- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Οταν ο λύκος δεν τρομάζει πια τα παιδιά
30/04/13 ART,Αρχείο Άρθρων
Κυριακή πρωί στο Μέγαρο, «Καβαλερία Ρουστικάνα» στη Λυρική
Παρακολούθησα το μουσικό παραμύθι «Ο Πέτρος και ο λύκος» του Προκόφιεφ και τη μουσική σάτιρα «Το καρναβάλι των ζώων» του Σαιν-Σανς. Τα σημερινά παιδιά, εθισμένα μέχρι κορεσμού στην αδρεναλίνη της ταχύτητας και της βίας των βιντεοπαιχνιδιών, την αφηγηματική ευκολία της εικόνας και την ευτέλεια του τηλεοπτικού θεάματος, απλώς βαρέθηκαν. Μήπως θα χρειαζόταν κάποια πιο ψαγμένη, σύγχρονη στρατηγική για να ενεργοποιηθεί στους βομβαρδιζόμενους εγκεφάλους τους η δύσκολη φύτρα του ενδιαφέροντος για τη μουσική;
Του Γιάννη Σβώλου
[1]Την Κυριακή 21/4/2013 παρακολουθήσαμε συναυλία της ΚΟΑ, εντεταγμένη στον κύκλο «Κυριακή πρωί στο Μέγαρο», στην οποία δόθηκαν δύο –υποτίθεται- διαχρονικής δημοφιλίας «παιδικά» έργα: το μουσικό παραμύθι «Ο Πέτρος και ο λύκος» του Προκόφιεφ και η μουσική σάτιρα «Το καρναβάλι των ζώων» του Σαιν-Σανς. Στο δεύτερο συμμετείχαν ως σολίστες οι πιανίστες Καλλιόπη Εμμανουήλ και Δημήτρης Σταματελάτος.
Αναμενόμενα, το ακροατήριο αποτελείτο αποκλειστικά από ανήλικους και τους συνοδούς τους με προφανή αριθμητική υπεροχή των πρώτων. Στην κατάμεστη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» δεν έπεφτε καρφίτσα, ενώ λίγες ώρες αργότερα δόθηκε προγραμματισμένη επανάληψη της συναυλίας, καλύπτοντας την απροσδόκητα υψηλή ζήτηση εισιτηρίων! Διηύθυνε ο Αλέξανδρος Διαμαντής και την αφήγηση σε αμφότερα τα έργα έκανε ο ηθοποιός Γεράσιμος Γεννατάς.
Παρευρισκόμενος ως συνοδός δύο ανήλικων ανιψιών, διαπίστωσα από κοντά αντιδράσεις και έκανα εκτιμήσεις. Ανταποκρινόμενοι στη μετρημένη, αλλά δίχως ζωντάνια διεύθυνση του αρχιμουσικού, οι μουσικοί της ΚΟΑ και οι δυο πιανίστες έπαιξαν με ετοιμότητα, ακρίβεια και άνεση, δίχως ποτέ να ανεβάσουν πραγματικά θερμοκρασίες ή να καταστήσουν το ακρόαμα άμεσο και συναρπαστικό. Παρά το σπιρτόζικο, επικοινωνιακά κλοουνίστικο ύφος του δημοφιλούς ηθοποιού, το συνολικό αποτέλεσμα παρέμεινε υποτονικό: το μεν μεγαλίστικο χιούμορ του Σαιν-Σανς ελάχιστα χαμόγελα απέσπασε, στον δε Προκόφιεφ επικράτησε αμηχανία. Το χλιαρό, σύντομο χειροκρότημα στο τέλος της συναυλίας ήρθε ως αναμενόμενος επίλογος.
Βεβαίως, εύλογα θα αντέτεινε κάποιος ότι αυτό είναι αδιάφορο, αφού αμφότερες οι συναυλίες ήσαν sold-out. Είναι, όμως, έτσι; Προφανώς, τα σημερινά παιδιά, εθισμένα μέχρι κορεσμού στην αδρεναλίνη της ταχύτητας και της βίας των βιντεοπαιχνιδιών, την αφηγηματική ευκολία της εικόνας και την ευτέλεια του τηλεοπτικού θεάματος, απλώς βαρέθηκαν. Μήπως, λοιπόν, θα χρειαζόταν κάποια άλλου επιπέδου, πιο ψαγμένη, σύγχρονη στρατηγική για να ενεργοποιηθεί στους βομβαρδιζόμενους εγκεφάλους τους η δύσκολη φύτρα του ενδιαφέροντος για τη μουσική; Στις δυτικές χώρες με ώριμη μουσική ζωή επενδύουν πολύ χρήμα, γνώση και επαγγελματική πείρα για να έχει η κλασική μουσική κοινό μελλοντικά. Ισως θα 'πρεπε να το ψάξουμε κι εμείς καλύτερα.
Πρώτα ο σκηνογράφος και μετά ο σκηνοθέτης;
Στις 25/4/2013 η ΕΛΣ ανέβασε στο Ολύμπια μια καινούργια παραγωγή της όπερας «Καβαλερία ρουστικάνα» («Αγροτική ιπποσύνη») του Μασκάνι, σε σκηνοθεσία Αλέξη Ευκλείδη. Ασφαλώς, η ιδέα αξιοποίησης της «βιντεοσκηνογραφίας» -εν προκειμένω ψηφιακή, κινούμενη εικόνα προβαλλόμενη επί φυσικών σκηνικών- είναι ενδιαφέρουσα, σύγχρονη, γεμάτη δυνατότητες. Ωστόσο, ως επιλογή επιβάλλει/παρεμβάλλει το στίγμα της στη σκηνική δραματουργία, δημιουργώντας θέματα προτεραιότητας και συμβατότητας μεταξύ σκηνογράφου και σκηνοθέτη.
Υπήρξε ολοφάνερο ότι το δίδυμο των βιντεοσκηνογράφων Εβίτας Γαλανού – Τόμας Βολεμπέργκερ και ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Ευκλείδης δεν βρήκαν ισορροπία στη συνεργασία τους. Πρακτικά ασύμβατες, οι διαφορετικές οπτικές σκηνικής δραματουργίας των δύο -εικαστική/συμβολική η μία, με στοιχεία αποεξιδανικευτικού ρεαλισμού η άλλη- σπάνια συναντήθηκαν κι όταν αυτό συνέβαινε, ήταν αμήχανο. Ετσι, η ενδιαφέρουσα απόπειρα να γειωθεί η δράση εγχωρίως, μεταφερόμενη σ’ ένα τουριστικό Κυκλαδονήσι, ναυάγησε˙ κρατάμε, όμως, τη σκηνικά ανανεωτική δυνατότητα του τεχνικού μέσου.
Σε μουσικό επίπεδο η παράσταση ήταν άνιση, κυρίως λόγω της διανομής: ο ρόλος του Τουρίντου αποδείχτηκε κατά ένα μέγεθος βαρύτερος (φωνητικά) και μεγαλύτερος (εκφραστικά) για τον τενόρο Δημήτρη Πακσόγλου, ενώ αυτός της Σαντούτσας απαιτεί πολύ περισσότερα απ’ όσα με φιλότιμη αφιέρωση είχε πλέον να διαθέσει η υψίφωνος Τζούλια Σουγλάκου˙ αυτοί της Μάνας, του Αλφιο και της Λόλας δόθηκαν αξιοπρεπώς από την μεσόφωνο Μαρία Βλαχοπούλου, τον βαρύτονο Κύρο Πατσαλίδη και την υψίφωνο Γεωργία Ηλιοπούλου, αντιστοίχως. Καλή ήταν η απόδοση της χορωδίας. Η αυστηρή, κοφτή, δυναμική διεύθυνση του Βασίλη Χριστόπουλου υπερτόνισε –για μια φορά ομολογουμένως ευπρόσδεκτα!- την τραχιά όψη της βεριστικής μουσικής του Μασκάνι, απωθώντας στο περιθώριο αυτή του «μελό» συναισθηματικού κορεσμού.
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=46442
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε