- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Ολονυχτίες κάτω από το κάστρο

28/03/13 ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ,Αρχείο Άρθρων

Τρίτη ματιά

 

Της Βένας Γεωργακοπούλου

 

[1]Πότε άρχισαν οι Χαιρετισμοί και δεν το κατάλαβα; Τον είδα εγώ τον ταξιτζή που έκανε τον σταυρό του την περασμένη Παρασκευή έξω από την Αγία Τριάδα Αμπελοκήπων, αλλά δεν πήγε το μυαλό μου. Τον είχα ψυλλιαστεί ότι ήθελε να μου επιβάλει την ευσέβειά του, με κοίταζε αφ' υψηλού. Και αντιστάθηκα. Ούτε έστρεψα το κεφάλι μου δεξιά, να δω την εκκλησία. Εκεί μπροστά, καρφωμένη στην άδεια λεωφόρο. Μπορεί να ψήφιζε και Καμμένο.

 

Που να 'ξερε ο καλός αυτός άνθρωπος ότι, αν ήθελα εγώ, του έλεγα απέξω και ανακατωτά τα μισά και βάλε τροπάρια από δω μέχρι τη Μεγάλη Εβδομάδα ολόσωστα και με οίστρο. Και ότι έχω φάει τα νιάτα μου στις ολονυχτίες. Ετσι τις λέγαμε στην πατρίδα μου, την Καλαμάτα, τις λειτουργίες των Χαιρετισμών, μη με ρωτήσετε γιατί. Δεν ξέρω. Ηταν, βέβαια, κομμάτι μακριές, ιδίως αν πήγαινες νωρίς νωρίς πιάνονταν τα ποδάρια σου στην ορθοστασία.

 

Αλλά το διηγούμαι στο παιδί μου, που με ξέρει μπιτ για μπιτ άθεη, και παραξενεύεται. Πώς έδινε αυτός στην εφηβεία του ραντεβού με τους φίλους του σε μπαρ και εστιατόρια; Ε, εμείς, η οργισμένη γενιά της χούντας, που χάναμε την υπόληψή μας αν δεν χορεύαμε όλο το «Highway Star» των Deep Purple τρεις φορές στη σειρά χωρίς να λαχανιάσουμε, με το που έμπαινε η Σαρακοστή, μεταμορφωνόμασταν.

 

Δεν λέω ότι νηστεύαμε. Τις ωραιότερες ομελέτες της ζωής μου, ακόμα και τα παϊδάκια που σιχαίνομαι, τα έχω κατεβάσει αυτές τις άγιες μέρες, ειδικά μετά τον Επιτάφιο. Αλλά, ένα περίεργο πράγμα, οι ολονυχτίες ήταν ραντεβού απαρέγκλιτο. Με τη Σύνοψη στο χέρι. Κανονικοί επαγγελματίες του χριστιανικού τελετουργικού.

 

Είχαμε άποψη για τους καλούς και τους κακούς ψάλτες. Τους ακολουθούσαμε μεγαλοφώνως και το ευχαριστιόμασταν σαν να 'ταν Χατζιδάκις και Ξαρχάκος. Κάποιες καμπάνες μάς φαίνονταν μελωδικότερες από τις άλλες. Ξέραμε τα δρομάκια, που οι πορτοκαλιές μύριζαν εντονότερα και τα μπομπάκια ομοίως – τότε δεν τα φοβόμασταν, μόνο κρότο έκαναν, δεν έπαιρναν κεφάλια. Και αν ξεκόβαμε από την ενορία μας και την κάναμε για καμιά άλλη, ήταν γιατί κάποιο αγόρι από το Αρρένων, που γουστάραμε, έμενε εκεί κοντά.

 

Καμιά φορά σκέφτομαι, κι ας νιώθω λίγο ψώνιο, ότι είχαμε μετατρέψει ασυναίσθητα το βαθύ, αφοσιωμένο, υπερβολικό θρησκευτικό συναίσθημα των σπιτικών μας (η γιαγιά μου, ας πούμε, η Βενέτα -άγιος άνθρωπος- ξημεροβραδιαζόταν σε ξωκλήσια) σε έναν δικό μας αυθαίρετο κόσμο ανοιξιάτικων αισθήσεων. Ή σαν να ξέραμε ότι τη μικρή μας πόλη δεν θα τη χαιρόμασταν για πολύ ακόμα και έπρεπε να προλάβουμε, να τη ρουφήξουμε ολόκληρη, να την έχουμε να πορευόμαστε όλη την υπόλοιπη ζωή μας σε τόπους όπου δύσκολα θα βρίσκαμε γειτονιά και κοινότητα να ενταχθούμε.

 

Στην Αθήνα δεν πηγαίνω εδώ και χρόνια στους Χαιρετισμούς. Νιώθω ένα βάρος στους ώμους μου από τόσους Χριστόδουλους και Ανθιμους που πέρασαν από τη ζωή μου. Περιμένω, όμως, να ρθει η Μεγάλη Εβδομάδα. Τότε μόνο τρέχω σαν τρελή να συναντήσω στην πόλη μου, στην ενορία μου, το κορίτσι που ήμουνα. Με περιμένει απαρεγκλίτως στα σκαλιά της Υπαπαντής με τη Σύνοψη στο χέρι. Μη βγει ο Εσταυρωμένος και τον χάσουμε.


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=34635