- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Τα αλληλέγγυα τα λόγια, τα μεγάλα
17/11/12 ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά*
Ο «ευρωπαϊκός πρώτος πληθυντικός» κάθε άλλο παρά δεδομένος είναι. Και στο μέτρο που η συγκρότηση μιας κοινής και ενιαίας ευρωπαϊκής οντότητας βρίσκεται ακόμα υπό ιστορική και φαντασιακή αίρεση, η σημασία της φράσης «εμείς οι Ευρωπαίοι» σε αντιδιαστολή με το «σεις οι άλλοι» μετατοπίζεται συνεχώς.
Κατ' ανάγκην, λοιπόν, η ιστορική ανάδυση του ευρωπαϊκού «Νότου» των γουρουνιών (PIGS), όπου και παραδειγματικά ανήκουμε, συνεπιφέρει καταλυτικές ιδεολογικές προεκτάσεις.
Μια Ευρώπη που ρητά πλέον αποτελείται από «πολλών ειδών» χώρες, πρέπει να μπορεί να κινείται με «πολλές ταχύτητες» και προς πολλαπλές κατευθύνσεις. Οι κοινοί νοηματικοί αυτοματισμοί παύουν να λειτουργούν.
Αναπόφευκτα, όλο και περισσότεροι είναι οι Ευρωπαίοι που αντιμετωπίζουν τους εαυτούς τους ως «πιο Ευρωπαίους», άρα και ως «πιο ίσους» από τους άλλους. Οι αυτονόητοι μέχρι πρόσφατα πρώτοι πληθυντικοί μετασημασιολογούνται και ασθμαίνουν.
Ετσι, η αύξουσα δυσπιστία απέναντι στη χώρα μας είναι χαρακτηριστική μιας νέας φάσης στην ευρωπαϊκή αυτογνωσία. Το γεγονός ότι κάποιοι Ευρωπαίοι καλούνται να «αποδεικνύουν» την εθνική τους συνέπεια και φερεγγυότητα σηματοδοτεί τον υποβιβασμό τους σε καθεστώς «αντεπιστελλόντων μελών».
Στο μέτρο που οφείλουν να μπορούν συνεχώς να πείθουν τους «άλλους εταίρους» ότι «είναι» και αυτοί Ευρωπαίοι και συνεπώς ότι είναι «άξιοι» να μετέχουν ίσοις όροις στο ενιαίο «σύστημα», δεν είναι πια Ευρωπαίοι σαν «τους άλλους».
Υπό την πίεση των περιστάσεων, το ευγενές πολιτιστικό και πολιτικό πρόταγμα για μια κοινότητα «όλων των Ευρωπαίων» έχει πλέον διαλυθεί στα εξ ων είχε υποτίθεται συντεθεί. Η ιδέα ενός ανέκκλητου ευρωπαϊκού «Εμείς» φαντάζει λοιπόν αναχρονιστική.
Η ίδια η συζήτηση για το ενδεχόμενο «κόστος» της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, εις πείσμα τού ό,τι κάτι τέτοιο δεν «προβλέπεται», -και δεν θα μπορούσε να προβλέπεται-, από τις ιδρυτικές συνθήκες, αποδεικνύει ότι η επιβίωση των κοινών ευρωπαϊκών θεσμών υπόκειται πια σε συγκυριακές οικονομικές σκοπιμότητες.
Βέβαια, από τη στιγμή που επικράτησε ο νεοφιλελεύθερος παραγωγικός οικονομισμός, οι εξελίξεις αυτές εμφανίζονται ίσως αναπόφευκτες. Μια Ευρώπη, που δεν έχει ούτε την αρμοδιότητα ούτε τη βούληση ούτε και την οικονομική δυνατότητα να παρεμβαίνει διαρκώς προς την κατεύθυνση της συνεχούς ενίσχυσης της εσωτερικής της συνοχής, δεν είναι δυνατόν να προσβλέπει στη μακρόχρονη ιστορική της ολοκλήρωση.
Και το ζήτημα της συνοχής φαίνεται να έχει μεταχθεί στις γερμανικές καλένδες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές «δυνάμεις», με πρωτοστάτες τη Γερμανία και τη Βρετανία, πιέζουν συνεχώς προς την κατεύθυνση της περαιτέρω συρρίκνωσης των ήδη γλίσχρων κοινοτικών πόρων κάτω από το σημερινό επίπεδο του 1% περίπου του ακαθάριστου ευρωπαϊκού προϊόντος.
Υπό τους όρους αυτούς είναι προφανώς αδύνατον να υπάρξει συστηματική ανακύκλωση πλεονάσματος. Και μοιραία, οι φτωχοί θα γίνονται όλο και φτωχότεροι και οι πλούσιοι όλο και πλουσιότεροι. Είτε το ομολογούμε είτε όχι, η νέα «ορθολογική» Ευρώπη θα γίνεται ολοένα και πιο άνιση και ανισοβαρής.
Ομως, από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι η επαγγελία της «πολιτικής ενοποίησης» δεν θεμελιώνεται σε μια συστηματική «κοινωνική ομοιογενοποίηση», η ιστορική δυναμική του ευρωπαϊκού πειράματος φαίνεται προδιαγεγραμμένη.
Στο μέτρο που καμία ιστορική οντότητα δεν παραμένει ακίνητη, οι απομειούμενες δυνάμεις της συνοχής θα έλθουν μοιραία αντιμέτωπες με τις ενισχυόμενες δυνάμεις της εντροπίας.
Δεν γνωρίζουμε βέβαια ποια ακριβώς θα είναι η αναδυόμενη Ευρώπη. Αλλά σε κάθε περίπτωση, δεν θα είναι εκείνη στην οποία πολλοί από μας είχαν ελπίσει και πιστέψει.
Ομως, οι λέξεις δεν ακολουθούν τα πράγματα. Παραδόξως, την ίδια στιγμή που η Ευρώπη φαίνεται πια να λειτουργεί απροκάλυπτα σαν ασταθής εσμός οργανωμένων συμφερόντων, εθνικών και υπερεθνικών, που οι ευρωπαϊκές προοπτικές διαγράφονται με κριτήρια την εικαζόμενη εκλογική συμπεριφορά των επιμέρους ισχυρότερων «εθνικών φορολογουμένων» και που οι μεταβιβάσεις πόρων ανάμεσα στις χώρες επιτελούνται πλέον σχεδόν αποκλειστικά με τη μορφή επαχθών εντόκων δανείων, ο επίσημος ευρωπαϊκός λόγος εξακολουθεί να επικαλείται τα αφετηριακά ιδεαλιστικά μελήματα της «ηθικής αλληλεγγύης», της «θεσμικής σύγκλισης» και της «κοινωνικής ενσωμάτωσης».
Ο πρώτος πληθυντικός επιβιώνει με τη μορφή ψευδόλογων ρητορικών εξάρσεων. Οι αποδιαρθρωτικές ιδεολογικές και οργανωτικές προεκτάσεις του νεοφιλελευθερισμού πρέπει να κρυφτούν και να εξορκιστούν.
Στο πλαίσιο αυτό η αναφορά στην κοινή ευρωπαϊκή νομοτέλεια εμφανίζεται ως υπέρποτε αναγκαία. Και αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σε περιόδους κρίσης, όπου τα υλικά συμφέροντα των επιμέρους «εταίρων» δεν συμπίπτουν με τη συντήρηση της ενιαίας οντότητας με ίδιους, όπως προηγουμένως, όρους.
Πράγματι, εις πείσμα όσων συχνά ακούγονται, δεν είναι οι φτωχοί που τείνουν να αποδεσμευθούν από τους πλούσιους αλλά οι πλούσιοι από τους φτωχούς.
Δεν είναι τυχαίο. Ακόμα και στους κόλπους συμπηγμένων εθνικών κρατών, είναι οι προνομιούχες περιοχές που προβάλλουν αιτήματα ανεξαρτητοποίησης ή απόσχιση.
Δεν είναι η φτωχή Σικελία, η υπανάπτυκτη Ανδαλουσία ή η παραγκωνισμένη Ουαλία που παίζουν με την ιδέα να αποχωρήσουν από το ενιαίο κράτος, αλλά οι πλούσιες περιοχές της Βόρειας Ιταλίας, της Καταλωνίας, της χώρας των Βάσκων και της Σκωτίας των πετρελαίων της Βόρειας Θάλασσας. Ισως κάτι αντίστοιχο να απειλείται στους κόλπους τής πολύ λιγότερο «ανθεκτικής» Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είναι πιθανότατο ότι στο άμεσο μέλλον το κύριο δίλημμα δεν θα είναι του τύπου «ευρώ ή δραχμή», αλλά του τύπου «ευρώ ή μάρκο».
Αυτός είναι ίσως και ο κύριος λόγος για τον οποίο η εμμονή στις αλληλέγγυες εκλογικεύσεις είναι σήμερα ακόμα πιο επιτακτική απ' ό,τι ήταν στο παρελθόν. Για όσο καιρό τα σχέδια της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης και σύγκλισης μπορούν στοιχειωδώς να υπηρετούνται, η συνεχής αναφορά σε ζητήματα αξιών ή αρχών δεν ήταν αναγκαία.
Να θυμηθούμε ότι ακόμα και τα συμπηγμένα εθνικά κράτη επικαλούνται την αυτονόητη υποχρέωσή τους να στέκονται αλληλέγγυα σε όλους τους πολίτες μόνο σε περιόδους «έκτακτης ανάγκης».
Κάτι αντίστοιχο φαίνεται να συμβαίνει σήμερα στους κόλπους της κατακερματισμένης νεοφιλελεύθερης Ευρώπης. Δεν είναι λοιπόν ίσως τυχαίο ότι ενώ ποτέ πριν δεν μιλούσαν περισσότερο για αλληλεγγύη, ποτέ πριν δεν έπρατταν και λιγότερα για να την επιτύχουν.
Φαίνεται πως η κρίση δεν συνεπιφέρει μόνον την έξαρση των συμφερόντων και των ιδιοτελειών. Γεννά επίσης και τη συστηματική θεραπεία της υποκριτικής διγλωσσίας.
*Ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=4107
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε