- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Μπέκετ χωρίς πόζες και κλισέ

22/04/13 ART,Αρχείο Άρθρων

«Τέλος του παιχνιδιού» στο «Από Μηχανής» θέατρο

 

Η παράσταση του Δημήτρη Λιγνάδη πηγαίνει ενάντια στην παράδοση: ούτε σκουπιδοτενεκέδες ούτε καπάκια ούτε αρβύλες ούτε κυνισμός. Το «Τέλος» γίνεται αστείο, γλυκό, μελαγχολικό, ανθρώπινο, συνέχεια και καθρέφτης του κόσμου

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

[1]Είναι μία από τις σημαντικότερες παραστάσεις όχι μόνο του «Τέλους», αλλά και εν γένει του μπεκετικού θεάτρου στη χώρα μας. Και αν η παρατήρηση μοιάζει τολμηρή, θα γίνει αμέσως τολμηρότερη, καθώς θα συνοψιστεί με τις καταθέσεις που το θέατρό μας έχει να επιδείξει στον συγκεκριμένο συγγραφέα. Κι ωστόσο αυτή η παράσταση –και μάλιστα από τη μια άκρη της στην άλλη, από την πρώτη της ιδέα μέχρι το τελευταίο καρφί της πραγμάτωσής της– είναι κάτι διαφορετικό. Επειδή είναι πριν απ' όλα μια πολύ τίμια παράσταση. Επειδή είναι μια παράσταση που «διορθώνει» τις παλιότερες αντιλήψεις μας για τον Μπέκετ. Κι έπειτα, επειδή είναι μια παράσταση που επεκτείνει το σύμπαν του συγγραφέα πέρα κι από εκεί που η εμπειρία είχε θέσει το όριο των ερμηνευτικών του σχημάτων.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως υπάρχει πάντα κάτι που φρενάρει το θέατρο του Μπέκετ – περισσότερο και από τον συντηρητισμό των κληρονόμων του. Είναι που η σκηνική φήμη του προηγείται πάντα της δραματικής παρουσίας του, με άλλα λόγια, είναι που το θέατρό του παίζεται πρώτα σαν «Μπέκετ» –σαν να είναι αυτό ο αυτοσκοπός της πρότασης- και έπειτα σαν όλα τα άλλα. Το αποτέλεσμα είναι πως για τον συγκεκριμένο συγγραφέα και για όσους μπήκαν κάποτε μαζί του στο ευρύχωρο καλάθι του παραλόγου, το θέατρο πρέπει να πάρει μια πόζα, μια συγκεκριμένη μάσκα, ένα στιλ ερμηνείας για να τον ερμηνεύσει σωστά. Δεν υπάρχει πιο βαρετό πράγμα από αυτό.

 

Φαντάζομαι πως η παρεξήγηση εξελίχθηκε κάπως έτσι: το παράξενο ιδίωμα, που στα χρόνια του ’50 και του ’60 έμοιαζε ξενικό στο αστικό θέατρο, η πρώτη εντύπωση, μετατράπηκε –από τους ακόλουθους σκηνοθέτες και φορείς του θεάτρου του παραλόγου σε συγκεκριμένο «κώδικα». Μια διάχυτη εντύπωση, δυνατή και απροσχημάτιστη, μεταβλήθηκε με τον καιρό σε πάγιο ύφος. Από αυτή την ερμηνεία του παραλόγου ως παράλογο, σαν μια μόνιμα φορεμένη μάσκα του γκροτέσκου, δεν γλίτωσαν ούτε και οι δικοί μας συγγραφείς, από τον Μάτεσι μέχρι τον Ζιώγα.

 

Ας δούμε, λοιπόν, τα πράγματα διαφορετικά. Υπάρχουν στιγμές στην παράσταση που αληθινά θα έλεγε κανείς πως η σκηνή επίτηδες πηγαίνει ενάντια σε αυτή την παράδοση. Δεν υπάρχουν σκουπιδοτενεκέδες εδώ, ούτε καπάκια, δεν υπάρχουν αρβύλες, ούτε καν ερείπια. Ενα καλογυαλισμένο παρκέ -ο ψυχαναγκασμός της αστικής τάξης- (σκηνικά της Λιλής Πεζανού), μια παρκετέζα για σκήπτρο και τσουράπια για να περπατά ο Κλοβ. Και οι ελλειπτικοί γονείς μοιάζουν με μάπετ σε ταμείο θεάτρου. Κι όμως υπάρχει αληθινή πραγματικότητα εδώ. Υπάρχει αληθινή συγκίνηση και μνήμη, υπάρχει το ρίγος μιας γλώσσας και μιας λογοτεχνίας άχρηστης πιθανόν, αλλά όχι εντελώς ανόητης.

