- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Στο τέλος κάθε κρίσης υπάρχει πάντα φως
14/04/13 Αρχείο Άρθρων,ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Ο Πατρίς Λεκόντ ήρθε στην Αθήνα με μια ταινία κινούμενων σχεδίων
Από τον σκηνοθέτη τού «Εραστή τής κομμώτριας» δεν περιμένεις παρά αισιόδοξη διάθεση και θετικό μήνυμα για τη ζωή. Κατάφερε να το εμφυσήσει ακόμα και σε μια ταινία που λέγεται «Μπουτίκ για Αυτόχειρες»
Της Βένας Γεωργακοπουλου
[1]Τον λατρέψαμε με τον «Εραστη της κομμώτριας», εκεί στο 1990, και από τότε δεν λέμε να απαρνηθούμε τον Πατρίς Λεκόντ. Και όχι μόνο όταν κάνει θαυμάσιες ταινίες, σαν τον «Ridicule» ή τον «Δήμιο τού Σεν Πιερ». Ακόμα και οι εμπορικές κωμωδίες του, η περίφημη σειρά των «Les Bronzes» (Φίλοι για πάντα) μάς έσερναν στις αίθουσες.
Και τώρα ήρθε η σειρά μιας ταινίας κινουμένων σχεδίων, που έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου. Και μόνο από τον τίτλο της, «Μπουτίκ για αυτόχειρες», είναι φανερό ότι οι μεγάλοι όχι μόνο δεν απαγορεύεται, αλλά επιβάλλεται να τη δουν. Αυτοί είναι που έχουν περισσότερη ανάγκη το αισιόδοξο σπρώξιμό της προς τη ζωή.
Σε μια γκρίζα και απαίσια πόλη, το μόνο σημείο που ανθεί είναι το μαγαζί της οικογένειας Τιβάς, το οποίο διαθέτει εν αφθονία ό,τι τραβάει η καρδιά κάθε ανθρώπου που θέλει να αυτοκτονήσει. Κόλπα κλασικά και πρωτότυπα. Μέχρις ότου έρθει στον κόσμο ένας μπόμπιρας, το στερνοπούλι της οικογένειας, που είναι η προσωποποίηση της χαράς της ζωής.
-Τα 'χασα όταν έμαθα ότι γυρίσατε κινούμενο σχέδιο, αλλά δεν ήξερα ότι είχατε παρελθόν με τα κόμικς. Αρα μπορούμε να πούμε ότι ίσως και να αργήσατε. Γιατί;
«Τη δεκαετία τού 1970 δούλευα για πέντε χρόνια στο περιοδικό «Pilote», που ειδικευόταν στο κόμικς. Από τη στιγμή, όμως, που άρχισα να γυρίζω ταινίες, όλο αυτό τελείωσε. Δεν μού πέρασε από το μυαλό ούτε για ένα δευτερόλεπτο ότι υπήρχε περίπτωση μια μέρα να κάνω κινούμενα σχέδια. Εβλεπα τις ταινίες των άλλων, κι αυτό ήταν όλο».
-Και πώς σας ήρθε έτσι ξαφνικά η ιδέα;
«Οταν μου λένε, «κλείνεις έναν κύκλο, επέστρεψες εκεί που ξεκίνησες», απαντώ με ειλικρίνεια ότι δεν ήταν καν δική μου ιδέα. Ενας παραγωγός μού είπε «έχω πάρει τα δικαιώματα τού μυθιστορήματος τού Ζαν Τελέ 'Le magasin des Suicides' «. Tο ήξερα, φυσικά, λατρεύω τον Τελέ γενικά, αλλά πίστευα ότι η «Μπουτίκ για Αυτόχειρες» ήταν αδύνατον να διασκευαστεί για σινεμά. Οταν, όμως, ο νέος αυτός παραγωγός μού πρότεινε να το κάνουμε κινούμενα σχέδια, βρήκα την ιδέα καταπληκτική».
-Σε τι εξυπηρετούσαν τα κινούμενα σχέδια;
«Αυτό το μυθιστόρημα μας μεταφέρει αλλού, δεν βρισκόμαστε στην πραγματική ζωή. Αν ήμουν αναγκασμένος να το κάνω ταινία με ηθοποιούς, όλο το πράγμα θα φαινόταν πολύ μαύρο, απελπισμένο, ρεαλιστικό. Δύσκολα θα έπειθε. Γιατί στον κινηματογράφο, ακόμα κι όταν αλλάζει τον τόνο των πραγμάτων, κάποιος που παίρνει δηλητήριο είναι πάντα κάποιος που παίρνει δηλητήριο, κάποιος που πηδάει από μια γέφυρα είναι κάποιος που πηδάει από μια γέφυρα. Το κινούμενο σχέδιο, αντίθετα, επέτρεπε τουλάχιστον να απαλύνεις λίγο την αίσθηση».
-Ακόμα κι έτσι, νιώσατε την ανάγκη να αλλάξετε το τέλος τού μυθιστορήματος. Γιατί;
«Ο Ζαν Τελέ μού είχε πει «κάνε ό,τι θέλεις, ακολούθησε τις ιδέες σου». Οταν τού είπα ότι θα αλλάξω το τέλος, μου απάντησε: «ήμουν σίγουρος, σε κανέναν δεν αρέσει». Και οι πιο μανιώδεις θαυμαστές του έλεγαν «μα τι τέλος είναι αυτό; Απαίσιο»».
-Δίνετε, δηλαδή, μεγάλη σημασία στην αισιόδοξη διάθεση μιας ταινίας;
«Ναι, είναι γενικά η πνευματική μου στάση. Επιπλέον, δεν γίνεται μια ταινία με θέμα ένα μαγαζί, που πουλάει τρικ αυτοκτονίας, να τελειώνει θλιβερά. Σε όλες τις ταινίες μου θέλω να μεταφέρω θετικές ιδέες πάνω στη ζωή, την αγάπη, τα αισθήματα. Θέλω πάντα να ανεβάζω λίγο το ηθικό των ανθρώπων».
-Δεν είναι, πάντως, όλες οι ταινίες σας έτσι. Για παράδειγμα, το «Μonsieur Hire», μια από καλύτερες σας πάνω σε μυθιστόρημα του Σιμενόν.
«Ναι, ήταν όντως πολύ μαύρη. Είναι, όμως, και η μόνη απαισιόδοξη ταινία μου».
-Τι κρίμα που το πρότζεκτ να γυρίσετε μια αμερικανική βερσιόν της με σενάριο τού Πολ Οστερ ναυάγησε.
«Πράγματι. Το να δουλεύω με τον Οστερ, που θαυμάζω υπερβολικά, ήταν μεγάλη απόλαυση. Συνεννοηθήκαμε τέλεια και γράψαμε ένα σενάριο, που δεν διστάζω να το χαρακτηρίσω λαμπρό. Αλλά, ξέρετε, υπάρχουν στη ζωή μου 30 ταινίες που έχω κάνει και άλλες 30 που δεν έχω κάνει…».
-Δεν σας ενοχλεί που στην «Μπουτίκ για αυτόχειρες» πολλοί σας συγκρίνουν με τον Τιμ Μπέρτον; Ηταν όντως πρότυπό σας;
«Κάθε άλλο. Είναι, βέβαια, ένας σκηνοθέτης που θαυμάζω, αλλά δεν τον έχω και στο προσκέφαλό μου. Δεν έχω άλλωστε «δασκάλους». Οταν αποφάσισα να κάνω αυτή την ταινία ήμουν σίγουρος ότι θα μου έλεγαν συνέχεια για τον Μπέρτον. Γι' αυτό και ένιωθα κάθε λεπτό την ανάγκη -και την πίεση- να απομακρυνθώ πάση θυσία από την επιρροή του».
-Γιατί μείνατε πιστός στην παραδοσιακή τεχνική των δύο διαστάσεων, μια εποχή που όλοι αποθεώνουν το 3D; Το σκέφτεστε για μια μελλοντική ταινία;
«Οχι, ποτέ. Αγαπάω υπερβολικά το σχέδιο και βρίσκω ότι τα αμερικάνικα φιλμ της Pixar, της Dreamworks κ.λπ., όσο καλά κι αν είναι, τείνουν όλα να μοιάζουν μεταξύ τους».
-Πάντα έχω την απορία αν ο σκηνοθέτης κινούμενου σχεδίου έχει τον ίδιο έλεγχο, την ίδια καλλιτεχνική ευθύνη με αυτόν που καθοδηγεί ηθοποιούς.
«Σας διαβεβαιώ ότι τίποτα δεν μού ξέφυγε. Με ρωτάνε πολλοί: εσείς κάνατε τα σχέδια; Και τους λέω, μα όχι, αλλιώς θα ήθελα σαράντα χρόνια. «Και, τότε, τι κάνατε, αφού δεν ζωγραφίσατε;». Η μόνη έξυπνη απάντηση, που βρίσκω, είναι: ξέρετε, και στις άλλες μου ταινίες δεν είμαι εγώ που παίζω».
-Εχετε σκοπό να κάνετε κι άλλο κινούμενο σχέδιο;
«Ναι. Λατρεύω να γυρίζω ταινίες, αλλά υπάρχει τόση πίεση στο στάδιο της προετοιμασίας και κυρίως στα γυρίσματα. Τα κινούμενα σχέδια έχουν πολλή δουλειά, αλλά είναι πιο χαλαρά, δεν υπάρχουν οι ίδιες αϋπνίες. Μια κατάσταση που αυτή τη στιγμή μού ταιριάζει. Εχουμε σχεδόν έτοιμο ένα καινούργιο σενάριο, πρωτότυπο αυτή τη φορά».
-Υπάρχει κάποια από τις ταινίες σας που αγαπάτε ιδιαίτερα;
«Μου είναι δύσκολο να διαλέξω. Αν επιμένετε, θα έλεγα ίσως «La fille sur le pont» με τον Ντανιέλ Οτέιγ…».
-Είχατε γράψει κάποτε ένα πολύ οργισμένο κείμενο κατά των κριτικών. Εψαξα, αλλά δεν το βρήκα… .
«Καλύτερα, ας το ξεχάσουμε. Εχουν περάσει και δέκα χρόνια. Αλλά, ήμουνα τότε πολύ θυμωμένος με τους κριτικούς, όχι γι' αυτά που έγραφαν για τις δικές μου ταινίες, αλλά γενικά. Υπάρχει μια κατηγορία κριτικών στην Γαλλία που είναι εξαιρετικά βίαιοι. Δεν το αντέχω, δεν είναι χρήσιμο ή εποικοδομητικό. Ετσι έγραψα ένα είδος ανοιχτής επιστολής προς κριτικούς, που τελικά στράφηκε εναντίον μου. Δεν μετάνιωσα, αλλά δεν θα το ξανάκανα. Επρεπε να είχα καταλάβει ότι δεν κρίνουμε ποτέ τους κριτικούς».
-Τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ για τη στάση του θα τον κρίνατε;
«Μού απαγορεύω να τον κρίνω, έχει τη ζωή του, την κυβερνά όπως αυτός αισθάνεται».
-Δεν προλάβατε να βγάλετε πρόεδρο τον Ολάντ και ήδη τον απορρίψατε. Γιατί τόση βιασύνη;
«Κάθε φορά που έχουμε καινούργιο Πρόεδρο, δεξιό ή αριστερό, νομίζουμε ότι με το μαγικό ραβδάκι του σε λίγους μήνες θα τα αλλάξει όλα. Αλλά αυτό δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Κι έτσι απογοητευόμαστε. Η ιδιαιτερότητα με τον Ολάντ είναι ότι ακόμα και οι δικοί του άνθρωποι, οι σοσιαλιστές, εκφράζουν δυσαρέσκεια. Ισως δεν τον βρίσκουν τόσο δραστήριο όσο θα ήθελαν, ίσως δεν κράτησε κάποιες από τις υποσχέσεις του. Ηρθε τώρα κι αυτό το σκάνδαλο με υπουργό του, τον Ζερόμ Καϊζακ (φοροδιαφυγή, λογαριασμοί στο εξωτερικό κ.λπ.) και όλοι είναι είναι σίγουροι πώς ήταν αδύνατον να μην το ήξερε ο Ολάντ. Συμπέρασμα; Ολοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι. Κάτι που εγώ δεν πιστεύω. Πολλά πράγματα γίνονται πίσω από την πλάτη τους».
-Η γνώμη σας για την κρίση στην Ελλάδα;
«Το ξέρω ότι η δική σας φαντάζει μεγαλύτερη, αλλά και η Ισπανία δεν πάει καλύτερα, η Ιταλία δεν μπορεί ούτε κυβέρνηση να σχηματίσει. Αλλά αυτή η τρομερή κρίση, που μάς γανώνουν τα αφτιά από το πρωί ώς το βράδυ, είναι παγκόσμια. Δεν έχω καμιά σπουδαία πολιτική ανάλυση, αλλά πιστεύω ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας κάθε φορά που ο πλανήτης ήταν υποχρεωμένος να περάσει μέσα από μια τεράστια κρίση, όσο μακροχρόνια κι αν ήταν, πάντα στο τέλος ερχόταν ένα φως. Ο κόσμος ξανάβρισκε την αισιοδοξία του, η βιομηχανία ξανάπαιρνε μπροστά, οι άνθρωποι ζούσαν λίγο καλύτερα. Ξέρω βέβαια πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα στην Ελλάδα, μου λένε ότι αυξάνονται οι αυτοκτονίες. Ο,τι γινόταν το 1929 στην Αμερική, τότε που όλοι νόμιζαν ότι ήταν το τέλος του κόσμου».
-Πάντα αισιόδοξος, δηλαδή;
«Ναι, αλλά όχι με μια χαζοχαρούμενη αισιοδοξία. Είμαι ρεαλιστής. Πιστεύω ακράδαντα ότι ακόμα και στη χειρότερη κρίση οι άνθρωποι δεν πρέπει να αφήνονται. Ακόμα και πεσμένοι πρέπει να παλεύουν. Αλλιώς τίποτα δεν θα αλλάξει».
INFO: η ταινία βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη 11 Απριλίου
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=40039
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε