- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις…

03/04/13 Αρχείο Άρθρων,ΚΟΣΜΟΣ

ΟΛΛΑΝΔΙΑ Η χώρα-πρότυπο, που κουνούσε το δάχτυλο στον Νότο, φαίνεται ότι μπλέχτηκε στα πλοκάμια της κρίσης χρέους εξαιτίας της φούσκας ακινήτων που απειλεί το τραπεζικό της σύστημα

 

Της Ελλης Πάνου

 

[1]Ανήκει στο ολιγομελές, ελίτ κλαμπ των ευρωπαϊκών οικονομιών με βαθμολογία ΑΑΑ, έχει το «προνόμιο» να απολαμβάνει την εκτίμηση του Βερολίνου και συχνά κουνάει επιτιμητικά το δάχτυλο στους «αμαρτωλούς» της ευρωζώνης – προσφάτως και διά του υπουργού Οικονομικών της και προέδρου του Eurogroup, Ντάισελμπλουμ.

 

Δεν είναι, όμως, όλα ρόδινα στον «παράδεισο»: καμία άλλη χώρα στη ζώνη του κοινού νομίσματος δεν έχει βουλιάξει τόσο πολύ στο χρέος -γράφει το Spiegel-, οι ολλανδικές τράπεζες έχουν εγγράψει στα βιβλία τους περίπου 650 δισεκατομμύρια ευρώ σε στεγαστικά δάνεια και το χρέος των καταναλωτών αντιστοιχεί περίπου στο 250% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, δηλαδή διπλάσιο κι από αυτό που κατέγραφε η Ισπανία το 2011.

 

Υφεση και ανεργία

 

Ο «δάσκαλος» λοιπόν παγιδεύτηκε και ο ίδιος στα πλοκάμια της κρίσης, τα ποσοστά ανεργίας αυξάνονται, η κατανάλωση μειώνεται, η ανάπτυξη είναι στάσιμη και η παραδειγματική οικονομία της Ολλανδίας, παρότι από τις πιο ανταγωνιστικές, βυθίστηκε και επισήμως σε ύφεση, με βαρίδι τη φούσκα των ακινήτων. Δύσκολος ο ρόλος πλέον για τον κ. Ντάισελμπλουμ, που αναπάντεχα βρέθηκε υποχρεωμένος να παίζει ταυτόχρονα τον ρόλο του κέρβερου της λιτότητας στην ευρωζώνη και του διαχειριστή της κρίσης στην πατρίδα του.

 

Εδώ και μια δεκαετία έχει προειδοποιήσει η Κεντρική Τράπεζα της Ολλανδίας για τους κινδύνους, αλλά το σκηνικό της ευφορίας για τους δανειολήπτες άλλαξε σιγά σιγά μετά την κατάρρευση-ορόσημο της τράπεζας Lehman Brothers. Το περιοδικό Spiegel φέρνει ως παράδειγμα τον Μάικλ Σίπενς, 41 ετών, πατέρα τριών παιδιών, επικεφαλής των ενεργειακών επενδύσεων και αρμόδιο για την έγκριση χρηματοδοτήσεων στην τράπεζα ING. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, έχει διαπιστώσει ότι δεν τα έχει καταφέρει τόσο καλά με τις δικές του επενδύσεις. Πριν από έξι χρόνια αγόρασε ένα σπίτι κοντά στις ακτές τις Βόρειας Θάλασσας. Η αξία του ήταν 430.000 ευρώ, αλλά γενναιόδωρα η τράπεζα του πρόσφερε δάνειο 500.000 για να καλύψει και έξοδα ανακαίνισης. Ο στόχος του Σίπενς ήταν να το πουλήσει πάλι ύστερα από μερικά χρόνια, όπως συνηθίζουν πολλοί στην Ολλανδία. Τον πρόλαβε όμως η κατάρρευση της Lehman. Εάν η οικογένεια πουλήσει τώρα το σπίτι της, όχι μόνο δεν θα βάλει τίποτα στην τσέπη, αλλά θα πρέπει να πληρώσει στην τράπεζα άλλα 60.000 ευρώ.

 

Η Ολλανδία γνωρίζει τώρα από κοντά το πρόβλημα που έζησαν οι ΗΠΑ το 2007-2008 και πριν από μερικά χρόνια και η Ισπανία, λόγω του αλόγιστου δανεισμού των τραπεζών, οι οποίες από τη δεκαετία του 1990 άρχισαν να χορηγούν δισεκατομμύρια σε δάνεια στην ιδιωτική και την εμπορική αγορά ακινήτων, χωρίς να διασφαλίζουν ότι οι πελάτες τους μπορούν να εγγυηθούν την αποπληρωμή τους.