 

Δαιμόνιο φαρσικό παιχνίδι

 

Στην παράσταση του «Από Μηχανής» η σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη δεν έχει ύφος, δεν έχει μάλιστα διόλου το play-Beckett ύφος. Σαν να είναι ένα διαρκές πάτσγουορκ, σαν ένα δαιμόνιο φαρσικό παιχνίδι του θεάτρου με τον ίδιο τον εαυτό του, λέει τελικά κάτι περισσότερο για το ίδιο του το «Τέλος του παιχνιδιού». Καταφέρνει να μιλήσει για όσα πράγματα δεν έχουν από μόνα τους νόημα, για όσα είχαμε συνηθίσει να πιστεύουμε επειδή συνδέονταν μεταξύ τους σε ένα γλωσσικό παιχνίδι. Και τώρα που το πλέγμα των σχέσεων καταρρέει και το δίχτυ της γλώσσας χάνεται, χάνονται μαζί η ασφάλεια του ακροβάτη και η αφέλεια του τσίρκου που τον φιλοξενεί.

 

Είναι επομένως πριν απ' όλα αυτό το «Τέλος» στο «Από Μηχανής» μια παραβολή γα το τέλος του θεάτρου. Ιδού η πρώτη σημασία της παράστασης: εδώ το θέατρο του παραλόγου δεν είναι πια ένα θέατρο απομονωμένο από τον ρεαλισμό, ξέχωρο από τον γύρω του κόσμο. Είναι η συνέχειά του, αν όχι κι ο αληθινός του καθρέφτης. Υπάρχει όμως κάτι ακόμα, που ίσως αποδειχθεί περισσότερο σημαντικό. Από αυτή την πρόταση, και από ολόκληρη την απόδοση, απουσιάζει το στοιχείο με το οποίο είχαμε συνδέσει συνειρμικά (κι ίσως επιπόλαια) τον Μπέκετ: ο κυνισμός. Εχει υποκατασταθεί με το χιούμορ. Το «Τέλος» του Λιγνάδη είναι γλυκό, μελαγχολικό, και σε μια μεγαλειώδη ριζική ερμηνεία του, αποδεικνύεται ξανά και πάλι ανθρώπινο. Κι αν δεν είναι γι’ αυτό λιγότερο σκοτεινό ή δυσοίωνο για τις ελπίδες μας, μπορεί ωστόσο να διατηρεί στο κέντρο του τη μικρή φλόγα συμπάθειας και κατανόησης γι' αυτές.

 

Και βέβαια μπορεί αυτός ο Μπέκετ να γίνει προσωπικός, πρωτίστως για τους ερμηνευτές του. Δεν υπάρχει, νομίζω, άλλος τρόπος να φτάσει ο ηθοποιός σε τέτοια κορύφωση ερμηνευτική, παρά πιστεύοντας πως το έργο σε κάποια γωνιά του αναφέρει και τον ίδιο. Ο Δημήτρης Λιγνάδης είναι ένας εξαιρετικός κλόουν από τα αποκαΐδια του βοντβίλ και του βουβού, που μιλάει πριν απ' όλους για τον εαυτό του.

 

Εχει όμως δίπλα του έναν εξαιρετικό Ακι Βλουτή – πρέπει να είναι η πέμπτη συνεχόμενη φορά που μένω έκπληκτος με τις δυνατότητές του. Το να γελάσει κανείς σε βάρος του Χαμ είναι εύκολο. Το να συγκινηθεί όμως από αυτόν, να τον «καταλάβει», είναι ένα θαυμάσιο νέο για το θέατρό μας.

 

Σε όλη την γκάμα από το μελόδραμα μέχρι τη φαρσοκωμωδία, ο Βλουτής διατηρεί τη συνέχεια και συνάφεια με το κέντρο ενός προσώπου που μένει γυμνό, αλλά παραμένει ανθρώπινο. Σπουδαίοι στην ψευδαισθητική τους παρουσία η Ναγκ της Αφροδίτης Κλεοβούλου και ο Νελ του Γρηγόρη Ποιμενίδη.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=43385