- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Τρεις διεθνείς Ελληνες στην Κρουαζέτ

24/05/13 ART,Αρχείο Άρθρων

ΣΙΝΕΜΑ Art

 

66ο Φεστιβάλ των Κανών

 

 

Η Αντέλ Εξαρχόπουλος, πανέμορφη, σκανταλιάρα και αθώα, ερωτεύεται τη Λέα Σεϊντού στην ταινία του Αμπντελατίφ Κεσίς «Η ζωή της Αντέλ». Ο Αλεξάντερ Πέιν, πάντα με διευθυντή φωτογραφίας τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, έφερε το ασπρόμαυρο, νοσταλγικό «Νεμπράσκα» με πρωταγωνιστή τον Μπρους Ντερν, επιτέλους σε ένα ρόλο άξιο για το ταλέντο του

 

 

ΑΠΟΣΤΟΛΗ-ΚΑΝΕΣ Της Λήδας Γαλανού

 

 

getFile [1]

 

 

 

 

 

 

 

 

getFile (75) [2]

getFile475 [3]

getFile (73) [4]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δύο απολύτως διαφορετικές ταινίες απασχόλησαν το τελευταίο 24ωρο το Φεστιβάλ Κανών, μόνο που και στις δύο οι ήρωες αναζητούν την καθολική, άνευ όρων αγάπη. Ο Αμπντελατίφ Κεσίς αποκάλυψε την πιο hot ταινία του Φεστιβάλ, τη «Ζωή της Αντέλ» με την ελληνικής καταγωγής Αντέλ Εξαρχόπουλος, ενώ ο Αλεξάντερ Πέιν αφηγήθηκε σε μαύρο – άσπρο μια ιστορία πατέρα και γιου.

 

Καλά τα πήγε η ελληνική ρίζα στο 66ο Φεστιβάλ Κανών. Ο Αμπντελατίφ Κεσίς, μετά το «Κους κους με φρέσκο ψάρι», παρουσίασε την ταινία που μοιάζει ότι θα διεκδικήσει δυναμικά τον φετινό Χρυσό Φοίνικα, με τίτλο «La Vie d’ Adele» και πρωταγωνίστριες τη Λέα Σεϊντού και, στον κεντρικό ρόλο, την ελληνικής καταγωγής Αντέλ Εξαρχόπουλος, μια πανέμορφη, σκανταλιάρα, αθώα, σύνθετη πρωταγωνίστρια που συζητιέται ήδη στον διεθνή Τύπο.

 

Η ταινία είναι μια καλογραμμένη, ευαίσθητη ερωτική ιστορία συνειδητοποίησης ανάμεσα στη 17χρονη Αντέλ, μαθήτρια έτοιμη να γίνει δασκάλα, και τη λίγο μεγαλύτερή της Εμα, ζωγράφο με φλογερό πνεύμα. Στις 3 ώρες της διάρκειας της ταινίας, τα δυο κορίτσια μαθαίνουν ν’ αγαπούν τρυφερά όχι μόνο η μία την άλλη, αλλά και τους εαυτούς τους, σε μια ιστορία ενηλικίωσης από εκείνες που διαρκούν για ολόκληρη τη ζωή. Μέσα σ’ αυτό το α λα Ρομέρ ρομαντικό ύφος, ο Κεσίς κολλάει τον φακό του πάνω στα δυο κορίτσια που κάνουν έρωτα, στην πιο εκτεταμένη και περιγραφική λεσβιακή σκηνή που έχουμε δει ποτέ στο σινεμά. Κι όμως, κανείς απ’ όλους τους αναστατωμένους θεατές στην τεράστια αίθουσα δεν ένιωθε ότι κρυφοκοίταζε κάτι απαγορευμένο.

 

«Ολα έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεσαι,» λέει η Αντέλ Εξαρχόπουλος, «κι εγώ ήμουν τυχερή που βρέθηκα στα χέρια του Αμπντέλ, ενός σκηνοθέτη τόσο διεξοδικού, τόσο αναλυτικού που δεν έχεις καμιά ανασφάλεια όταν φτάνεις στο, ομολογουμένως, απαιτητικό γύρισμα. Αντί για πρόβες ή ασκήσεις, στην ουσία με βοήθησε ν’ ανακαλύψω περισσότερο τον εαυτό μου».

 

Mια ταινία με έξοχο σενάριο 

 

Η πολυαναμενόμενη «Νεμπράσκα» του Αλεξάντερ Πέιν, με την απίθανη ασπρόμαυρη σινεμασκόπ φωτογραφία του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, ήταν ένα νοσταλγικό road trip στο αμερικανικό όνειρο, που φυτοζωεί στην επαρχία με τις μικρές πόλεις και τους απέραντους δρόμους, μια γλυκιά βόλτα στις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους, παθιασμένη και γκρινιάρικη, μια βόλτα αγάπης στις φιγούρες των ανθρώπων που μας έφτιαξαν. Μπορεί το φιλμ να μην είχε κάτι το εξαιρετικό, όπως ο Πέιν μάς έχει συνηθίσει ώς τώρα, είχε όμως τα μαγικά βλέμματα του Μπρους Ντερν σ’ έναν υπέροχο, επιτέλους, πρωταγωνιστικό ρόλο και μια προσωπική συγκίνηση που απευθύνεται στις ευαίσθητες χορδές μας.

 

«Πρώτα απ’ όλα, είχα την έντονη επιθυμία να κάνω μια ταινία, οποιαδήποτε. Επειτα, οι θεοί μού έστειλαν ένα έξοχο σενάριο (του Μπομπ Νέλσον), που εκτυλισσόταν ακριβώς στην περιοχή όπου μεγάλωσα. Το χιούμορ και η ανθρωπιά με την οποία λέγεται αυτή η ιστορία μ’ έκαναν να την αγαπήσω αμέσως. Είναι μια ιστορία για έναν γιο που προσπαθεί να δώσει στον πατέρα του πίσω τη χαμένη του αξιοπρέπεια. Αυτό με άγγιξε πολύ προσωπικά γιατί το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ για τους δικούς μου γονείς, που έχουν πια μεγαλώσει. Νομίζω ότι πρέπει εμείς, οι γιοι και οι κόρες, να προσπαθούμε να αποκαθιστούμε ένα μέρος από αυτήν την αξιοπρέπεια».

 

Ο Μπρους Ντερν (που συνοδεύεται στις Κάνες από την κόρη του, την ηθοποιό Λόρα Ντερν, πρωταγωνίστρια άλλωστε και του «Πολίτης Ρουθ» του Αλεξάντερ Πέιν), θεωρεί ότι αυτός είναι ο καλύτερος ρόλος που του έχει δοθεί σε ολόκληρη την καριέρα του. «Ο Αλεξάντερ Πέιν δουλεύει πάντα μ’ ένα σταθερό συνεργείο, μια ομάδα συνεργατών με την οποία είναι πολύ δεμένος. Αυτό του επιτρέπει να σε ωθεί να ρισκάρεις. Να σπρώχνεις τον εαυτό σου στα άκρα, με την ασφάλεια ότι είναι εκεί να σε πιάσει αν πέσεις και να σε βάλει να ξαναδοκιμάσεις. Είναι μεγάλη ευτυχία η κάθε μέρα που πηγαίνεις στο γύρισμα του Πέιν, απλώς γιατί έχεις την υποψία ότι εκείνη τη μέρα μπορεί να καταφέρεις κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ».

 

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=53715