- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Αυθεντικό απόσταγμα Πομερά χωρίς αληθινή μέθεξη

15/04/13 ART,Αρχείο Άρθρων

«Μεγάλη και θαυμαστή ιστορία του εμπορίου» και «Κύκλοι/Ιστορίες»

 

Η σεζόν στη Στέγη ολοκληρώνεται με ένα δίπτυχο αφιέρωμα στον Ζοέλ Πομερά. Από κάθε άποψη καλοδεχούμενο. Πρόκειται για έναν από τους πιο -ή μήπως ο πιο;- ενδιαφέροντες Γάλλους θεατράνθρωπους, στην καλύτερη στιγμή του και στη μοναδική ολική του παρουσίαση σε ελληνικό έδαφος

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

[1]Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε τον Ζοέλ Πομερά κάπως αμέθοδα, ως συλλέκτη μιας ιδιαίτερης γραφής, χορικής και χοϊκής, που αναβλύζει από το υπέδαφος της συλλογικής καθημερινότητας και που, κι αν μοιάζει να τίθεται εκτός ιστορίας και μεγάλης αφήγησης, κατορθώνει να μεταβληθεί κάποτε σε υπόκωφο πολιτικό σήμαντρο.

 

Είναι ωστόσο λάθος να τον συμπεριλάβουμε στους «συγγραφείς», ακόμα κι αν τα έργα του ακολουθούν αυτόνομη πορεία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για θιασώτη του ολικού θεάτρου –στην παράδοση του Μπαρό-, στον οποίο ο λόγος ή το κείμενο αποτελούν τη σκιά του κατασκευάσματος, που δομείται σαν πράξη θεάτρου άρρηκτη, ακέραια και ζώσα. Αυτή την ατμόσφαιρα και τη δική του εκδοχή τής εν θεάτρω ζωής περιμέναμε να δούμε στη «Μεγάλη και θαυμαστή ιστορία του εμπορίου».

 

Και αυτό που είδαμε ήταν πράγματι αυθεντικός Πομερά, στα μεγάλα και μικρά του. Στον τρόπο με τον οποίο ένα ειρωνικά μεγαλεπήβολο «έπος» αποστάζει μερικές σταγόνες ζωής και συνθέτει μια ιστορία που, αντί να αντανακλά τη μεγάλη Ιστορία, περιμαζεύει τα τρίμματά της και φτιάχνει από αυτά πρόσφορο θεάτρου.

 

Στο ημίφως ενός δωματίου ξενοδοχείου μια ομάδα επιτήδειων πλασιέ νουθετεί το νεοφώτιστο μέλος της: έναν νεαρό που αδυνατεί να κατανοήσει τις κάπως μακιαβελικές τεχνικές πώλησης ενός άχρηστου προϊόντος, με το ψέμα, την προσποίηση, την εξαπάτηση και την εκμετάλλευση της αδυναμίας. Γύρω τους βουίζει ο Μάης του ’68, και ο κόσμος στέκει άναυδος μπροστά στο δέος μιας νέας γενιάς και -ίσως- ενός νέου ήθους.

 

Τίποτα από αυτά. Οπως φαίνεται, πρόκειται για μια αλλαγή του τρόπου με τον οποίο το εμπόριο διεξάγεται, για αλλαγή του παραδείγματος σχέσεων, που εξωθεί κάποιους στο περιθώριο και αναδεικνύει νέους αστέρες της ανθρώπινης συναλλαγής. Να που πολύ γρήγορα οι παλιοί διδάξαντες αδυνατούν να πουλήσουν -φταίει ασφαλώς η κρίση!- και να που μυστηριωδώς ο πρώην ευαίσθητος, αγαθούλης και απελπισμένος πρωτάρης ανεβαίνει. Καθόλου δεν έμαθε να πουλάει' απλώς ανακάλυψε ό,τι πουλάει στη νέα εποχή. Γι’ αυτό στην εποχή μας οι ρόλοι αλλάζουν: τώρα αυτός είναι ο μάνατζερ που διδάσκει απελπισμένους μεσήλικους' αυτός μοιράζει αυτοπεποίθηση και στιλ. Η ιστορία του εμπορίου κινείται σε κύκλους.

 

Είναι φανερό ποιους έχει για φόβητρο και αντίπαλο ο Πομερά: τον νατουραλισμό, την ηθογραφία και τον περίφημο γίγαντα του κοινωνικού, αμερικανικού δράματος. Είναι αλήθεια πως οι Αμερικανοί έχουν ξεζουμίσει αυτόν τον τόπο ζωής, στο φως και τη σκιά του. Ωστόσο, μένει χώρος και στον δικό του σπόρο ποίησης για μια παραβολή, που κινείται από το μικρό στο μέγα.

 

Για κάποιους, βέβαια, κι αυτό ακόμα είναι λίγο. Και αληθινά θέλει καλή εκ μέρους μας διάθεση για να προκαλέσει το απόσταγμα του Πομερά αληθινή μέθεξη. Δεν πειράζει. Κι αν μας είναι κάπως δύσκολο να συνδέσουμε θεωρητικά τον Μάη του ’68 με την αλλαγή του εμπορίου, υπάρχει στη σκηνή η αίσθηση μιας θαυμάσιας ατμόσφαιρας, κλειστοφοβικής, στην οποία τα αισθήματα επιβάλλονται διά της σιωπής: άγχος, απόγνωση, απορία, πανικός. Η αληθινή ιστορία, το ρεύμα του χρόνου, περνάει έξω από εμάς, στους δρόμους.

 

Η ελληνική πρόταση του Λεοντάρη

 

Το προκείμενο βέβαια για εμάς έρχεται με το δεύτερο μέρος του δίπτυχου, την ελληνική πρόταση του Γιάννη Λεοντάρη και της ομάδας Κανιγκούντα στους «Κύκλους/Ιστορίες». Εδώ τα πράγματα είναι αντίστροφα: Ενας τόσο δα τίτλος δίνει πάτημα σε μια τρίωρη παράσταση, κυκλικών ιστορικών αναφορών, τριάντα σκηνών, πολυπρόσωπη και αφηγηματικά χαώδη. Μ' αυτήν εγκαινίασε ο Πομερά τη σχέση του με το θέατρο του Μπρουκ στο Παρίσι και μετατράπηκε σε υπόσχεση μιας καινούργιας εποχής για το γαλλικό θέατρο.

 

Η επιτυχία του εγχειρήματος ήταν μεγάλη. Ωστόσο, στην ελληνική εκδοχή του το έργο του είναι προβληματικό. Ο λόγος είναι εξαιρετικά απλός: σε αντίθεση με το τι θα περιμέναμε από τον Λεοντάρη (είχε σκηνοθετήσει θαυμάσια τους «Εμπόρους» στη Θεσσαλονίκη), το έργο έχει πολλά λόγια -θαυμάσια, αλλά υπερβολικά πολλά, ακόμα και για γαλλικό έργο. Απ’ ό, τι άκουσα, στο Παρίσι συνέβαινε μια πανδαισία, με την οποία ο σκηνοθέτης ζητούσε να εισάγει σε κάθε σκηνή ένα θεατρικαλίστικο εφέ, να κάνει τα πράγματα τέλος πάντων λίγο πιο διασκεδαστικά για τον θεατή. Εδώ, στη Μικρή Σκηνή, το μόνο αληθινά ενδιαφέρον είναι η ιδιαίτερη εφαρμογή του ρωσικού φορμαλισμού στην υποκριτική. Με μια πρόταση που παραπέμπει στον Μέγερχολντ, ο Λεοντάρης ζητάει από τους ηθοποιούς να εκδηλώνουν την κατάσταση του προσώπου τους έκδηλα και σωματικά, αντι-ψυχολογικά.

 

Αυτό ίσως είναι το ενδιαφέρον στοιχείο μιας παράστασης που μοιάζει να κινείται απελπιστικά άνευρα. Για κακή της τύχη, μάλιστα, επιλέγει να σημειώσει στο πίσω μέρος της σκηνής τη σειρά των σκηνών: δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να κάνεις τους θεατές να μετρούν ανάποδα κάθε σκηνή, σαν κομπολόι.

 

Δεν έχω καμιά αμφιβολία για την καλλιτεχνική περιουσία τού Λεοντάρη. Πιστεύω όμως –το ίδιο το σημείωμα στο πρόγραμμα μου το επιβεβαιώνει- ότι έχει στραφεί σε ένα πολιτικό θέατρο ή μάλλον σε ένα θέατρο με πολιτικούς στόχους. Επόμενο είναι να μεταφέρει σε κάθε έργο τη δική του οπτική.

 

Πιστεύει –όπως και αρκετοί Γάλλοι κριτικοί- ότι το έργο του Πομερά μπορεί να συμπεριλάβει μια κριτική του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού, της πολιτικής κρίσης του τόπου μας ή του τέλους του καπιταλισμού. Υπερβολικό. Πρόκειται για στιγμές μιας αμοντάριστης και αθησαύριστης ιστορίας, που αποδεικνύουν ίσως –όχι χωρίς κόπο και φαντασία από μέρους μας- πως ο άνθρωπος παραμένει ο ίδιος τόπος βασάνου και θρήνου στους αιώνες.

 

Πριν από χρόνια, με τους «Εφήμερους» η Μνούσκιν κάτι ανάλογο πραγματευόταν στο Φεστιβάλ. Ούτε εκεί όμως είχαμε δει τόσο μεγαλεπήβολους στόχους. Εχω την εντύπωση πως δεν μπορούμε διαρκώς να κρυβόμαστε πίσω από την αποδόμηση της Ιστορίας – κάποια στιγμή πρέπει να αναλάβουμε και τις ευθύνες της επανασύστασής της.

 

Θα ήθελα ωστόσο να σταθώ στην καλά δουλεμένη ομάδα και στις ερμηνείες. Είτε φορμαλιστικά είτε όχι, οι ηθοποιοί δείχνουν θαυμάσια ωριμότητα και τεχνική. Τους παραθέτω τιμητικά: Ανθή Ευστρατιάδου, Μαρία Μαγκανάρη, Ευθύμης Θέου, Γιάννης Αναστασάκης, Θέμης Πάνου, Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου και Γιώργος Φριντζήλας.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=40879