- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

«Με τρόμαξε η ωμή σεξουαλικότητα του ρόλου μου»

10/03/13 Αρχείο Άρθρων,ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Νικόλ Κίντμαν, μια ηθοποιός που αναζητά πάντα τα δύσκολα και τεντώνει τα όριά της

 

Η αγαπημένη όλων των μεγάλων σκηνοθετών, από τον Κιούμπρικ και τον Φον Τρίερ μέχρι τον Παρκ Τσαν-Γουκ, εκπλήσσει με την εμφάνισή της στο «The Paperboy» του Λι Ντάνιελς. Είναι μια εκπληκτικά σέξι, white trash, ελαφρώς παρανοϊκή γυναίκα, ερωτευμένη με κατάδικο

 

Της Ερσης Δάνου

 

getFile (39) [1]Οταν μετά από μισό αιώνα θα κοιτούν πίσω στην εποχή μας, θα βλέπουν τη Νικόλ Κίντμαν σαν την Γκρέτα Γκάρμπο ή τη Σοφία Λόρεν του καιρού μας – μια σωστή πριγκίπισσα του σινεμά, ικανή για ρεπερτόριο μεγάλης γκάμας, από το «Μπάτμαν για πάντα» (1995) και τις «Ωρες» (2002) ώς το «Πορτρέτο μιας κυρίας» (1996) και το μιούζικαλ «Moulin Rouge» (2001). Μάλλον η Νικόλ Κίντμαν είναι από μόνη της μια ολόκληρη εποχή. Οι περισσότεροι μεγάλοι σκηνοθέτες του καιρού μας, Κιούμπρικ, Φον Τρίερ, Λούρμαν, Μέντες, Μινγκέλα και πολλοί άλλοι έχουν μιλήσει γι' αυτήν με δέος, σαν να είναι πραγματικά γαλαζοαίματη.

 

Ωστόσο, η ίδια δεν διστάζει να τα δώσει όλα στη δουλειά της, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να υποδυθεί μια Παριζιάνα πόρνη του 19ου αιώνα ή το «white trash girl» του αμερικανικού Νότου της δεκαετίας του ’60 στην ταινία «The Paperboy» του Λι Ντάνιελς, που παίζεται στις αθηναϊκές αίθουσες.

 

Στη συνέντευξη που μας έδωσε μιλάει για τη Σάρλοτ που υποδύεται στο «The Paperboy», τη Μάρθα στην ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν «Hemingway and Gellhorn» και φυσικά για τη συνεργασία της με τον Κορεάτη σκηνοθέτη Παρκ Τσαν-Γουκ στο «Stoker». Δεν αποφεύγει να αναφερθεί στην προσωπική της ζωή.

 

- Η ερμηνεία σας στο «The Paperboy» είναι πολύ τολμηρή και διαφορετική απ’ ό,τι έχετε κάνει ώς τώρα.

 

«Ναι, είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν με ζητούν για τέτοιους ρόλους, ειδικά σε αυτό το στάδιο της καριέρας μου. Tείνουν να με διαλέγουν για ρόλους που αντιστοιχούν στον τρόπο που με βλέπουν συνήθως. Αυτό φυσικά είναι απογοητευτικό για μένα ως ηθοποιό, γιατί αναζητώ ρόλους που δεν μου μοιάζουν ή είναι παραπλήσιοι με αυτούς που έχω ήδη ερμηνεύσει. Αντίθετα, θέλω πάντα να “τεντώνω” τα όριά μου και να δουλεύω από μια θέση όχι βολής, αλλά δυσκολίας. Ο ρόλος της Σάρλοτ με ενδιέφερε ακριβώς γιατί δεν έχει σχέση με μένα προσωπικά. Προφανώς με τρόμαζε η ωμή σεξουαλικότητα του ρόλου. Αλλά δουλειά μου ήταν να του αφοσιωθώ και να μην αφήσω τους προσωπικούς μου ενδοιασμούς να με επηρεάζουν».

 

- Πώς χειριστήκατε, λοιπόν, τις σίγουρα δύσκολες σεξουαλικές σκηνές;

 

«Ο μόνος τρόπος που μπορούσα να χειριστώ τον ρόλο γενικά ήταν να “γίνω” η Σάρλοτ. Ο Τζον Κιούζακ και εγώ, σε όλη τη διάρκεια του γυρίσματος, δεν απευθυνόμαστε ο ένας στον άλλο ως Τζον και Νικόλ. Μόνο στο τέλος των γυρισμάτων με βρήκε και μου είπε, “γεια σου, είμαι ο Τζον”. Δεν είχα απόλυτη συναίσθηση του τι έκανα. Η κάμερα ήταν συνήθως κρυμμένη στο πίσω μέρος του δωματίου».

 

- Πώς γίνεται μια γυναίκα να διακατέχεται από τόσο έντονο πάθος για έναν αδυσώπητο εγκληματία; Είναι πραγματικό το πάθος της;

 

«Μια γυναίκα με δύσκολη ζωή και χαμηλή αυτοπεποίθηση έχει ανάγκη να νιώθει ότι μπορεί να ελέγχει το περιβάλλον της. Ετσι, όσο ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Κιούζακ είναι στη φυλακή, αισθάνεται ότι έχει έλεγχο. Οταν όμως βγαίνει από τη φυλακή, τα πράγματα αλλάζουν. Γι’ αυτό και δεν τον περιμένει, παρόλο που ξέρει πολύ καλά ότι θα τη βρει. Η στιγμή που τη βρίσκει είναι παράξενη, βίαιη και θλιβερή. Αυτός είναι το πεπρωμένο της – όχι τόσο το πάθος της, αλλά ο εθισμός της».

 

- Συγχρόνως η Σάρλοτ νιώθει έλξη και προς έναν νεότερο άνδρα, που τον υποδύεται ο Ζακ Εφρον.

 

«Σ' αυτόν το λέει απλά: “Μη με θέλεις, δεν είμαι για σένα”. Ήταν μια φράση που πρόσθεσα μόνη μου. Πίστευα ότι ήταν απαραίτητο να φανεί ότι είχε συναίσθηση πως η σχέση μαζί του ήταν αδύνατη, ότι θα του έκανε κακό αν τον άφηνε να την ερωτευτεί πραγματικά. Δεν είναι ερωτευμένη μαζί του, γιατί δεν το επιτρέπει στον εαυτό της – ξέρει ότι είναι πιο καλός και πιο αγνός απ’ όσο της αξίζει. Στην ουσία τού δείχνει τη μεγαλύτερη αγάπη που θα μπορούσε να δείξει μια τέτοια γυναίκα προφυλάσσοντάς τον από την ίδια».

 

- Ο ρόλος της Μάρθας Γκέλχορν, συζύγου του Χέμινγουεϊ, βρίσκεται στον αντίποδα της Σάρλοτ – πρόκειται για ένα αληθινό πρόσωπο που έζησε ηρωικά, μια τολμηρή δημοσιογράφο με τεράστια καριέρα. Ποια σειρά ακολουθείτε όταν επιλέγετε ένα ρόλο; Τον ρόλο, τον σκηνοθέτη, το είδος της ταινίας;

 

«Δίνω προτεραιότητα στο ποιος είναι ο σκηνοθέτης αν και ένας ρόλος σαν της Σάρλοτ με προσέλκυσε για τους λόγους που ανέφερα. Απ’ την άλλη, η Μάρθα Γκέλχορν ήταν μια ηρωίδα που χάραξε δρόμο για τις γυναίκες δημοσιογράφους και ρεπόρτερ πολέμου. Για μένα ο ρόλος είναι πολύ σημαντικός γιατί έχει να κάνει με το να δίνεις φωνή σ' αυτούς που δεν έχουν. Πάντα με ενδιέφεραν οι πρωτοπόρες, ασυμβίβαστες γυναίκες. Φυσικά, η ιστορία της Μάρθας, σε συνδυασμό με τη σκηνοθεσία του Φίλιπ Κάουφμαν, ήταν μεθυστική. Η Σάρλοτ, βέβαια, στέκεται στον αντίποδά της. Αλλά αυτό ακριβώς θέλω: ποικιλία και μια παραπάνω ευκαιρία να καταλάβω την ανθρώπινη κατάσταση. Είμαι 45 χρόνων αλλά δεν έχει σταματήσει να με γοητεύει το ταξίδι της ανθρωπότητας».

 

- Συνήθως τα 45 είναι μια πολύ καλή ηλικία για τις γυναίκες.

 

«Αισθάνομαι λίγο πιο κουρασμένη. Καμιά φορά νιώθω σωματικούς πόνους γιατί έχω δυο μικρά παιδιά. Το να μεγαλώνω δυο κοριτσάκια σ’ αυτή την ηλικία είναι ένα πραγματικό δώρο. Ταυτόχρονα, δεν έχω την ίδια αντοχή που είχα όταν ήμουν 20 χρόνων. Επιθυμώ όμως, συναισθηματικά και διανοητικά και μ’ όλο μου το είναι, να ζήσω μια καλά μελετημένη ζωή, ώστε να καλλιεργήσω περισσότερη συμπόνια, καλοσύνη και κατανόηση και να κάνω πράγματα που αφορούν τον κόσμο. Νομίζω ότι η κατανόηση του ποια είμαι και του τι θέλω να κάνω έχει διευρυνθεί από τότε που ήμουν 20 και 30. Η ηλικία και η γνώση σού δίνουν δυνατότητες να προσφέρεις κάτι. Ταυτόχρονα, με απασχολεί το γεγονός ότι οι γονείς μου έχουν μεγαλώσει πια. Βλέπω καθαρά το τέλος και το αποτέλεσμα είναι γλυκόπικρο. Αλλά συγχρόνως νιώθω μεγάλη χαρά και ευγνωμοσύνη για κάθε μέρα που περνά».

 

- Καταλαβαίνετε το πάθος της Μάρθας Γκέλχορν για τον κίνδυνο και το πολεμικό ρεπορτάζ;

 

«Οταν ήμουν έφηβη, με τραβούσε αυτή η ζωή. Ηθελα να ζω τολμηρά και γενναία. Αν δεν είχα πάθος για την υποκριτική, ίσως να είχα πορευτεί προς αυτή την κατεύθυνση. Νομίζω πάντως ότι το 'χουμε στο αίμα μας, όταν είμαστε διατεθειμένοι σαν τη Μάρθα, να κάνουμε θυσίες για αυτό που αγαπάμε. Κάτι μέσα της της έλεγε πως έπρεπε να γίνει μάρτυρας σημαντικών ιστορικών στιγμών, όπως ο ισπανικός εμφύλιος, και μετά να τα διαδώσει σε όλο τον κόσμο, με κίνδυνο της ζωής της. Δεν ξέρω αν πρέπει να ονομάσουμε κάτι τέτοιο απλώς τρέλα ή απίστευτο αλτρουισμό».

 

- Πώς ήταν η εμπειρία σας με τον Παρκ Τσαν-Γουκ στο «Stoker»;

 

«Είναι μεγάλος μάστορας. Αισθάνομαι πολύ τυχερή που δούλεψα μαζί του. Δεν μιλάει αγγλικά κι αυτό μας ανάγκασε να δίνουμε προσοχή στα βλέμματα και στα νοήματα και κάπως καταφέραμε να επικοινωνούμε… Σε αντίθεση με τον Λι Ντάνιελς, που θέλει μια χαλαρή ατμόσφαιρα στο γύρισμα, όπου η κάμερα κινείται ελεύθερα και ποτέ δεν ξέρεις τι ακριβώς γίνεται, ο Παρκ Τσαν-Γουκ είναι πολύ μεθοδικός. Κάθε πλάνο, λήψη ή λέξη – όλα είναι απόλυτα χορογραφημένα».

 

- Μιλήσατε για την ανάγκη σας να παίζετε ποικίλους ρόλους και, μάλιστα, δύσκολους. Εχετε όμως κάποια όρια που αρνείστε να ξεπεράσετε;

 

«Ναι, έχω όρια. Για παράδειγμα, δεν μπορώ να κάνω κάτι που να έχει σχέση με κακοποίηση παιδιών. Μου είναι αδύνατο. Στο γύρισμα της ταινίας “Οι άλλοι”, το σενάριο μού επέβαλλε να χτυπήσω ένα παιδί. Βρήκαμε όμως έναν τρόπο να το αποφύγουμε. Θέλω να δουλεύω πάντα από τη μεριά της αγάπης».

 

- Πώς γίνεται μια άφοβη ηθοποιός σαν κι εσάς να αυτοαποκαλείται «ντροπαλή»;

 

«Συχνά στο γύρισμα χρειάζεται να σπρώξω τον εαυτό μου, ειδικά όταν φαντάζομαι ένα συνεργείο 200 ατόμων να με παρακολουθεί. Η εσωστρέφεια είναι το φυσικό μου. Θα με εμπόδιζε στη δουλειά μου αν δεν ανάγκαζα τον εαυτό μου να την παραβλέπει. Δε μ’ αρέσει καθόλου να πηγαίνω σπίτι με την αίσθηση ότι θα μπορούσα να είχα δοκιμάσει και κάτι άλλο. Οπότε, πείθω τον εαυτό μου να προχωρήσει, αψηφώντας το τι θα πουν οι άλλοι, ακόμα κι αν με δουν να αποτυγχάνω ή να κάνω κάτι γελοίο. Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί. Αλλά στόχος μου είναι να καταφέρω να φτάσω σε κάτι βαθύ και πρωτόγνωρο».

 

- Τώρα που ζείτε μόνιμα στο Νάσβιλ, πώς σας φαίνεται το Λος Αντζελες;

 

«Εχω πολλές αναμνήσεις από το Λος Αντζελες. Μου έρχονται μυρωδιές από το παρελθόν… Οι άνεμοι της Σάντα Αννα μού δίνουν όμως μια γλυκιά αίσθηση. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα είμαι στα 80 μου, όταν θα με περιτριγυρίζουν μνήμες απ’ όλες τις μεριές».

 

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=30172