- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Πού είσαι Λέμι Κόσιον…
24/02/13 ART,Αρχείο Άρθρων
ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ
Είκοσι χρόνια χωρίς τον ενσαρκωτή του Εντι Κονσταντίν
Toυ Δημήτρη Γκιώνη
[1]Ως τραγουδιστής ξεκίνησε την καλλιτεχνική του καριέρα ο Εντι Κονσταντίν και διέπρεψε αρκούντως, αλλά τελικά δοξάστηκε διεθνώς ως κινηματογραφικός ηθοποιός – ειδικότερα ως ενσαρκωτής του ντετέκτιβ Λέμι Κόσιον. Ενός ντετέκτιβ κομψού, σοβαρού, λιγομίλητου, με αίσθηση χιούμορ, απροσδιόριστης γοητείας (καθ’ ότι και ελαφρά βλογιοκομμένος) – το πιο σημαντικό: άκρως αποτελεσματικού όταν πλακωνόταν με κακοποιά ρεμάλια.
Η γροθιά του στόχευε πάντα στο σαγόνι ή στο στομάχι του αντιπάλου και τον άφηνε ξερό, χωρίς ο ίδιος να χάνει τη νηφαλιότητα, με το καπέλο σταθερά στο κεφάλι, ακόμα κι όταν κυλιόταν κατάχαμα. Ηταν ο Ευρωπαίος (από Γαλλία μεριά) κινηματογραφικός ήρωας, που έσπασε κομμάτι το μονοπώλιο των Αμερικανών που «καθάριζαν» (κι εξακολουθούν να «καθαρίζουν»), με λίγη φαντασία, και για πάρτη μας.
Προπομπός του Μποντ
Κατά τους ερευνητές του είδους, υπήρξε ένα είδος προπομπού του Τζέιμς Μποντ. Ο Κόσιον έσκασε για πρώτη φορά μύτη το 1953, ενώ ο Μποντ προέκυψε το 1962 (και επιβιώνει, έπειτα από 50 χρόνια, με 23 ώς τώρα ταινίες – και έπεται συνέχεια…). Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με κάποια σειρά:
Και πρώτα πρώτα, γιατί Κονσταντίν και Κόσιον; Διότι σε δύσκολους καιρούς, όταν δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν οι πραγματικοί ήρωες, αρπαζόμαστε από τους φανταστικούς. Τέτοιος υπήρξε ο Λέμι Κόσιον, με τη μορφή του Εντι Κονσταντίν, που άφησε τα εγκόσμια πριν από είκοσι χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1993, στα 76 του (αυτό ως δεύτερο διότι). Είχε όμως, στα 40 χρόνια της καλλιτεχνικής του διαδρομής, παίξει σε 95 ταινίες – στις 13 ως Λέμι Κόσιον. Την τελευταία το 1991, με σκηνοθέτη τον Ζαν Λικ Γκοντάρ, του οποίου είχε προηγηθεί η βραβευμένη με Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ Βενετίας «Αλφαβίλ» (1965), όπου ο Κόσιον μεταφέρει τη δράση του σ’ έναν φανταστικό πλανήτη.
Ελαφρώς περίπλοκος ο βίος του Κονσταντίν, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Εντουαρντ Κονσταντινόφσκι. Μετανάστες στο Λος Αντζελες οι γονείς του -Ρώσος ο πατέρας, Πολωνή η μητέρα-, έτος γεννήσεως 1917. Κάποιες μετρίου αποτελέσματος καλλιτεχνικές απόπειρες στη γενέτειρά του τον έκαναν να μετακινηθεί (1950) προς την Ευρώπη. Αρχικά στη Βιέννη, όπου έκανε και κάποιες μουσικές σπουδές, για να περάσει στη συνέχεια στο Παρίσι.
Εκεί χώρεσε καλύτερα. Τραγουδιστικές εμφανίσεις σε καμπαρέ, ώσπου τον ανακάλυψε η Εντίθ Πιαφ, με την οποία συνεργάστηκε (βοηθώντας τη, συν τοις άλλοις, στη μετάφραση τραγουδιών της και στ’ αγγλικά), ώσπου (το 1953) προέκυψε ο κινηματογράφος. Ενας μικρός ρόλος και αμέσως μετά ο Λέμι Κόσιον (που τονισμένο στη λήγουσα, στη γαλλική, σημαίνει γουρούνι). Εν τω μεταξύ είχε πάρει τη γαλλική υπηκοότητα.
Ο εν λόγω ντετέκτιβ, πριν βγει στην οθόνη, είχε διαπρέψει ως μυθιστορηματικός ήρωας, από τη γραφίδα ενός μετρ των αστυνομικών αναγνωσμάτων, του Βρετανού Πίτερ Τσένει (1896–1951), γεννήτορα κι ενός άλλου γνωστού ντετέκτιβ, του Σλιμ Κάλαχαν, που πέρασε κι αυτός στην οθόνη, όπως και άλλα έργα του συγγραφέα.
Και σε ποιοτικά
Μολονότι οι ταινίες με τον Κονσταντίν–Κόσιον εντάσσονται στην κατηγορία των B–Movies (παρακατιανής δηλαδή ποιότητας), γνώρισαν (όπως γίνεται συνήθως) διεθνώς μεγάλη εμπορική επιτυχία. Διέπρεψε όμως και σε ταινίες αξιώσεων με σκηνοθέτες, πλην του προαναφερόμενου Γκοντάρ, όπως οι: Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, Ανιές Βαρντά, Ιβ Αλεγκρέ, Μίκα Καουρισμάκι, Λαρς φον Τρίερ, Ζαν Λουί Ρισάρ κ.ά.
Ο Κονσταντίν υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα, όπου είχε έρθει το 1961 για γυρίσματα της ταινίας του Ζαν Λουί Ρισάρ «Μπαρούτι και βόλια», ενώ υπάρχει και μια φωτογραφία (στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Το ρεμπέτικο τραγούδι»), που τον εμφανίζει με τον Τσιτσάνη το 1956. Ακόμη, ως Κονσταντίν–Κόσιον πέρασε το 2002 τιμητικά και στον ελληνικό κινηματογράφο, στην ταινία του Νίκου Ζερβού «Στη σκιά του Λέμι Κόσιον» -αναφορά στα φιλμ νουάρ– με πρωταγωνιστές τους Λάκη Κομνηνό, Κώστα Κακαβά και Σπύρο Φωκά.
Ο Εντι Κονσταντίν είχε δοκιμαστεί και ως συγγραφέας, ειδικότερα παιδικών βιβλίων. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει το παραμύθι του «Το στοίχημα» (εκδ. «Λιβάνη»). Κατά τα άλλα διήλθε έναν έντονο προσωπικό βίο. Παντρεύτηκε τρεις φορές, απέκτησε συνολικά τέσσερα παιδιά και πέθανε από καρδιά. Να ζούμε να τον θυμόμαστε.
……………………………………………………………………………………………………………………………………
Στο πλαίσιο
Μίνως Αργυράκης (1919-1998) με 40 (άκρως) «Ερωτικά» σχέδια στην γκαλερί Xippas στο Κολωνάκι. Σχέδια (διάβασα εδώ σ’ εμάς, 8 Φεβρουαρίου, με την υπογραφή της Παρής Σπίνου) «φιλοτεχνημένα την περίοδο 1968-1969, συνδέοντας με τον δικό του γνωστό τρόπο το σατιρικό με το ονειρικό, αποτυπώνοντας μύχιες σκέψεις και επιθυμίες, βγάζοντας τη γλώσσα στην υποκρισία της δημόσιας ζωής».
***
Ως εδώ καλά. Αυτό που δεν γίνεται σαφές είναι πού ο Αργυράκης φιλοτέχνησε αυτά τα σχέδια (που πωλούνται προς 3.500 ευρώ, συν ΦΠΑ το καθένα – και σε ποιον ανήκουν τάχα;, ενώ ερωτήματα προκαλούν τα αναγραφόμενα από τον ιστορικό τέχνης Θανάση Μουτσόπουλο για τις σχέσεις του καλλιτέχνη με ξένους «πολύχρωμους μακρυμάλληδες χίπις», που «γρήγορα τους αγκάλιασε και τους στέγασε σπίτι του, που έγινε λίγο-πολύ η κατ’ εξοχήν «βίλα των οργίων και της μαριχουάνας». Και στο φινάλε: «Μια ζωή έξω από κάθε νόρμα, αγνόησε κάθε κοινωνική ή ηθική απαγόρευση και είχε ανάλογη κατάληξη» (;).
***
Οπως αναγράφεται στο λεύκωμα «Αργυράκης–το άγνωστο έργο του ζωγράφου» (εκδ. ergo, 2007), o καλλιτέχνης με τη δικτατορία του ’67 έκλεισε την «Κιβωτό της Μιμς», το σπίτι–καλλιτεχνικό κέντρο που είχε δημιουργήσει στην Πλάκα με τη σύζυγό του Αμυ Μιμς, όπου σύχναζαν Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σωτήρης Σπαθάρης κ.ά., και έφυγε στο εξωτερικό (Αγγλία, Αλγερία, Δανία). Πού στα κομμάτια φιλοξενήθηκαν οι χίπις, πού η μαριχουάνα και τα όργια; Εκτός πια αν αυτά γράφτηκαν –κακώς- για να τονωθεί η εν λόγω έκθεση.
ΚΑΙ… Ας είναι καλά τα κανάλια με τα μαγειρέματα – χορταίνει ο κοσμάκης.
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=25943
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε