- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Το μοιραίο λάθος;
30/09/14 Άρθρα,ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Του Θανάση Διαμαντόπουλου*
Πορφυρογέννητος, γόνος μεγάλης οικογένειας, με προ-προπάππο τον πρώτο υπουργό Εθνικής Οικονομίας του ελληνικού κράτους, εκτινάχτηκε στο πολιτικό προσκήνιο, πέραν της προσωπικής του γοητείας, κυρίως χάρη στην –πολιτική– γοητεία που ασκούσε στον Ευάγγ. Αβέρωφ. Ενώ σε πρώτους υπουργικούς θώκους βρέθηκε, νεότατος, χάρη στην εκτίμηση του Κων. Μητσοτάκη ότι ένας πρωθυπουργός, για να κυριαρχεί στην κυβέρνηση, πρέπει να ελέγχει απόλυτα δύο υπουργεία, των Οικονομικών και των Εξωτερικών (επικεφαλής των οποίων σκόπιμο θεωρούσε να τοποθετούνται προσωπικότητες χωρίς ατομικό ειδικό βάρος, ώστε να είναι πρωθυπουργικά ενεργούμενα…)
Ως υπουργός Εξωτερικών εγκλώβισε τον τόπο σε μια εθνοβλαπτική περιπέτεια προκαθορισμένης έκβασης, όπου η χώρα διασπάθισε το ελάχιστο διεθνοπολιτικό της κεφάλαιο, ώστε να μη διαθέτει πλέον αποθέματα για να μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά σε εξελίξεις στη γειτονιά της ιδιαίτερα επικίνδυνες για την υπόστασή της (π.χ. την απόσχιση και την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου). Κανείς, δε, δεν έμαθε ποτέ εάν κινητροδοτήθηκε πρωτευόντως από πολιτική απειρία/αφέλεια ή από ιδιοτελή καιροσκοπισμό…
Ως ηγέτης της μείζονος αντιπολίτευσης, στη συνέχεια, οχυρούμενος πίσω από την ανεπάρκεια και τις κραυγαλέες τεχνικές αδυναμίες του πρώτου Μνημονίου, καταπολέμησε λυσσαλέα τη μόνη πολιτική επιλογή που μπορούσε να περιορίσει κάπως τις οδύνες της προσαρμογής, καθώς και τις ωδίνες της αναγέννησης μιας χώρας που επί δεκαετίες, με ευρεία κοινωνική και διακομματική συναίνεση, είχε σπάσει τα κοντέρ της δημοσιονομικής αφροσύνης: την πολιτική επιλογή, δηλαδή, της συνδιαλλαγής με τους διεθνείς οργανισμούς, τους φορείς και τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να μας χρηματοδοτήσουν κατά την –ασφαλώς επώδυνη– φάση της εξυγίανσης.
Ως πρωθυπουργός, τέλος, –θέση στην οποία τον οδήγησε η πολιτική αδυναμία του ΠΑΣΟΚ και η εξουσιοφοβία της «υπεύθυνης» Αριστεράς– έκανε, συντομότερα του αναμενομένου, τη στροφή από τον αντιπολιτευτικό στον κυβερνητικό λόγο, τη συνήθη δηλαδή διαδρομή πάνω στο μόνο ιδεολογικό δίπολο που γνωρίζει η ελληνική δημόσια ζωή. Και έτσι υιοθέτησε τις δύο αυτονόητες επιλογές για την επιβίωση του τόπου μας εντός του δυτικού συστήματος αξιών και του δυτικού τρόπου ζωής: Αφενός μεν την προσαρμογή του βιοτικού επιπέδου της χώρας στο επίπεδο των παραγωγικών της δυνατοτήτων (για την ανάγκη ενδυνάμωσης των οποίων έδειξε, πάντως, να έχει κάποια συνείδηση)… Αφετέρου δε την ανάγκη διαχείρισης του δημόσιου χρέους με όρους που δεν θα υπονόμευαν στο διηνεκές την πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού κράτους, άρα θα γινόταν με κάποιας μορφής συναίνεση των –κατά τεκμήριο ρεαλιστών– δανειστών μας.
Αυτές τις, σωστές κατά βάση, κεντρικές επιλογές η κυβέρνηση τις υπηρέτησε, βέβαια, με κακοτεχνίες απίστευτες, με αναλγησία πρωτοφανή και τη συνήθη αδυναμία των μεγαλοαστών να νιώσουν τον μέσο βιοπαλαιστή, πρωτίστως τον αγοροδίαιτο. Επομένως είχαμε φυλακίσεις και εξευτελισμούς –μη κακοπροαίρετων– εισφοροοφειλετών, στερήσεις απόκληρων από στοιχειώδη κοινωνικά αγαθά, απίστευτες αδικίες στην κατανομή των απαραίτητων πρόσθετων φορολογικών βαρών, παρανοϊκή και αντιπαραγωγική φορολογική κλίμακα, διαφορετική βάση φορολόγησης των ενοικίων από τα λοιπά εισοδήματα, τέλος δε τη συνήθη εύνοια προς τα κρατικοδίαιτα παιδιά του κατεστημένου: δικαστές, ένστολους, υπαλλήλους της Βουλής…
Εστω και έτσι, όμως, μέχρις ενός σημείου ο πρωθυπουργός υπηρέτησε τις επιταγές του αυτονόητου. Ωσπου, μετά τη –μικρή– ήττα του στις ευρωεκλογές, αποφάσισε να εισαγάγει και μέσα στο κυβερνητικό σχήμα την κλασική «ιδεολογική» αντιπαράθεση μεταξύ κυβερνητικού και αντιπολιτευτικού λόγου. Ενώ, λοιπόν, ευτυχώς απομάκρυνε κάποιους ρουσφετοκράτορες υπουργούς, ενσωμάτωσε τουλάχιστον τέσσερα στελέχη που πιθηκίζουν, στην πιο ανεύθυνη εκδοχή του, τον αντιπολιτευτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ: έναν υπουργό σε πόστο σημαντικό για τη λειτουργία του κράτους, έναν υφυπουργό σε υπουργείο πρωτεύουσας κοινωνικής σημασίας και δύο υφυπουργίνες, όλους αμφίβολης νοημοσύνης αλλά εγνωσμένης αφέλειας. Μόνο που…
Καμιά κυβέρνηση δεν θα μπορέσει ποτέ να εκφέρει (αυτο)αντιπολιτευτικό λόγο με την πειστικότητα, την ψηφοελκτική ικανότητα, τη χυδαία αυθεντικότητα που το κάνει μια υπερλαϊκιστική αντιπολίτευση, η οποία έχει επιπρόσθετα πετύχει την «αγνότητα» και την κυβερνητική «παρθενία» του βασικού κομματικού της φορέα να τις μεταλαμπαδεύσει ακόμη και στα πιο (διε)φθαρμένα στελέχη του παλιού πολιτικού κατεστημένου που βρήκαν φιλόξενη –και καθαρτήρια– στέγη στους κόλπους της.
Ετσι, διά ταύτα ή παρά ταύτα, ο «πρωθυπουργός της ανόρθωσης», χωρίς σταθερή ρότα αλλά διαρκώς μετεωριζόμενος ανάμεσα στον ενστικτώδη λαϊκισμό της λαϊκής Δεξιάς και την –υπηρετηθείσα χωρίς κοινωνική ευαισθησία ή ευκαμψία– γραμμή της δημοσιονομικής εξυγίανσης, στρώνει με ροδοπέταλα τον δρόμο προς την εξουσία της πιο ανεύθυνης πολιτικής στάσης που γνώρισε ποτέ ο τόπος. (Πιο ανεύθυνης και από αυτήν που υπηρετήθηκε το 1981, γιατί τότε υφίστατο δημόσιο ταμείο όχι τελείως άδειο, υπήρχαν ευρέα στρώματα επί μακρόν αποκλεισμένα από τη νομή του κράτους, ενώ την υπηρετούσαν εγγράμματοι και ευπατρίδες πολιτικοί, όπως ο Σ. Πεπονής, ο Γεννηματάς ή ο Αυγερινός). Με άλλα λόγια, ο εν λόγω πρωθυπουργός φαίνεται να δουλεύει για την κατίσχυση της πολιτικής εκείνης στάσης, η οποία ξαναεπιβεβαιώνει τη μόνη εκτίμηση του Κ. Μαρξ που δικαίωσε η Ιστορία: Πως αυτή επαναλαμβάνεται –μόνο– ως φάρσα… Μια φάρσα, όμως, με τραγικές συνέπειες…
……………………………………………………………………………………………
* Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=239235
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε