- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

«Είχε κάτι από Μπάστερ Κίτον και Τζέρι Λιούις»

07/05/13 ART

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

 

Ο Λευτέρης Βογιατζής της μεγάλης οθόνης

 

Η μεγάλη οθόνη τον λάτρεψε και τη λάτρεψε. Αλλωστε του επέτρεψε να παίξει και εντελώς διαφορετικά πράγματα από το θέατρο. Οπως τον γοητευτικό Λάκη Λοΐζο στο «Ακροπόλ» του Παντελή Βούλγαρη, πρωταγωνιστή λαϊκής επιθεώρησης ειδικευμένο σε γυναικείους ρόλους, που χόρευε καταπληκτικό τσιφτετέλι υπό τους ήχους του «Μαχαραγιά», έκανε στριπτίζ επί σκηνής αλλά και τραγουδούσε το «Γιοκέρο μάμπο» του Μουζάκη.

 

Επαιξε ακόμα στην «Περιπλάνηση» (1979) του Χρ. Χριστοφή και στην «Ανατολική Περιφέρεια» του Βασίλη Βαφέα (1979). Τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Σκεύα «Γυμνά Χέρια» για τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο (2011). Ο σκηνοθέτης, όμως, με τον οποίο ταυτίστηκε, ήταν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος.

 

Πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες του: στο εμβληματικό «Μελόδραμα» (1981) και στις «Βαριετέ» (1985), «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» (1993), «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη» (2008), «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» (2010). Του ζητήσαμε να θυμηθεί τη συνεργασία και φιλία τους

 

Tου Νίκου Παναγιωτόπουλου

 

[1]Εψαχνα ηθοποιούς για το «Μελόδραμα» εκείνη την εποχή, όταν έπεσα πάνω στον Λευτέρη, στην παράσταση του «Ερωτόκριτου», που είχε ανεβάσει ο Ευαγγελάτος στο «Αμφι-θέατρο». Με εντυπωσίασε το γεγονός ότι για πρώτη φορά ανακάλυπτα μέσα από την ερμηνεία του, και ακριβώς χάρη σ' αυτήν, τη γοητεία ενός κειμένου, που οφείλω να πω ότι ποτέ μέχρι τότε δεν με είχε προκαλέσει.

 

Τον κάλεσα να έρθει την επομένη στο σπίτι μου στη Ραβινέ. Τότε ήμουν πολύ στα πάνω μου, επειδή οι «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» είχαν κάνει διεθνή επιτυχία και είναι γνωστό ότι οι Ελληνες εκτιμούν περισσότερο κι από τη δική τους κρίση τούς επαίνους που έρχονται από το εξωτερικό. Οπως είμαι αλλεργικός στις κολακείες, μου έκανε καλή εντύπωση που σχεδόν, αντί για καλημέρα, μου είπε: «Ξέρετε…δεν μου άρεσαν οι «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας».

 

Κατάλαβα ότι ήθελε να μου δηλώσει από την αρχή, έντιμα και με κάθε επισημότητα, ότι είναι σκληρό καρύδι κι αν συνεργαστούμε δεν θα είναι για να παίξουμε τις κουμπάρες. Του ανταπέδωσα τα δέοντα απαντώντας του: «Τόσο το καλύτερο, γιατί με το «Μελόδραμα» θέλω να κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό».

 

Ο Λευτέρης εκτίμησε αυτή την αντίδρασή μου και δεν είναι περίεργο ότι έτσι άρχισε μια μεγάλη φιλία που κράτησε τριάντα τρία συναπτά χρόνια και δεν στηρίχτηκε ποτέ στα εύκολα λόγια. Κάναμε πολλές ταινίες μαζί και θα κάναμε περισσότερες αν δεν τσακωνόμασταν τόσο συχνά. Παρ' όλα αυτά το να ερχόμαστε στα λόγια δεν ήταν κάτι που δεν το ευχαριστιόμαστε. Το αντίθετο. Μάρτυρες σιωπηλοί η Ειρήνη και η Μαριάννα.

 

Ο Λευτέρης στη δουλειά ήταν διαφορετικός από τον Λευτέρη της παρέας. Στη δουλειά ήταν ιδιότροπος, απαιτητικός, αντίπαλος, ενώ στην παρέα ήταν απολαυστικός, φίλος, αστείος. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που δεν διαπραγματεύονται τις ιδιαιτερότητές τους. Στις ταινίες που γύρισα με τον Λευτέρη όχι μόνο δεν προσπάθησα να λειάνω αυτές τις ιδιαιτερότητες, αντίθετα τις τόνισα στο έπακρο. Ηθελα οι ερμηνείες του να του μοιάζουν, να είναι ανεπανάληπτες, ακόμα κι αν προκαλούσαν την αισθητική πολλών μικρομεσαίων, επειδή ακριβώς δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν μια συχνότητα που τους ξεπερνούσε.

 

Ποτέ δεν υποκρίθηκε ένα ρόλο και ποτέ δεν υποχώρησε σε καμιά αληθοφάνεια, όπως ζητάει η πιάτσα. Αυτό που μου άρεσε στον κινηματογραφικό ηθοποιό Βογιατζή είναι ότι το πρόσωπό του μού θύμιζε τον Μπάστερ Κίτον και το παίξιμό του είχε κάτι από Χοντρό-Λιγνό και από Τζέρι Λιούις. Το λέω αυτό σαν ένα τεράστιο κομπλιμάν, επειδή στις ταινίες μου χαίρομαι πάντα όταν διαπιστώνω ότι μπόρεσα να βάλω μέσα κάτι από θερινό σινεμά.

 

Στο θέατρο δημιούργησε μια σχολή. Εννοώ μια μανιέρα. Ο,τι πιο δύσκολο και πολύτιμο. Δεν υπάρχει θέατρο χωρίς σχολή. Μετά την κατάργηση της σχολής του Εθνικού Θεάτρου, για πιο προχωρημένες και πιο μοντέρνες ερμηνείες, μετά το τέλος και της σχολής του Κουν, όπου πια ο καθένας νόμιζε ότι μπορεί να παίζει όπως θέλει, ο Λευτέρης έδειξε ένα δρόμο και προ παντός έναν τρόπο. Πολλοί ασφυκτιούσαν γιατί αδυνατούσαν να αναδείξουν το ταλέντο τους μέσα σε τόσο στενά καθορισμένα όρια, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν ότι στην τέχνη είναι καλύτερα η έκφραση να ασφυκτιά παρά να είναι ασύδοτη.

 

Θέλω να τονίσω ακόμα ένα στοιχείο της προσωπικότητας του Λευτέρη, που τον έκανε στα μάτια μου αξιολάτρευτο, παρ' όλες τις γρουσουζιές του. Την παιδικότητά του. Στοιχείο, νομίζω, απαραίτητο σε κάθε γνήσιο καλλιτέχνη. Συμφωνώ με τον Πούσκιν, που λέει κάπου ότι «η ποίηση πρέπει να είναι λιγάκι ανόητη».

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=47559