- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Γλωσσικό ανάχωμα στη βία
23/02/13 ART,Αρχείο Άρθρων
ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Του Νίκου Δαββέτα
[1]PAUL CELAN «Γλωσσικό πλέγμα». Ποιήματα. Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου. Εκδόσεις ΑΓΡΑ, σελ 200.
Ο γερμανόφωνος δημιουργός που με το ποίημά του «Φούγκα του Θανάτου» ανέτρεψε τη γνωστή ρήση–αντίρρηση του Αντόρνο, πως «δεν μπορεί να γραφτεί ποίηση μετά το Αουσβιτς», στην πραγματικότητα δεν μπόρεσε ποτέ να απομακρυνθεί από το τραυματικό βίωμα του εγκλεισμού στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και της τυχαίας διάσωσης ή αν προτιμάτε από «το αμάρτημα της επιβίωσης», για να θυμηθούμε έναν άλλον επιζώντα του Ολοκαυτώματος, τον συγγραφέα Ιμρε Κέρτες.
Από το 1945 που έγραψε τη «Φούγκα» ώς το 1955 που αρχίζει να συνθέτει τα ποιήματα της συλλογής «Γλωσσικό πλέγμα» μεσολαβεί μόλις μία δεκαετία. Οταν το 1959 κυκλοφορεί το βιβλίο του, η κριτική θα μιλήσει για μια στροφή στο έργο του, στροφή όμως που έχει να κάνει περισσότερο με την επεξεργασία της γλώσσας και τη δομή του ποιήματος, παρά με τη θεματολογία. Η ελλειπτικότητα που χαρακτηρίζει τη συλλογή, τα μεγαλύτερα κενά, οι παύσεις δεν παύουν να μας υπενθυμίζουν ότι ο ποιητής εξακολουθεί να κινείται στον αυλόγυρο ενός στρατοπέδου, σε έναν χώρο απ’ όπου οι ομογάλακτοί του δεν μπορούν να διαφύγουν, να επιπλεύσουν ασφαλείς μέσα στην Κιβωτό του Θεού τους. «Μόνο τα στόματα/διασώθηκαν. Εσείς που βουλιάζετε, ακούστε κι εμάς».
Ιδού λοιπόν σε ποιους απευθύνεται εκ νέου ο ποιητής: «Σ’ αυτούς που βουλιάζουν» κυριολεκτικά και μεταφορικά, με δάχτυλα που λιώνουν σαν κεριά, αδύναμα να γαντζωθούν στο ξύλο της σωτηρίας. Μα και ο βιβλικός Θεός, στα χρόνια του Κατακλυσμού αδύναμος, απόμακρος, απρόθυμος να επέμβει: «Αρπαχτήκαμε κιόλας ο ένας από τον άλλον Κύριε/και αλληλογαντζωθήκαμε σα να 'ταν/το σώμα καθενός μας/το δικό σου το σώμα Κύριε».
Αλλοτε, το τοπίο γύρω του, η μοναδική ξηρά που βλέπει, του θυμίζει το σταροχώραφο του Βικέντιου βαν Γκογκ: «Κυματιστό σιτάρι με σμήνη από κοράκια να πετούν από πάνω του/Τίνος ουρανού είναι το γαλάζιο; Του επάνω; Του κάτω;». Προφανώς δυσδιάκριτα τα όρια μπροστά στους νεκρούς συντρόφους και φίλους «μάτια και στόμα χάσκουν τόσο άδεια και ορθάνοιχτα Κύριε».
Η συλλογή κλείνει με την ενότητα «Streto», επίσκεψη ενός επιζώντος σε έναν ερημότοπο, ίσως σε έναν χώρο εκτελέσεων, που αποδίδεται με μια παραληρηματική γραφή. «Ο τόπος, όπου κείτονταν, έχει/όνομα». Μια υποψία ζωής τα υπόγεια ύδατα και το ταπεινό χορτάρι που σκεπάζει το αποτρόπαιο παρελθόν.
Ποιήματα του Τσέλαν στη γλώσσα μας πρωτοδημοσιεύθηκαν, αν δεν με απατά η μνήμη μου, στο περιοδικό «Διαγώνιος» της Θεσσαλονίκης το 1972. Εκτοτε δεν μπορούμε να πούμε πως ο ποιητής ευτύχησε μεταφραστικά, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες γερμανομαθών και μη. Στην παρούσα όμως έκδοση, η μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου διασώζει στο ακέραιο την ποιητική συγκίνηση αποφεύγοντας να «στεγνώσει» τους λυρικούς τόνους του Τσέλαν. Οι σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου χρήσιμες, αλλά όχι αναγκαίες για την κατανόηση των στίχων. Οπως έλεγε και ο ίδιος ο ποιητής: «μην μπαίνετε στον κόπο να κατανοήσετε. Να διαβάζετε και να ξαναδιαβάζετε και τότε το ποίημα θα ανοιχθεί από μόνο του».
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=27568
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε