- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Εβραϊκή γενοκτονία: ζητήματα μνήμης, ιστορίας και αφήγησης

23/03/13 ART,Αρχείο Άρθρων

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

Του Γιώργου Αντωνίου

 

[1]Τρία βιβλία γύρω από το θέμα της εβραϊκής γενοκτονίας μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είναι μια καλοδεχούμενη και ίσως ανέλπιστη συμβολή στη σχετικά ισχνή ελληνική βιβλιογραφία. Αλλιώς ήμασταν μαθημένοι. Ασφαλώς οι καιροί έχουν αλλάξει – κάποτε μια τέτοια παρουσίαση θα εκκινούσε από τα προβλήματα της μελέτης του θέματος στο ελληνικό πλαίσιο. Το ζήτημα της ελλιπούς βιβλιογραφίας, το ζήτημα των ελλιπών πηγών, το ζήτημα του ελλιπούς ενδιαφέροντος των ερευνητών. Πλέον το ζήτημα δεν είναι αν υφίσταται ακαδημαϊκή έρευνα και συζήτηση πάνω στο ζήτημα, γιατί είναι προφανές ότι υφίσταται, και η αντίθετη άποψη ίσως δεν είναι παρά ένα, καταγγελτικό, ανέξοδο, κλισέ.

 

Το ουσιαστικό ζήτημα είναι πώς διαμορφώνεται αυτή η έρευνα σήμερα, με ποια χαρακτηριστικά, υπό ποιες ερευνητικές και κοινωνικές συγκυρίες και προς τα πού τείνει να πορευτεί στο μέλλον, εάν δηλαδή η σταδιακή αύξηση της ερευνητικής ποσότητας και διεύρυνση του κύκλου των ερευνητών οδηγεί σε ανάλογη βελτίωση της γνώσης, διάδοση των πορισμάτων της έρευνας και οργανική ενσωμάτωση του θέματος στο πλαίσιο της ελληνικής ιστοριογραφίας, όπου εξακολουθεί να υφίσταται λαθρόβια έως σήμερα.

 

Τα τρία αυτά βιβλία μάς βοηθούν να απαντήσουμε σε ορισμένα από τα παραπάνω ερωτήματα. Θεματικά ποικίλλουν, το πρώτο της Καρίνας Λάμψα και Ιακώβ Σιμπή («Η Διάσωση», Εκδόσεις Καπόν, σελ. 431 ), εστιάζει στα ίδια τα γεγονότα της Κατοχής και των δραματικών προσπαθειών για διάσωση των Εβραίων της χώρας. Το δεύτερο, της Οντέτ Βαρόν, εξετάζει καλειδοσκοπικά το γεγονός και την κληρονομιά του στραμμένη κύρια, αλλά όχι αποκλειστικά, στην Ελλάδα. Και το τρίτο της Ανέτ Βιεβορκά ασχολείται με τη δύσκολη αφήγηση ενός γεγονότος που θεωρήθηκε από πολλούς ως μη αφηγήσιμο στις επόμενες γενιές. Καθένα από αυτά τα βιβλία είναι μια ουσιαστική συμβολή τόσο στην έρευνα όσο και στη δημόσια συζήτηση περί του θέματος, η οποία πολύ φοβάμαι ότι θα ξεστρατίσει σύντομα προς δυσάρεστες κατευθύνσεις ανοιχτού και συγκεκαλυμμένου αρνητισμού.

 

Η «Διάσωση» αποτελεί την απόδειξη της ερευνητικής προόδου που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια. Ο Σιμπή, μεταφραστής, διπλωμάτης και ερευνητής σε ακόμη ένα βιβλίο με τη συνεργάτιδά του Λάμψα, αποδεικνύει τη σημασία και τη δύναμη της βασικής έρευνας, του εντοπισμού και της δημοσίευσης του σχετικού αρχειακού υλικού για την αποκατάσταση της γεγονικής αλήθειας ή την τοποθέτηση νέων ψηφίδων σε ένα απελπιστικά άδειο ακόμη κάδρο. Ας αρκεστούμε στην παρατήρηση ότι μια συνθετική μονογραφία για το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα από επαγγελματία ιστορικό δεν έχει ακόμη γραφτεί.

 

Το πλεονέκτημα της ματιάς του Σιμπή είναι η έλλειψη της ελληνοκεντρικής ματιάς. Απαλλαγμένος από τα βαρίδια της εθνικής ιστοριογραφίας και δημόσιας αυτοεικόνας ο Σιμπή ανοίγει νέους δρόμους και μας δίνει μια εντελώς φρέσκια ερμηνευτική ματιά, ακόμη και όταν ρίχνει αλάτι στις ανοιχτές πληγές της ελληνικής κοινωνίας.

 

Το θέμα της διάσωσης αποτέλεσε ένα κατεξοχήν πεδίο όπου οι εθνικοί μύθοι, υπερβολές και σιωπές βρήκαν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν. Σε αντίθεση με την αναζήτηση των αιτίων της εξόντωσης, η αναζήτηση των αιτίων της διάσωσης έδινε τη δυνατότητα στην ελληνική κοινωνία να κοιταχτεί αυτάρεσκα στον καθρέφτη και μέσα από την επίκληση μεμονωμένων περιστατικών να δημιουργήσει μια εικονική πραγματικότητα μαζικής αλληλεγγύης, στήριξης και ενεργητικής αντίδρασης στην εξόντωση των συμπολιτών της. Η αρχική αφήγηση περί αλληλέγγυων χριστιανών αντικαταστάθηκε σταδιακά και συμπληρώθηκε από την αφήγηση της αλληλέγγυας και ευαισθητοποιημένης αντίστασης. Χωρίς να αποσκοπεί στην καταγγελία ή σε μια στείρα αντιπαράθεση με αυτές τις παραναγνώσεις των έως τώρα στοιχείων και ερμηνειών, το βιβλίο του Σιμπή αφήνει το υλικό να μιλήσει από μόνο του για να αποκαλυφθεί μια περίπλοκη πραγματικότητα όπου η αλληλεγγύη και το ηθικό καθήκον της διάσωσης συνυπάρχουν με την επιδίωξη του οικονομικού κέρδους και άλλες σκοπιμότητες.

 

Το βιβλίο της Οντέτ Βαρόν («Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης», Εκδόσεις Εστία, σελ. 230) αποτελεί μια συλλογή πρότερα δημοσιευμένων άρθρων γύρω από το γεγονός της γενοκτονίας και τη μνήμη του, σε ένα χρονικό ορίζοντα που αγγίζει τα είκοσι χρόνια. Στη γενεαλογία του θέματος της γενοκτονίας στην ελληνική ιστοριογραφία η Οντέτ Βαρόν κατέχει δικαιωματικά μία από τις σημαντικότερες θέσεις. Το χρέος των κατοπινών, μεγάλο. Η πρώτη γενιά πιονέρων του θέματος ιχνηλάτησαν σχεδόν στα τυφλά τη δύσκολη σχέση του Ολοκαυτώματος και της κληρονομιάς του στην Ελλάδα, χωρίς θεσμική στήριξη, ερευνητικά κονδύλια, κοινωνική αποδοχή, και προσέφεραν ερμηνείες, εισήγαγαν τη ξένη βιβλιογραφία, δημιούργησαν με λίγα λόγια το πεδίο.

 

Κεντρικό ζήτημα του βιβλίου της Βαρόν είναι το ζήτημα του πώς πέρασε το γεγονός στις μαρτυρίες και στην ιστοριογραφία έως σήμερα. Με άλλα λόγια, πατάμε σε ένα έδαφος όπου οι επιδράσεις και σχέσεις μεταξύ συλλογική μνήμης, ιστοριογραφίας και πολιτικής είναι θολές και αξεδιάλυτες. Υπό αυτήν την οπτική γωνία η γενοκτονία των Ελλήνων Εβραίων είναι τυπικό δείγμα της κληρονομιάς της δεκαετίας του 1940 στην ελληνική μεταπολεμική κοινωνία, όπου επιλεκτικές σιωπές μπλέκονται με εξίσου επιλεκτικές φλυαρίες και ερμηνείες.

 

Παρά το γεγονός ότι, αναπόφευκτα, σε ορισμένα θέματα οι ερμηνείες της Βαρόν έχουν συμπληρωθεί και έρθει σε αντιπαράθεση με κατοπινές μελέτες, ο τόμος αποτελεί τον καλύτερο ίσως οδηγό της μνήμης-κληρονομιάς του γεγονότος στη σημερινή κοινωνία. Τέτοια θέματα, όπως ο ρόλος και η ευθύνη των εβραϊκών ηγεσιών, ο ρόλος της αντίστασης και οι σιωπές γύρω από το γεγονός της εκτόπισης, οι ερμηνείες της στάσης των by standers διατρέχουν το έργο της Βαρόν, μαζί με θεματικές για τη λογοτεχνική και μουσειακή αποτύπωση του γεγονότος. Θα ήταν χρήσιμο ωστόσο να υποδεικνύεται η ημερομηνία αρχικής δημοσίευσης, ώστε ο υποψιασμένος αναγνώστης να μπορεί να εντοπίσει την εξέλιξη της προβληματικής γύρω από το θέμα στην πάροδο των ετών.

 

Η Ανέτ Βιεβορκά, από τις πλέον γνωστές ιστορικούς της Γαλλίας είναι γνωστή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από προηγούμενα έργα της, όπως το «Αουσβιτς» (2005, Πόλις). Στο συγκεκριμένο έργο («Το Αουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου», Επίμετρο Ρίκα Μπενβενίστε, Εκδόσεις Πόλις, σελ. 93 ) αντιμετωπίζει ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση που μπορεί να τύχει σε έναν ιστορικό. Να μεταδώσει στις νεότερες γενιές, χωρίς αφορισμούς και απλουστεύσεις, το βαθύτερο νόημα, την ερμηνεία, τις βασικές παραμέτρους που χαρακτηρίζουν την ιστορία των στρατοπέδων συγκέντρωσης και κατ' επέκταση του Ολοκαυτώματος. Πρόκειται συνεπώς για μια κωδικοποίηση του γεγονότος για παιδαγωγικούς σκοπούς, μια συνήθως άχαρη διαδικασία.

 

Το ύφος και η λιτή αφήγηση της Βιεβορκά σε συνδυασμό με τις καίριες ερωτήσεις περί ενοχής, συνενοχής, κινήτρων, μοναδικότητας του γεγονότος υποχρεώνουν τον αναγνώστη να βυθιστεί στον σκοτεινό βυθό του κόσμου των στρατοπέδων συγκέντρωσης με κρατημένη την ανάσα. Παρά τη σχετικά γαλλοκεντρική αφήγηση ο Ελληνας αναγνώστης θα ξεδιαλύνει πολλές άγνωστες πλευρές του κόσμου των στρατοπέδων, των διαφορών μεταξύ τους και θα κατανοήσει την τεχνική πλευρά του ζητήματος της γενοκτονίας, στοιχεία απαραίτητα στην αντιμετώπιση των εχθρών της ιστορικής αλήθειας, οι οποίοι όλο και πληθαίνουν.

 

Το επίμετρο της Ρίκας Μπενβενίστε θέτει με οξύτητα και αμεσότητα τα προβλήματα της εξήγησης του ανεξήγητου μέσα στο πλαίσιο της οικογενειακής μνήμης και μας υποχρεώνει να σκεφτούμε για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και τη διαγενεακή μετάδοση του τραύματος (και) μέσω της σιωπής.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=33744