 

Οι ιδιώτες δανειολήπτες, για παράδειγμα, μπορούσαν εύκολα να βρουν τράπεζα να τους χρηματοδοτήσει το 100% της αξίας του ακινήτου που ήθελαν να αγοράσουν, παρότι το ποσό μπορεί να ήταν πενταπλάσιο του ετήσιου εισοδήματός τους. Και οι περισσότεροι από αυτούς προτιμούσαν, αντί να ξεπληρώνουν τα δάνειά τους, να επενδύουν τα χρήματά τους σε μηνιαία βάση, προσδοκώντας σε κέρδη που θα τα έδιναν για να αποπληρώσουν τις οφειλές τους στην τράπεζα. Η γενική εντύπωση ήταν ότι οι τιμές των ακινήτων θα αυξηθούν και η μεταπώλησή τους όχι μόνο θα κάλυπτε το δάνειο, αλλά θα γέμιζε και τον οικογενειακό κουμπαρά. Τώρα όλοι αυτοί τρέχουν πίσω από τις οφειλές τους, σε έναν φαύλο κύκλο που έχει επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Οπως λέει και ο σύμβουλος του υπουργείου Οικονομικών, Γέοργκ Ροσχόλ, «οι πελάτες έχουν μεγάλα χρέη, δεν μπορούν να τα εξυπηρετήσουν κι αυτό προκαλεί τεράστια προβλήματα στις τράπεζες που δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομία, με συνέπεια την ύφεση και την υψηλή ανεργία, που με τη σειρά τους κάνουν την εξόφληση των δανείων ακόμα πιο δύσκολη».

 

Επισήμως η ανεργία έχει ήδη φτάσει στο 7,7%, αν και τα πραγματικά ποσοστά «κρύβονται» από τους 800.000 εργαζομένους που ανήκουν στην κατηγορία των «αυτοαπασχολούμενων». Ο Ρόμπ Χούισμαν είναι ένας από αυτούς. Ο 47χρονος, που ζει με τη σύζυγό του και τον γιο του, εγκατέλειψε τη δουλειά του σε μια μεγάλη συμβουλευτική εταιρεία το 2006 για να ανοίξει τη δική του επιχείρηση. Στην αρχή όλα ήταν καλά και ο Χούισμαν κέρδιζε περίπου 100 ευρώ την ώρα. Σιγά σιγά όμως, η κρίση ρίζωνε, οι πελάτες του λιγόστευαν και όσοι ζητούσαν τις υπηρεσίες του πλήρωναν λιγότερα γι' αυτές. Ο Χούισμαν αναγκάστηκε να ρίξει πολύ τις τιμές του, δεν μπορεί πλέον να πληρώνει τις συνταξιοδοτικές του εισφορές και στην ουσία η οικογένεια ζει από τις αποταμιεύσεις της.

 

Πτώση της κατανάλωσης

 

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι Ολλανδοί -που ήταν έτσι κι αλλιώς συνετοί καταναλωτές- μείωσαν κι άλλο τις δαπάνες τους, προκαλώντας άλλο ένα τοξικό σοκ στην οικονομία. Μέσα στον Φεβρουάριο πάνω από 750 επιχειρήσεις έβαλαν λουκέτο, ο υψηλότερος αριθμός από το 1981, από τότε δηλαδή που καταγράφονται τέτοια στοιχεία, ενώ το Συμβούλιο των Ειδικών στο υπουργείο Οικονομίας υπολογίζει στο 0,5% την επιβράδυνση της ανάπτυξης για φέτος. Οσο για τις τράπεζες -που προχωρούν ήδη σε χιλιάδες απολύσεις- λόγω των δανείων που έχουν χορηγήσει απλόχερα έχουν πλέον περιουσιακά στοιχεία πάνω από τέσσερις φορές το ΑΕΠ της χώρας.

 

Με το χρέος στο 71,2% -πολύ πιο πάνω από το 60% που είναι το πλαφόν των Βρυξελλών- και το έλλειμμα για τέταρτη συνεχή χρονιά να έχει ξεπεράσει το όριο του 3%, η μόνη στρατηγική που μπορεί να ακολουθήσει η δεξιά κυβέρνηση Ρούτε για να παραμείνει η Ολλανδία στο γκρουπ των «συνετών», είναι αυτό που συνιστά στις οικονομίες που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της τρόικας: επιθετική λιτότητα. Η μεθοδολογία ωστόσο διχάζει.

 

Μπλόκο στις περικοπές

 

Οι επιπλέον περικοπές ύψους 4,3 δισ. για το 2014 που σχεδιάζει ο Ρούτε, έχουν μπλοκαριστεί στη Γερουσία, όπου το κυβερνών κόμμα δεν έχει πλειοψηφία, βρίσκουν αντίθετο τον επιχειρηματικό κόσμο και δέχονται έντονες επικρίσεις και εκ των έσω: ο επικεφαλής της κυβερνητικής υπηρεσίας οικονομικών προβλέψεων, Κοέν Τέουλινγκς, έχει προειδοποιήσει την κυβέρνηση σε όλους τους τόνους ότι «το κόστος της λιτότητας είναι πολύ ακριβό» για τη χώρα, δηλώνοντας σε συνέντευξή του στους Financial Times ότι η αδυναμία της κυβέρνησης να κατανοήσει τη ζημιά που προκαλεί η λιτότητα, εμπίπτει στις περιπτώσεις της «γνωστικής δυσαρμονίας».


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=36586