- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Η δύναμη της πλαστότητας

07/04/13 ART,Αρχείο Άρθρων

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

[1]Rudiger Schaper, «Η οδύσσεια του πλαστογράφου Κωνσταντίνου Σιμωνίδη», Μετάφραση Νατάσα Σεχίδου, Νεφέλη, 2012, σ. 259

 

 

Του Αριστοτέλη Σαΐνη 

 

Ενα από τα πολλά εις εαυτόν που σώζονται στα χαρτιά του Στέφανου Κουμανούδη φέρει τον τίτλο «Τα κατορθώματά μου εν τω βίω». Στην πρώτη από τις δεκαέξι εγγραφές διαβάζουμε: «Φώρησις του πλαστογράφου Σιμωνίδου». Ποιος είναι αυτός ο σχεδόν άγνωστος σήμερα πλαστογράφος, ώστε η «αποκάλυψή» του να περιλαμβάνεται μέσα στα «κατορθώματα» ενός δεινού κλασικού φιλολόγου του μεγέθους του Κουμανούδη; Καθόλου περίεργο όταν πρόκειται για έναν διεθνή θρύλο της ιστορίας της πλαστογραφίας, η φήμη του οποίου μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αντίστοιχη του ιδιοφυούς δεκαεπτάχρονου Τόμας Τσάτερτον (1752-1770), ο οποίος απέδωσε τα ποιήματά του σε έναν κουρελή μοναχό του Μεσαίωνα, ή ακόμα και του Γουίλιαμ Χένρι Αϊρλαντ (1775-1835) – πλαστογράφου σεξπιρικών ντοκουμέντων και θεατρικών έργων.

 

Ο Rudiger Schaper, αρχισυντάκτης πολιτιστικού τμήματος γερμανικής εφημερίδας, γράφει την πρώτη βιογραφία του Σιμωνίδη «κεντώντας» στα κενά που άφησε πίσω ο κομήτης πλαστογράφος: ακολουθεί τα ίχνη του από τη Σύμη το 1820 (ή μήπως την Υδρα το 1824;) στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Ορους και από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη, ακριβώς πριν από τη μεγάλη τουρνέ στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις (Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο, Λειψία).

 

Στο τέλος της οδύσσειάς του ο θάνατος τον βρίσκει κάπου στην Αλεξάνδρεια το 1867 (ή μήπως στα Μετέωρα το 1890;) Ο Σιμωνίδης ταξίδευε έχοντας πάντα στη βαλίτσα του πραμάτεια για κάθε γούστο: φανταστικές ιστορίες που θα ζήλευε ο Ιούλιος Βερν, θρησκευτικά κείμενα, «χαμένα» για αιώνες βυζαντινά και αρχαιοελληνικά χειρόγραφα… Στον διπλό πάτο της βαλίτσας του τα δυνατά χαρτιά του, διαπιστευτήρια για γραφεία μανιακών συλλεκτών και αναγνωστήρια πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών: πλαστές συστατικές επιστολές λογίων, συχνά δε γνήσια σπαράγματα παλίμψηστων…

 

Ο Σιμωνίδης, αν και αυτοδίδακτος, ήταν αποθήκη τεράστιων γνώσεων και στην πραγματικότητα ένας χαρισματικός παλαιογράφος: οι αυθεντικές πλαστογραφίες του Σιμωνίδη ακόμα και σήμερα στην αγορά έργων τέχνης έχουν τη δική τους τιμή. Η σιμωνίδειος εργογραφία περιλαμβάνει Ομηρο, Ανακρέοντα και Πυθαγόρα, Σαπφώ και Ησίοδο, επιστολές του Ιωάννη και του Ιούδα, αποσπάσματα του Ζαρατούστρα, μια βιογραφία του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και ο κατάλογος των θαυμάτων δεν έχει τέλος. Magnum Opus του, αναμφισβήτητα, η Συμαΐς, που αποδίδεται σε έναν Χιώτη μοναχό του 13ου αιώνα: μια εξαντλητική παρουσίαση μιας άγνωστης ώς τότε σχολής φιλοσόφων, μαθηματικών και μηχανικών από την εποχή του Θεοδοσίου του Β’. Τη βιβλιογραφία του στεφανώνει μια βιογραφία-αγιογραφία του εαυτού του, γραμμένη προφανώς από τον ίδιο και αποδιδόμενη σε κάποιον άγνωστο Τσαρλς Στιούαρτ…

 

Ο Γερμανός δημοσιογράφος δεν ακολούθησε τον δρόμο μιας αυστηρής φιλολογικής μελέτης αλλά προτίμησε το είδος μιας «μοντέρνας» βιογραφίας, χρησιμοποιώντας ακόμα και λογοτεχνικούς τρόπους στην προσπάθειά του να καταλάβει τον Σιμωνίδη ως «λαθρεπιβάτη της λογοτεχνίας». Ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση του Δημητρίου Ροδοκανάκη (1840-1903), το πεπρωμένο του οποίου τέμνει κάποια στιγμή τη ζωή του Σιμωνίδη και ο οποίος συγκρούστηκε μετωπικά με το βιβλιογραφικό πάθος του Εμίλ Λεγκράν. Και η δική του ιστορία παραμένει εν πολλοίς αχαρτογράφητη, όπως και πολλά άλλα λευκά σημεία στον πολιτισμικό χάρτη του 19ου αιώνα μας.

 

Ακόμα και αν διαφωνεί κανείς με κάποιες από τις ιστορικές εξηγήσεις του Schaper, είναι αλήθεια ότι η βιογραφική μελέτη του στοχεύει στην ουσία του προβλήματος. Ο πολιτισμός μας στην πάροδο των ετών έχει επεξεργαστεί κριτήρια, τόσο κειμενικά όσο κυρίως εξωκειμενικά, ο συνδυασμός και μόνο των οποίων μας επιτρέπει να αποφανθούμε για τη γνησιότητα αμφισβητήσιμων κειμένων ή έργων τέχνης. Ωστόσο, τα όρια ανάμεσα στη ριζική παραχάραξη, την παραποίηση, την ψευδή ταύτιση ή τη φάρσα δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, ιδιαίτερα στην περίπτωση «δημιουργικών» παραχαράξεων, όπως αυτές που «φιλοτέχνησε» ο Σιμωνίδης. Ενα βήμα πιο πέρα, τα όρια όλων αυτών των τεχνικών εξαπάτησης (καλή ή κακή τη πίστει) με την ίδια τη λογοτεχνική μυθοπλασία είναι επίσης δυσδιάκριτα.

 

Ας φανταστούμε σήμερα μια ανάλογη έκδοση, τη «Συμαΐδα» για παράδειγμα: την επιμέλεια υπογράφουν οι Αχιλλέας Κυριακίδης και Δημήτρης Καλοκύρης, ενώ την εργοβιογραφική εισαγωγή στο έργο του άγνωστου συγγραφέα συντάσσει ο Νάσος Βαγενάς. Το βιβλίο θα τύγχανε άλλης ανάγνωσης και θα έπαιρνε αμέσως την αρμόζουσα θέση του, τουλάχιστον στην εμπλουτισμένη έκδοση του κλασικού πλέον εγχειριδίου των Αλμπέρτο Μανγκέλ και Τζιάνι Γκουανταλούπι The Dictionary of Imaginary Places (1999). Ενας από τους ιστορικούς της πλαστογραφίας, ο Τζον Γουάιτχεντ, σημείωνε το 1973 για τον Σιμωνίδη: «Του συνέβη αυτό που συμβαίνει στους περισσότερους πλαστογράφους. Τα πρωτότυπα έργα του απορρίφθηκαν, παρόλο που θα του είχαν εξασφαλίσει επάξια μια θέση στην ιστορία της λογοτεχνίας».

 

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=38016