- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

«Είμαστε όλοι μετανάστες»

19/03/13 ART,Αρχείο Άρθρων

Ηρθαν και κατοίκησαν σε υποβαθμισμένες περιοχές, σε μικρά σπιτάκια, ανήλια διαμερίσματα, υπόγεια, παράγκες, φτάνει το νοίκι να ήταν χαμηλό για τις ανύπαρκτες οικονομικές τους δυνατότητες. Γέμισαν έτσι ζωή και ελπίδα οι χώροι που εμείς εγκαταλείψαμε. Ολοι αυτοί οι χώροι που σε εμάς φάνταζαν ανοίκειοι και ακατοίκητοι, γι’ αυτούς ήταν «άδεια κοχύλια» που τα ξανακατοίκησαν

 

Του Τάση Παπαϊωάννου*

 

[1]Πριν από λίγες μέρες περπατούσα σ’ ένα χαρακτηριστικό δρομάκι του Μεταξουργείου, όπου έχουν απομείνει κάποια παλιά σπίτια-θραύσματα μιας άλλης εποχής, που προσδίδουν ακόμη στην περιοχή αυτήν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Μονώροφα τα περισσότερα, κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο, διαμόρφωναν το μέτωπο του στενού δρόμου.

 

Κοντοστάθηκα για λίγο και παρατηρούσα ένα μικρό λαϊκό σπίτι με μια ψηλή λευκή μάντρα. Πάνω στην απλή σοβατισμένη επιφάνεια δύο μόνον ανοίγματα, ένα παράθυρο και δίπλα του μια μεταλλική πράσινη αυλόπορτα, ενώ σαν διακριτική κορνίζα στη στέψη του, ίσα ίσα που εξείχαν στη σειρά τα κεραμίδια της στέγης. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η αυλόπορτα και ξεπρόβαλε μια νέα μελαχρινή γυναίκα μ’ ένα μεγάλο μαντίλι τυλιγμένο στα μαλλιά της, κρατώντας στα χέρια της έναν κουβά γεμάτο ασβέστη και μια βούρτσα. Ξωπίσω της ακολουθούσαν τα δύο μικρά παιδιά της. Η γυναίκα με τη βοήθεια των παιδιών άρχισε σιγά σιγά να ασπρίζει τον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού της, τμήματα από το πεζοδρόμιο, αλλά και τους κορμούς των δέντρων που βρίσκονταν έξω από τη μικρή της κατοικία, θυμίζοντάς μου παλαιότερες εποχές, όταν οι άνθρωποι επισκεύαζαν μόνοι τους τα σπίτια τους.

 

Εριξα μια κλεφτή ματιά στη μικρή εσωτερική αυλή, όπου έβλεπαν τα δύο όλα κι όλα δωμάτια του σπιτιού, και στην γκρίζα τσιμεντοκονία που κάλυπτε σαν χαλί το δάπεδό της. Απέναντι, σ’ ένα άδειο οικόπεδο, βρισκόταν απλωμένη η πολύχρωμη μπουγάδα της οικογένειας, μετατρέποντας παραδόξως τον δρόμο σε μέρος του σπιτιού. Εκεί έμενε μία από τις τόσες οικογένειες Κούρδων μεταναστών που έφυγαν από τον τόπο τους αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής και κυρίως ελπίδα για τα παιδιά τους.

 

Ανέμιζαν τα ρούχα, όταν φυσούσε ο αέρας, σαν σημαίες, από άλλες μακρινές πατρίδες, πιστοποιώντας την πολυπολιτισμικότητα που χαρακτηρίζει καιρό τώρα τη χώρα μας. Η οικογένεια της άγνωστης γυναίκας έφερε από τη μακρινή πατρίδα της συνήθειες και τρόπο ζωής που για εμάς τους κατοίκους των μεγάλων αστικών κέντρων αποτελούν πλέον μακρινό και ξεχασμένο παρελθόν. Το σπίτι, λόγου χάριν, συντηρείται και επισκευάζεται σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Δεν είναι με κανέναν τρόπο ένα «τελειωμένο προϊόν» στο οποίο δεν επεμβαίνουμε μετά την ολοκλήρωσή του, αλλά αντιθέτως ένας ζωντανός οργανισμός που ακολουθεί και εκφράζει πιστά τη ζωή της οικογένειας που τον κατοικεί. Ετσι η επισκευή της στέγης ή ενός κουφώματος, το άσπρισμα του σπιτιού, η φροντίδα του δημόσιου χώρου έξω από αυτό, αποτελούν την αυτονόητη ασχολία ολόκληρης της οικογένειας.

 

Η ενασχόληση αυτή έχει σχεδόν εξαφανιστεί στις μέρες μας από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων των πόλεων, που τα θέλουμε όλα έτοιμα και καινούργια. Κάποτε ο δημόσιος χώρος της πόλης δεν ήταν κάτι ξένο, έξω από μας, αλλά αποτελούσε τη φυσιολογική συνέχεια του σπιτιού. Οι άνθρωποι φρόντιζαν τους χώρους αυτούς, γιατί πολύ απλά τους θεωρούσαν «δικούς» τους.

 

Καθώς περπατούσα στη γειτονιά αυτή της Αθήνας, όπου εδώ και χρόνια ρίζωσαν στη νέα τους πατρίδα πολλοί ξένοι μετανάστες, διάφορες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου. Ανθρωποι από τόπους μακρινούς, βρέθηκαν εδώ μετά το μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι φυγής από την πατρίδα τους. Κάθε ταξίδι και μια προσωπική ιστορία. Μια σύγχρονη Οδύσσεια ανθρώπων που ψάχνουν με αγωνία και εγκαρτέρηση καλύτερους όρους διαβίωσης, αφού οι περισσότεροι δραπέτευσαν στην κυριολεξία από τον εφιάλτη που ζούσαν στον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Ο βίαιος ξεριζωμός τους όμως δεν τους έκανε να ξεχάσουν τον τρόπο ζωής τους, τις συνήθειες τους, τα ήθη και τα έθιμά τους τα οποία κουβαλούν σαν πολύτιμες αποσκευές στη νέα τους πατρίδα. Ο τόπος τους θα μένει για πάντα ανεξίτηλα χαραγμένος στη μνήμη τους.

 

Σε όλη τη μακραίωνη ανθρώπινη ιστορία η μετανάστευση αποτελούσε εγγενές χαρακτηριστικό της. Η μετακίνηση πληθυσμών από το ένα μέρος της γης στο άλλο λειτουργούσε και συνεχίζει να λειτουργεί ως ζωοποιός όσμωση μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών, των διαφορετικών τρόπων ζωής. Γιατί ανέκαθεν η πόλη, κάθε πόλη όπου γης, είναι ένας ζωντανός οργανισμός που μετασχηματίζεται δυναμικά στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό που παρατηρούμε στη φύση συμβαίνει με ανάλογο τρόπο και στην καθημερινότητα της πόλης. Σαν ένα είδος προαιώνιας οικολογικής ισορροπίας.

 

Οι ξένοι μετανάστες ήρθαν και κατοίκησαν σε υποβαθμισμένες περιοχές, σε μικρά σπιτάκια, ανήλια διαμερίσματα, υπόγεια, παράγκες, φτάνει το νοίκι να ήταν χαμηλό για τις ανύπαρκτες οικονομικές τους δυνατότητες. Γέμισαν έτσι ζωή και ελπίδα οι χώροι που εμείς εγκαταλείψαμε. Ολοι αυτοί οι χώροι που σε εμάς φάνταζαν ανοίκειοι και ακατοίκητοι, γι’ αυτούς ήταν «άδεια κοχύλια» που τα ξανακατοίκησαν, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του φίλου Κυριάκου Κρόκου. Γιατί πράγματι μοιάζουν με άδεια κοχύλια, εγκαταλειμμένα από τον ζωντανό οργανισμό που κατοικούσε μέσα τους.

 

Σήμερα, όμως, παρατηρούμε ένα απίστευτο και πρωτόγνωρο πογκρόμ κατά των ξένων συνανθρώπων μας, αλλά και κάθε αδύναμης μειοψηφίας. Σε μια χώρα που η ιστορία της κατά κόρον συνδέθηκε με την ξενιτιά και τη μετανάστευση, είναι αδιανόητο να εμφανίζονται τόσο ακραίες ρατσιστικές και βάρβαρες συμπεριφορές. Σαν να μην έχουμε διδαχτεί τίποτε από το πρόσφατο παρελθόν μας! Γερμανία, Αμερική, Αυστραλία… Ενας ελληνισμός που κατοικεί στα πέρατα της γης και ξεκίνησε κι αυτός πριν χρόνια από τούτα τα χώματα, με την ίδια αγωνία, την ίδια ελπίδα, τα ίδια όνειρα για μια καλύτερη ζωή.

 

«Είμαστε όλοι μετανάστες» σ’ αυτήν τη ζωή. Μην το λησμονούμε!

 

………………………………………………………………………………………

 

*Kαθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=32480