- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

«Σκηνοθέτης είναι αυτός που πετάει μαχαίρια στη σκηνή»

16/03/13 ART,Αρχείο Άρθρων

Ο νέος διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν, Ολιβιέ Πι, ανεβάζει ελληνικό έργο στο Εθνικό Θέατρο

 

Ακατάλληλο για ανηλίκους είναι το «Vitrioli» του Γιάννη Μαυριτσάκη. Ο Ολιβιέ Πι σκηνοθετεί για δεύτερη φορά έργο του. Δηλώνει ότι, αν και είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν, του άρεσε που πλατσούρισε στη «μαύρη λάσπη» του

 

Της Εφης Μαρίνου  Φωτογραφίες: Μάριος Βαλασόπουλος

 

[1]Ολιβιέ Πι. Σκηνοθέτης, περφόρμερ, στιχουργός, ηθοποιός, μ’ άλλα λόγια «ποιητής» όπως αποκαλεί τον εαυτό του. Ο μέχρι πρότινος διευθυντής του ιστορικού θεάτρου «Οντεόν» του Παρισιού και μελλοντικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν ήρθε στην Ελλάδα για να σκηνοθετήσει το καινούργιο έργο του ταλαντούχου Γιάννη Μαυριτσάκη, «Vitrioli», που κάνει σήμερα την πρεμιέρα του στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Είναι μια παράσταση ακατάλληλη για ανηλίκους. Συγγραφέας και σκηνοθέτης συνομίλησαν προχθές στο Γαλλικό Ινστιτούτο με συντονίστρια την Εφη Θεοδώρου. Εντυπωσιακά φειδωλός ο πρώτος, καταιγιστικός ο δεύτερος.

 

Ο Ολιβιέ Πι γνωρίζει το σύγχρονο ελληνικό θέατρο μέσα από τα έργα του Δημήτρη Δημητριάδη και του Γιάννη Μαυριτσάκη. Δεν ανακάλυψε τώρα τον Μαυριτσάκη. Είχε σκηνοθετήσει στο «Οντεόν» πριν από χρόνια το έργο του «Τυφλό σημείο», στο οποίο μάλιστα έπαιζε.

 

«Επαιζα έναν υστερικό τύπο. Τότε κατάλαβα πόσο σημαντική είναι η γραφή του. Είδα ένα συγγραφέα σε εξέλιξη, γι’ αυτό περίμενα τη συνέχεια του έργου του. Ελαβα το «Vitrioli» σε αγγλική μετάφραση και πείστηκα. Πρόκειται για ένα σημαντικό ποίημα, που δείχνει την καταστροφή του κόσμου μ’ έναν ασυνήθιστο τρόπο. Δεν μπορούσα να το ανεβάσω στο «Οντεόν». Φρόντισε γι΄αυτό ο τότε υπουργός Πολιτισμού Φρεντερίκ Μιτεράν. Με «απελευθέρωσε» από τα καθήκοντά μου – με την ευκαιρία να τον ευχαριστήσω και να δηλώσω χαρούμενος που το σκηνοθετώ στην Αθήνα. Το έργο υπερβαίνει την όποια εντοπιότητα και αποκτά παγκόσμια διάσταση. Πραγματεύεται το άτομο, την ψυχολογία του απέναντι σε ό,τι βιώνει μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινωνία. Πράγματα που πληροφορούμαστε συχνά από τα ΜΜΕ, στα διπλωματικά πήγαιν’-έλα, αλλά εδώ αναδεικνύονται μέσα από μια άλλη ματιά».

 

Η απελπισία εμπεριέχει ελπίδα

 

Ο Πι, που δηλώνει ορκισμένος Ευρωπαίος, παρακολουθεί με θλίψη και προβληματισμό την οικονομική κρίση στην Ευρώπη. «Αποτελεί λιγότερο θέμα του παρόντος και περισσότερο του μέλλοντος, αν εξετάσουμε τις μαύρες τρύπες, το πρόβλημα στην ολότητά του. Είναι σημαντικό να αντιλαμβάνεσαι την απόγνωση της καταστροφής μέσα από την ιστορία ενός ανθρώπου. Να συνειδητοποιείς ότι το μέλλον θα είναι απαγορευτικό για τους νέους. Στο έργο του Μαυριτσάκη υπάρχει το ζήτημα της διαφοράς των γενεών. Την ίδια στιγμή που απηχεί τη μεγαλύτερη απελπισία, εμπεριέχει τη μεγαλύτερη ελπίδα. Αλλωστε όταν γράφεις ένα ποίημα σημαίνει ότι ελπίζεις. Ηταν κρίσιμο για μένα να πρωταγωνιστήσει και νέος ηθοποιός, ο Δημήτρης Μοθωναίος».

 

Ο Γιάννης Μαυριτσάκης δεν ήθελε να μιλήσει για το έργο του. «Το έργο είναι αυτό: το βιτριόλι, το οξύ» αρκέστηκε να πει. Εδωσε μόνο τον τύπο της χημικής του ένωσης. «Το μόριό της είναι άτομο του θείου, που λέγεται και sulfuric, κάτι που καίγεται και καίει. Γύρω από το θείο κολλούν μόρια οξυγόνου. Κι αυτό συνιστά μια θετική ρίζα ασταθούς ένωσης. Δημιουργείται ένα διάφανο, καυστικό υγρό, ισχυρό οξύ. Είναι επικίνδυνο και χρειάζεται προσοχή στη διαχείρισή του». Συμφώνησε και ο Πι. «Σκηνοθετώντας με ενδιέφερε το νόημα μέσα στη λέξη «vitrioli» με τον πιο επιθετικό τρόπο».

 

Ο Γάλλος σκηνοθέτης δεν βρίσκει τίποτα κοινό ανάμεσα σε κείνον και τον Γιάννη Μαυριτσάκη. «Κι αυτό με συνεπαίρνει. Εχω άλλη σχέση με τον κόσμο. Γι’ αυτό μου έκανε τόσο καλό να πλατσουρίζω σ’ αυτήν τη μαύρη λάσπη. Το έργο δεν είναι κωμωδία – είμαι πολύ καλός σ’ αυτό. Ξεκινάει από κάτι καθημερινό και γρήγορα εξελίσσεται σε εφιάλτη. Είναι τραγικό όχι επειδή μιλάει για την καθημερινότητα, αλλά γιατί ο συγγραφέας του είναι ποιητής. Υπάρχει μια κλιμάκωση – όχι τύπου Τσέχοφ: «καλημέρα σας», «θα πιείτε ένα φλιτζάνι τσάι;», που οδηγεί στα άκρα. Μοιάζει με φιλμ όπου η κάμερα στροβιλίζεται στραμμένη στην ψυχολογία, ξεκινώντας από τα έξω προς τα μέσα. Δεν καταλαβαίνουμε πώς από τη μια στιγμή στην άλλη έχουμε φτάσει στην αντίθετη άκρη. Δεν μιλάμε για κάτι ψυχολογικό, αλλά για κάτι ψυχωτικό. Διαρκεί μόνο μιάμιση ώρα, αλλά οι ηθοποιοί νομίζουν ότι βρίσκονται στη σκηνή τέσσερις ώρες. Σας προειδοποιώ: «Μην το δείτε οικογένειες, παιδιά. Είναι πολύ εξαντλητικό!»

 

Για τον Ολιβιέ Πι το θέατρο δεν κινείται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. «Οταν συντελείται η ρήξη με την πραγματικότητα, ό,τι απομένει είναι το φαντασιακό, εύθραυστο όσο κι αυτό που υπάρχει έξω. Η μοναδική πραγματικότητα στο θέατρο είναι το φαντασιακό, όχι η φαντασία, αυτό που προσιδιάζει με την πραγματικότητα του έξω και αντιπαρατίθεται μ’ αυτήν».

 

Μέλημα του σκηνοθέτη στο «Vitrioli» ήταν να μείνει πιστός στο κείμενο. «Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται στο θέατρο για να αποκτήσουν μια πνευματική διάσταση της ζωής. Σε μένα συμβαίνει το αντίθετο. Μου αρέσει αυτό το επάγγελμα που δεν είναι τέχνη, αλλά χρειάζεται τον καλλιτέχνη. Οσες μέρες κι αν μιλούσαμε για το έργο πριν ανεβούμε στη σκηνή, στο ξεκίνημα θα ήταν σαν να μην είχαμε μιλήσει καθόλου. Το ίδιο το θέατρο προσφέρει τα εργαλεία. Για παράδειγμα, ως εργαλείο κατανόησης του Σέξπιρ η ψυχοθεραπεία ίσως να είναι λιγότερο χρήσιμη από κάποιες βρεγμένες κάλτσες. Εννοώ ότι ένα σκοτεινό φως μπορεί να φωτίσει το έργο πιο αξιόπιστα. Εχω ανεβάσει περισσότερα έργα σύγχρονου ρεπερτορίου παρά κλασικά. Κι αυτό με χαροποιεί γιατί δεν χρειάστηκε να προβώ σε «ερμηνείες», όπως θα έκανα για τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα», να κάνω δηλαδή τον έξυπνο. Εκ των υστέρων λέω ότι ίσως να πέρασαν στην παράσταση κάποια ελάχιστα στοιχεία της φριχτής εφηβείας μου…»

 

«Τα όρια ελευθερώνουν τους ηθοποιούς»

 

Ο Ολιβιέ Πι δηλώνει ότι στη ζωή είναι φλύαρος. «Οταν όμως δουλεύω, απεχθάνομαι να φλυαρώ. Απόλαυσα τις πρόβες. Ο σκηνοθέτης είναι ο άνθρωπος που πετάει τα μαχαίρια στη σκηνή… Είναι ωραίο να σου δίνει ο ηθοποιός πράγματα που δεν έχεις ζητήσει. Κάποτε, σε πρόβα παράστασης που έπαιζα, ο σκηνοθέτης καθόταν δίπλα σ’ ένα τραπέζι με μια λάμπα. Οταν αρχίζαμε τις ατάκες μας, άνοιγε κι έκλεινε συνεχώς τον διακόπτη της. Πώς να παίξουμε; Ο σκηνοθέτης πρέπει να αγαπά το κείμενο και να δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης με τους ηθοποιούς αλλιώς τίποτα δεν θα πάει καλά».

 

Μπορεί να μη στήνει τραπέζια ανάγνωσης, αλλά προετοιμάζεται μαθαίνοντας καλά το κείμενο. Πέντε εβδομάδες πρόβες του αρκούν. «Μου αρέσουν οι γρήγορες διαδικασίες, γιατί πλήττω γρήγορα. Ομως δεν αυτοσχεδιάζω ποτέ. Ξέρω καλά το έργο κι αυτό με καθησυχάζει, υποψιάζομαι τι θα συμβεί μετά. Αυτό ισχύει κυρίως όταν πρόκειται για άγνωστή μου γλώσσα. Εδώ υπάρχει το ενδιαφέρον της μουσικότητας της γλώσσας που σε κάνει να παρακολουθείς το έργο από μια απόσταση».

 

Και πόση ελευθερία έκφρασης δίνει στους ηθοποιούς;

 

«Φυσικά δίνω ελευθερία, όμως αυτό εγκυμονεί κινδύνους. Κάποτε ένας σκηνοθέτης μού είπε: «Κάνε ό,τι θέλεις. Κάνε τον τρελό». Ε λοιπόν, δεν ήξερα να κάνω τίποτα. Εμεινα άναυδος. Η πολλή ελευθερία μπορεί να οδηγήσει και στο τίποτα. Μια σκηνοθεσία που θέτει όρια, προσφέρει μεγαλύτερη, πιο ουσιαστική ελευθερία στους ηθοποιούς. Φτιάχνω στέρεη κλίμακα, με αποστάσεις ανάμεσα στα σκαλοπάτια, τα οποία θα ανεβούν εκείνοι, όχι εγώ».

 

Πιστεύει ότι ο ηθοποιός δεν έχει πατρίδα: «Δεν υπάρχει εθνική ιδιαιτερότητα στους ηθοποιούς. Θα έλεγα ότι διαχωρίζονται σε εκείνους που θέλουν να παίζουν ρόλους και σε κείνους που θέλουν να παίζουν τον εαυτό τους…»

 

[email protected]

 

INFO: Παίζουν οι Δημήτρης Μοθωναίος, Μαρία Κεχαγιόγλου, Περικλής Μουστάκης, Γιάννος Περλέγκας, Μηνάς Χατζησάββας, Νίκος Χατζόπουλος, Κίτυ Παϊταζόγλου.

 

………………………………………………………………………………………

 

Ο Μαυριτσάκης για τον Πι

 

«Χωρίς ατέρμονες συζητήσεις και βαθυστόχαστες αναλύσεις»

 

«Η πρώτη παρουσίαση έργου μου από τον Ολιβιέ ήταν η πιο πλήρης θεατρική μου εμπειρία. Καταργήθηκε κάθε απόσταση συγγραφέα-σκηνοθέτη. Είχα την αίσθηση ότι γράψαμε μαζί το έργο. Από τότε ήθελα να συνεργαστούμε ξανά. Ε, λοιπόν είναι απίστευτο να τον βλέπεις να σκηνοθετεί. Παρακολούθησα τις πρώτες πρόβες και μετά διακριτικά αποσύρθηκα. Επέστρεψα προς το τέλος. Δεν φανταζόμουν ότι ένας σκηνοθέτης μπορεί να δουλεύει τόσο φυσικά, αβίαστα.

 

Το θέατρο μοιάζει να είναι προέκταση του εαυτού του. Χωρίς ατέρμονες συζητήσεις γύρω από ένα τραπέζι και βαθυστόχαστες αναλύσεις επί του έργου ξεκίνησε αμέσως δουλειά. Κι αυτό το πρωτόγνωρο σοκ στους ηθοποιούς, ούτε ανάγνωση ούτε εξηγήσεις, τους εξήρε δημιουργικά. Αφέθηκαν στον σκηνοθέτη με την ίδια εμπιστοσύνη που τους έδειξε κι εκείνος, βαθιά και ανυπόκριτη. Θυμάμαι στις αρχές που του έλεγα: «Πιστεύεις ότι ο τάδε ηθοποιός θα τα καταφέρει;». Και με αφόπλιζε: «Φυσικά. Χρειάζεται τον χρόνο του». Το βούλωσα. Πραγματικά κανείς δεν κατάλαβε πως η παράσταση γεννιόταν μέρα με τη μέρα. Και κάποτε ο Ολιβιέ τράβηξε την κουρτίνα και το έργο ήταν εκεί ζωντανό, ένα πλάσμα που αρχίζει να συνδιαλέγεται μαζί σου».

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=31929