, μετά το «Elli Makra» του 2007, τοποθετεί τον Καρανικόλα στη λίστα των Ευρωπαίων σκηνοθετών που θα μας απασχολήσουν στο κοντινό μέλλον.
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=23395
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε