- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Οικογένεια Ρομά στην Μπερλινάλε
15/02/13 ART,Αρχείο Άρθρων
63ο Διεθνές Φεστιβάλ Βερολίνου
Ο Βόσνιος Ντάνις Τάνοβιτς μπήκε με την κάμερά του στον καταυλισμό του Ναζίφ και της Σενάντα και κινηματογράφησε την εξαθλίωση και την ελευθερία τους. Ηθελε να καταγγείλει την αδιαφορία του κράτους απέναντι στη φυλή τους αλλά και τη σταθερή διάλυση της χώρας του
AΠΟΣΤΟΛΗ Tης Λήδας Γαλανού
[1]Σ’ ένα Διαγωνιστικό Τμήμα που, φέτος, αποδεικνύεται εξαιρετικά αδύναμο, η νέα ταινία του Ντάνις Τάνοβιτς, του Βόσνιου σκηνοθέτη τού «No Man’s Land», ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα. Με τον τίτλο «Ενα επεισόδιο στη ζωή ενός σιδεροσυλλέκτη», το φιλμ θολώνει τα σύνορα ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ, ρίχνοντας τον φακό του πάνω στην καθημερινότητα μιας οικογένειας Ρομά.
Ο Ναζίφ και η γυναίκα του, η Σενάντα, ζουν μαζί με τα δυο κορίτσια τους σ’ έναν απομακρυσμένο καταυλισμό. Τα χειροποίητα σπίτια είναι μισοκρυμμένα στο χιόνι, ανάμεσα στα διάσπαρτα παρατημένα αυτοκίνητα που περιμένουν δυο δυνατά χέρια να τα διαλύσουν και να τα πουλήσουν για σίδερα. Αυτό ακριβώς κάνει κι ο Ναζίφ κάθε μέρα, για να βγάλει λίγα χρήματα να συντηρήσει, οριακά, τους δικούς του. Οταν η έγκυος Σενάντα θα αποβάλει και θα χρειαστεί επειγόντως να χειρουργηθεί, ανασφάλιστη και φτωχή, το βοσνιακό νοσοκομειακό σύστημα δεν θα μπορέσει να βρει τον τρόπο να της προσφέρει περίθαλψη, αν ο Ναζίφ δεν εξασφαλίσει τα απαραίτητα χρήματα.
Η ιστορία του Ναζίφ και της Σενάντα είναι πέρα για πέρα αληθινή κι ο Τάνοβιτς καταγράφει όσα πραγματικά τους συμβαίνουν, με την κάμερα να συντροφεύει την οικογένεια, τα δράματά της και να παίζει χαριτωμένα με τα μικρά κορίτσια. Ο σκηνοθέτης θέλει οπωσδήποτε να εκφράσει ένα πολιτικό και κοινωνικό «κατηγορώ» για την αδιαφορία της μεταπολεμικής Βοσνίας για τους Ρομά, αλλά η αρετή της ταινίας του δεν βρίσκεται εκεί. Βρίσκεται, αντίθετα, στην αμεσότητα της κινηματογράφησης, στον τρόπο που μεταφέρει στον θεατή μια φέτα ζωής, που μπορεί να είναι πρακτικά εξαθλιωμένη, συναισθηματικά όμως έχει μια νότα ελευθερίας και μια ευπρόσδεκτη έλλειψη δραματικότητας. Η ταλαιπωρημένη Σενάντα κι ο εγκλωβισμένος Ναζίφ αντιμετωπίζουν τα πράγματα με δυναμισμό και συνοπτικές διαδικασίες: μια στρουμπουλή, πληθωρική, σκληροτράχηλη μάνα κι ένας πρακτικός πατέρας που δεν θρηνούν για όσα (δεν) τους έφερε η ζωή, μια και οι ίδιοι, εξάλλου, αποφεύγουν να ενταχθούν στο κοινωνικό σύστημα, αλλά προσπαθούν να κάνουν την κάθε μέρα να περάσει όσο γίνεται πιο ανώδυνα, για να έρθει η επόμενη.
«Οταν έμαθα για την ιστορία του Ναζίφ και της Σενάντα», λέει ο Τάνοβιτς στη συνέντευξη Τύπου για την ταινία, «μου φάνηκε απίστευτο αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας. Η Βοσνία βρίσκεται σε κρίση εδώ και 25 χρόνια. Ο πόλεμος έχει τελειώσει αλλά στην πραγματικότητα δεν σταμάτησε ποτέ. Δεν έχουμε καμιά στρατηγική για το πού κατευθύνεται η χώρα και αργά αλλά σταθερά η κοινωνία μας διαλύεται».
Σε διαμετρικά αντίθετο ύφος, ο Αμερικανός Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, που τα τελευταία χρόνια καταγίνεται με κωμωδίες σαν το «Pineapple Express» και το «The Sitter», επιστρέφει στο στιλ που τον ανέδειξε πριν από χρόνια με το «George Washington» και το «All the Real Girls». Η νέα του ταινία, «Prince Avalanche», τοποθετεί δυο άντρες σ’ ένα απέραντο δάσος του Τέξας το 1988 και τους παρακολουθεί να συνομιλούν και να έρχονται σιγά σιγά σ’ επαφή με τη φύση και τους πραγματικούς εαυτούς τους.
Διακριτική, ιδιότροπη κωμωδία, συχνά στο στιλ του Γουές Αντερσον, η ταινία, με πρωταγωνιστές τον Πολ Ραντ και τον Εμίλ Χερς, εκτυλίσσεται μετά τις πυρκαγιές στο Τέξας το 1987 που αποδεκάτισαν χιλιάδες στρέμματα δέντρων και σπίτια. Ο Αλβιν, σχολαστικός, συγκρατημένος, κι ο Λανς, εκδηλωτικός κάγκουρας, περνούν στο δάσος το καλοκαίρι τους, προσφέροντας εργασία, φτιάχνοντας τη σηματοδότηση στους δρόμους, βάφοντας με επιμονή χιλιόμετρα κίτρινης διαχωριστικής γραμμής, ζώντας στη σκηνή τους και προσπαθώντας να βγάλουν άκρη με τα σχέδιά τους για το μέλλον.
Η ταινία είναι ριμέικ του ισλανδικού «A Annan Veg / Ετσι κι αλλιώς» του Χάφστεϊν Γκούναρ Σίγκουρδσον, που προβλήθηκε στο φεστιβαλικό κύκλωμα το 2011, και μένει απόλυτα πιστή στο πρωτότυπο, γεμίζοντας απλώς την «αγορίστικη» συμβίωση με την υπαρξιακή απεραντοσύνη του αμερικανικού τοπίου. Στη συνέντευξη Τύπου για την ταινία, ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν εξήγησε ότι μετέφερε τους ήρωές του στη δεκαετία του ’80 για να τους απομακρύνει «από κινητά τηλέφωνα, το skype, τα i-pads, σε μια εποχή που τα πράγματα ήταν πιο ευχάριστα…».
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=24749
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε