- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Γιούλα, Γιούλα Ζουμπουλάκη

05/03/13 ART,Αρχείο Άρθρων

Του Λάκη Παπαστάθη 

Σκηνοθέτης-συγγραφέας

 

Δεν αγόρασα το βιβλίο από το βιβλιοπωλείο. Μου το άφησε στο τραπεζάκι του καφενείου ο φίλος μου εκδότης Νίκος Γκιώνης. Περνώντας μου είπε: «Θέλω να το διαβάσεις». Ημουν μόνος και το άνοιξα. Αρχισα αργά την ανάγνωση …. «εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου». Για να μείνω μόνος μεταφέρθηκα με τον καφέ μου στο βάθος του καφενείου και κάθισα με την πλάτη στον κόσμο. Ηθελα να απομονωθώ.

 

Εξήντα περίπου σελίδες μονορούφι. Οπως μικρός, σημείωνα με μολύβι για να μαθαίνω και να θυμάμαι. Νόμιζα αυθαίρετα -το λέω επειδή θα ήθελα να συμβαίνει έτσι– πως ένιωθα τα ίδια αισθήματα που ένιωθε και ο συγγραφέας όταν το έγραφε. Αισθανόμουν πως το ίδιο το κείμενο καθόριζε τον ρυθμό της ανάγνωσης. Δεν ήταν αργός, που αδιαφορούσε για την εξέλιξη των γεγονότων, ούτε και βιαστικός, που δεν γευόταν την κάθε στιγμή της αφήγησης. Προς το τέλος μόνον –παρά τα συγκλονιστικά γεγονότα– υπήρξε μια μικρή βιασύνη, γιατί δεν κρατιόμουν. Ηθελα να τηλεφωνήσω σε φίλους, να τους μιλήσω με ενθουσιασμό και συγκίνηση, να τους συστήσω το βιβλίο.

 

Στη δεύτερη ανάγνωση στο σπίτι η σχέση με το κείμενο ήταν πιο στοχαστική. Με πολλά πισωγυρίσματα και στάσεις. Αλλά και τότε –παρά τη διάθεση παρατήρησης και κριτικής– ξανάνοιξαν οι κρουνοί των δακρύων μου.

 

Με την «Αδελφή μου» του Σταύρου Ζουμπουλάκη εκτινάσσεται ξανά το αυτοβιογραφικό στοιχείο στη λογοτεχνία μας. Οχι στοιχεία μόνον αυτοβιογραφίας, που μεταπλάθονται, που κρύβονται, που αποκτούν προσωπεία, που εντάσσονται αλλοιωμένα στη μυθοπλασία της αφήγησης. Εδώ ο συγγραφέας είναι ο αφηγητής και έχει ονοματεπώνυμο.

 

Ανάλογες αφηγήσεις γέννησαν το ελληνικό διήγημα το 1883 με τις δημοσιεύσεις στην ΕΣΤΙΑ των διηγημάτων του Βιζυηνού. Ο Παλαμάς είχε γράψει γι’ αυτά: εις τα διηγήματα του Βιζυηνού, αι εντυπώσεις και αναμνήσεις των παιδικών χρόνων και της νεανικής ηλικίας, ως ειδός τι οικογενειακών απομνημονευμάτων, το πρόσωπον του συγγραφέως, εξερχόμενον επί της σκηνής, διαδραματίζει ουσιώδες μέρος. Διά τούτο και η αλήθεια αυτών έχει τι το οικείον και το ψηλαφητόν, το ειλικρινές, το προκαλούν ευθύς εξ αρχής την εμπιστοσύνην, το επιτείνον την συγκίνησιν».

 

Τότε το υλικό της ζωής του συγγραφέα γέννησε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, που το υπηρέτησαν και το υπηρετούν με επιτυχία δεκάδες, εκατοντάδες Ελληνες συγγραφείς. Σήμερα –αναρωτιέμαι– σε ποιο λογοτεχνικό είδος ανήκει το βιβλίο του Ζουμπουλάκη; Εχει όμως σημασία να το κατατάξουμε; Σίγουρα, πάντως, το αφήγημα αυτό δεν δικαιώνει τις εκατοντάδες τόνων άχρηστων τυπωμένων σελίδων από αβίωτους και άτεχνους συγγραφείς, που φιλοδόξησαν να κάνουν τους εαυτούς τους λογοτεχνικούς ήρωες.

 

Το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη έχει δομηθεί –από τη στιγμή που ξέσπασε η επιληψία στη Γιούλα– σε δύο παράλληλους άξονες. Τα δύο παπαδοπαίδια –ο συγγραφέας και η αδελφή του– μεγαλώνουν μέσα στον πόνο, ενώ περιβάλλονται από τη συντριβή των γονέων τους αλλά και τη σιωπή. Το μυστικό της οικογένειας μένει μέσα στο σπίτι, δεν το μοιράζονται με άλλους. Ο κατά δύο χρόνια μικρότερος Σταύρος κλείνεται στον εαυτό του και διαβάζει μανιωδώς… Αρνήθηκα τη χαρά. Αφού η Γιούλα υποφέρει, δεν γίνεται εγώ να χαίρομαι…

 

Το ερώτημα ήταν βέβαια ένα: πώς γίνεται ο Θεός της αγάπης, ο Θεός που απαιτεί την αγάπη, να δείχνει τόση σκληρότητα στην αδελφή μου;… Γιατί η Γιούλα δεν γίνεται καλά; Ο πατέρας μας είναι παπάς, η μάνα μας πηγαίνει κάθε μέρα –δεν είναι σχήμα λόγου– στην εκκλησία, έχουν λιώσει και οι δυο τους στην προσευχή, η Γιούλα έχει βαθιά πίστη, μα τι άλλο θέλει επιτέλους ο Θεός για να δείξει την καλοσύνη του!

 

Η οικογένεια του Σταύρου Ζουμπουλάκη δεν είναι σαν τις αιματοβαμμένες οικογένειες της τραγωδίας και των μύθων με τα πάθη και τη δίψα της εξουσίας. Δεν μοιάζει με την οικογένεια της Φραγκογιαννούς ούτε σχετίζεται με τις εκατοντάδες οικογένειες της νεωτερικής έκφρασης στο θέατρο, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, όπου παρουσιάζονται ως εκτροφεία προβληματικών παιδιών. Η μητέρα του δεν είναι από τη γενιά της Μήδειας ούτε έχει σχέση με την τρομερή μάνα του Βιζυηνού. Ταιριάζει σ’ αυτήν η μουσική από την προσωπογραφία της μητέρας μου του Μάνου Χατζιδάκι ή η ζωγραφιά με το πορτρέτο της μάνας του Νίκου Λύτρα. Την οικογένεια του συγγραφέα την εκφράζουν επίσης τα εκατοντάδες ρεμπέτικα τραγούδια, από το «Κάποια μάνα αναστενάζει» μέχρι το αριστουργηματικό τραγούδι της αδελφής του Βασίλη Τσιτσάνη.

 

Ισχυρίζονται κάποιοι πως ο συγγραφέας, με την αποκλειστική προσήλωση στην αδελφή του, αγνοεί την αγάπη που όφειλε στους γονείς του, στις συντρόφους του, στους φίλους, στους δασκάλους κ.λπ. Στην αξιολόγηση της αγάπης υπάρχει μόνον η Γιούλα… «Η αδελφή μου ήταν ο άνθρωπος που αγάπησα περισσότερο στη ζωή μου, ο μόνος μάλλον που αγάπησα πραγματικά – εξαιρούνται πάντα από αυτούς τους λογαριασμούς τα παιδιά μου». Η λογοτεχνία δεν είναι ηθικοπλαστικό κήρυγμα. Αυτή η ιδιαίτερη εμμονή του συγγραφέα κάνει το βιβλίο μοναδικό. Κανείς δεν πρέπει να κρίνει τους άλλους με τις δικές του μόνον αρχές και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνά τη σφραγίδα του πόνου και του θανάτου… «Την είδα για τελευταία φορά την Κυριακή 5 Αυγούστου. Είπε καθαρά, ποιος ξέρει με πόση προσπάθεια, το όνομά μου. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτε άλλο, αρκούσε να πει το όνομά σου, για να μιλήσει η απέραντη αγάπη της. Αυτό μου λείπει σήμερα περισσότερο απ’ όλα, η φωνή της να με καλεί, να λέει το όνομά μου. Προσεύχομαι να την ξανακούσω στα όνειρά μου. Μια στιγμή μπόρεσε και μου είπε «αγάπη μου».

 

Αυτό το βιβλίο μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή, να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο.

 

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=28722