- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Τα πέτρινα χρόνια και η φωνή του Καζαντζίδη

08/05/13 ART,Αρχείο Άρθρων

ΘΕΑΤΡΟ

 

Ο θεατρικός μονόλογος «Οταν συνάντησα τον Στέλιο»

 

Στο έργο που έγραψε ο Θανάσης Σκρουμπέλος, η μαρτυρία ενός Ελληνα μετανάστη στη Γερμανία, με πατέρα απροσκύνητο κομμουνιστή στη φυλακή, έχει υπόκρουση αλλά και γνήσια έκφραση τα λαϊκά τραγούδια από το ραδιόφωνο

 

Της Εφης Μαρίνου

 

[1]getFile (47) [2]Δωμάτιο απλό. Στον τοίχο μια αφίσα για τους Ελληνες εργάτες στη Γερμανία. Στα ελληνικά και στα γερμανικά. Πάνω στο τραπέζι ένα ραδιόφωνο, δεκαετίας 1960, συντονισμένο στο Ράδιο Αθήνα. Ακούγεται το λαϊκό τραγούδι του Καζαντζίδη «Δυο πόρτες έχει η ζωή». Ο Στάμος, με το σώβρακο, μπαλώνει το παντελόνι του στον καβάλο. Μονολογεί, ράβοντας, δοκιμάζοντάς το και ξαναράβοντας. Κάπως έτσι αρχίζει το παράπονό του. Για εκείνα τα πέτρινα χρόνια της ξενιτιάς.

 

Το έργο του Θανάση Σκρουμπέλου «Οταν συνάντησα τον Στέλιο» ανεβαίνει την Πέμπτη 9 Μαΐου στο θέατρο Βικτώρια σε σκηνοθεσία Γιώργου Σουξέ. Ο μονόλογος-μαρτυρία ενός Ελληνα μετανάστη στη Γερμανία, μοναδική συντροφιά του οποίου είναι ένα ραδιόφωνο και μία φωτογραφία – αυτή του Στέλιου Καζαντζίδη.

 

Με τα ραδιοκύματα της Αθήνας, τη φωνή του Καζαντζίδη, τις αφιερώσεις τραγουδιών σε αγαπημένους στη μακρινή πατρίδα, ξεδιπλώνεται ολόκληρη η νεότερη ιστορία της Ελλάδας: ο ξεριζωμός των Ποντίων, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η μετανάστευση, η χούντα. Η δύσκολη ζωή τού γκασταρμπάιτερ στα ορυχεία και τις φάμπρικες θα οδηγήσει τον Στάμο να αλλάξει τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα -«μακριά από 'δώ, αδερφέ, όπου και να κοιτάξεις, αυτή η πατρίδα σε πληγώνει»- και να πάρει μια απρόσμενη απόφαση για τη ζωή του.

 

Η δεκαετία του 1960 ήταν το αποκορύφωμα της μετανάστευσης των Ελλήνων, αντρών και γυναικών, στη Γερμανία. Αναζητώντας δουλειά και μια καλύτερη ζωή άφηναν πίσω τους μια πατρίδα αφανισμένη από τον πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο.

 

«Το έργο είναι μια ακτινογραφία της μετανάστευσης, κυρίως της δεκαετίας 1950-1960, με κάποια βιωματικά στοιχεία», λέει ο Θανάσης Σκρουμπέλος. «Δεν κατάγομαι από τον Πόντο, αλλά γνώριζα πολλούς Πόντιους. Εχω ζήσει στη Γερμανία και στο Βέλγιο ως μετανάστης δύο φορές. Την πρώτη το 1960-1963 και μετά παράνομος επί χούντας, όταν διαλύθηκε ο “Ρήγας Φεραίος”. Η μοναδική επαφή του μετανάστη ήταν με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Τον φόβο που νιώθουμε εμείς σήμερα για τους ξένους είχαν οι Γερμανοί για μας εκείνα τα χρόνια. Μην ξεχνάτε ότι οι περισσότεροι μετανάστες δεν έρχονταν από πόλεις, Αθήνα ή Θεσσαλονίκη, αλλά από χωριά, με ό,τι σημαίνει αυτό. Εφεραν μια αίσθηση ανοίκειου που φόβιζε τον Γερμανό αστό. Αλλωστε δεν μιλάμε για την Αμερική που συγκεντρώνει όλες τις φυλές του Ισραήλ και ο ξένος χωνεύεται ευκολότερα. Ζήσαμε σκληρές καταστάσεις. Σκέψου ότι πολλοί πάθαιναν φυματίωση από τις κακουχίες – έτρωγαν μόνο κρεμμύδια προκειμένου να στείλουν χρήματα στην Ελλάδα, στους δικούς τους. Εκεί όμως το κρύο δεν αστειεύεται. Απαιτεί καλή τροφή. Ακόμα και το πενιχρό φαγητό στο σπίτι το έφτιαχνες. Σ' ένα σκοινί πάνω από τη σόμπα άπλωνες τα πλυμένα ρούχα. Δεν περίσσευε τίποτα. Το μεταναστευτικό εισόδημα ήταν που βοήθησε την Ελλάδα να ανορθωθεί».

 

Η φιλολογία της μετανάστευσης είναι μεγάλη. Η φωνή, τα τραγούδια του Στέλιου λειτουργούσαν σαν βάλσαμο στη βασανισμένη καρδιά των ξενιτεμένων. Σήμερα μπορεί να ακούγονται μελό ή κλαψιάρικα τραγούδια, όπως το «Μανούλα θα φύγω, μην κλάψεις για μένα», αλλά τότε ήταν λόγια απολύτως βιωμένα για όσους τα άκουγαν.

 

«Είχε προηγηθεί το δράμα του Εμφυλίου, η βύθιση της ελληνικής κοινωνίας στη φτώχεια», λέει ο συγγραφέας. «Ο Καζαντζίδης έγινε γνήσιος εκπρόσωπος ενός παράπονου που αφορούσε τον νόστο, τη μοναξιά. Αλλά και τα τραγούδια του Μίκη, ακόμα και τα επικά, αν τα ξύσεις βλέπεις από κάτω αυτόν τον ίδιο πόνο. Σήμερα έχουμε άλλα ήθη και έθιμα, άλλους ρυθμούς. Τώρα “τραγουδάει” λυπητερά η τηλεόραση, κλαις με τα τούρκικα σίριαλ, όχι με το γράμμα της μάνας ή της αδελφής. Τότε έσμιγες τη φωνή μ’ αυτήν του Καζαντζίδη, δεν υπήρχες μέσω κάποιας κατασκευής. Τώρα είσαι θεατής της ζωής σου, την παρακολουθείς από τη γωνία. Τα στέκια των μεταναστών στη Γερμανία δεν ήταν μόνο ελληνικά αλλά και εθνικοτοπικά, κρητικά, μακεδονίτικα. Ο καφετζής είχε το ραδιόφωνο κι έπιανε την εκπομπή για τους μετανάστες. Ακουγαν ακόμα και τις ανακοινώσεις του Ερυθρού Σταυρού, μόνο και μόνο για να ηχούν στα αυτιά τους ειδήσεις, λέξεις ελληνικές».

 

[email protected]

 

INFO: ΤΗEATROVICTORIA (3ης Σεπτεμβρίου 119 και Μαγνησίας 5, Κυψέλη. Τηλ.: 210-8233125). «Οταν συνάντησα τον Στέλιο» του Θανάση Σκρουμπέλου. Σκηνοθεσία: Γιώργος Σουξές. Σκηνικά-κοστούμια: Αννα Μαχαιριανάκη. Κίνηση: Βάσια Αγγελίδου. Παίζει ο Θοδωρής Προκοπίου.

 

……………………………………………………………..

 

Δυστύχησαν οικογένειες επειδή οι αριστεροί δεν γίνονταν δηλωσίες

 

Για τον Στάμο του θεατρικού έργου δεν υπάρχει επιστροφή «μέχρι να τελειώσει η μικρή τις σπουδές της, μέχρι να βγει ο πατέρας από τη φυλακή». Ενώ ακούει τα τραγούδια του Καζαντζίδη απολογείται για όλη του τη ζωή. Πόντιος με αριστερή καταγωγή. Ο πατέρας του απροσκύνητος κομμουνιστής στις φυλακές της Κέρκυρας, στου Αβέρωφ, στη Μακρόνησο, αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση. Κι αν ο Στάμος καταδικάζει τις επιλογές του, ακολουθεί τα βήματά του: «Ο πατέρας, ατσάλινος, γρανιτένιος πίσω από το κάγκελο. “Δεν υπογράφω, δεν προδίδω τις ιδέες μου” έλεγε. Πρόδωσε εμάς, τη μάνα που τον ήθελε δίπλα της στα καλά και στα άσκημα». Κι όταν ο πατέρας βρίσκεται στη φυλακή ως πολιτικός κρατούμενος, κάποιος πρέπει να θυσιαστεί για να πληρωθούν δικηγόροι, να συντηρηθεί το σπίτι. Κάποιος πρέπει να ξενιτευτεί.

 

«Εκλεισαν σπίτια, δυστύχησαν οικογένειες γιατί ο αριστερός δεν γινόταν δηλωσίας. Ενας ηρωισμός χωρίς κανένα ουσιαστικό νόημα» λέει ο Θανάσης Σκρουμπέλος. «Η δική μου γενιά παρέδωσε έναν κόσμο άθλιο. Ο καθένας έχει την ευθύνη που του αναλογεί. Μέχρι τώρα αποφεύγαμε να δούμε τη βρομιά μας. Είναι καιρός να κοιτάξουμε την ασχήμια μας στον καθρέφτη, μήπως και την ξεπεράσουμε, μήπως πάμε παραπέρα».

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=47890