- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
To αντιρατσιστικό νομοσχέδιο και η ελευθερία του λόγου
31/05/13 ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ,Αρχείο Άρθρων
Της Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου*
Η προσβολή της ελευθερίας του λόγου και η επάρκεια του ισχύοντος νομικού πλαισίου είναι τα βασικά επιχειρήματα κατά του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου στην έκθεση της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, όπως τουλάχιστον αυτή έχει δοθεί στη δημοσιότητα. Πιο συγκεκριμένα, στην έκθεση σημειώνεται ότι τόσο η διάταξη με την οποία τιμωρείται όποιος δημόσια παροτρύνει, προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος, κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία ή άλλα χαρακτηριστικά (άρθρο 2), όσο και η διάταξη με την οποία τιμωρείται όποιος δημόσια εγκωμιάζει, αρνείται κακόβουλα ή εκμηδενίζει τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας ή εγκλημάτων πολέμου (άρθρο 3), δεν είναι συμβατές με την ελευθερία της έκφρασης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στα άρθρα 14 Συντάγματος και 10 ΕΣΔΑ. Αντί γι’ αυτές «τις νεωτερικές επιλογές», το πόρισμα καταλήγει στη θέση ότι το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, όπως οριοθετείται κυρίως στον ν. 927/1979, είναι επαρκές – με κάποιες ίσως βελτιωτικές παρεμβάσεις ως προς το ύψος των ποινών.
Παραβλέπεται ωστόσο ότι:
1.Με τον νόμο 927/1979, τιμωρείται ήδη όποιος χωρίς να παροτρύνει ή να διεγείρει άλλον σε βιαιοπραγίες ή μίσος, εκφράζει δημόσια ιδέες προσβλητικές κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, λόγω της φυλετικής ή εθνικής τους καταγωγής ή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων (άρθρο 2). Δεν είναι όμως προφανώς νοητό, από τη μια να θεωρείται ότι προσβάλλει την ελευθερία της έκφρασης όποιος προτρέπει σε βιαιοπραγίες ή διεγείρει σε μίσος και από την άλλη να θεωρείται ότι ο ισχύων νόμος είναι απολύτως επαρκής και δεν δημιουργεί ζητήματα συνταγματικότητας, όταν τιμωρεί και την απλή έκφραση προσβλητικών ιδεών.
2.Με βάση το άρθρο 2 ν. 927/1979, καταδικάστηκαν πρόσφατα μέλη του αγήματος της Μονάδας Υποβρυχίων Αποστολών, τα οποία μετά την παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2010, συνέχισαν την πορεία τους σε συντεταγμένο σχηματισμό, φωνάζοντας συνθήματα όπως: «Το αίμα σου θα χύσουμε γουρούνι Αλβανέ» ή «Τους λένε Σκοπιανούς, τους λένε Αλβανούς, τα ρούχα μου θα ράψω με δέρματα από αυτούς» (απόσπασμα κατηγορητηρίου). Αν αποτελεί μη τιμωρητέα έκφραση της ελευθερίας της γνώμης το να προτρέπω άλλον σε βιαιοπραγίες κατά των μελών μιας ομάδας, τότε ασφαλώς θα έπρεπε έτσι να αντιμετωπιστούν και οι πιο πάνω εκφράσεις, και κακώς το δικαστήριο δεν «αναγνώρισε» την αντισυνταγματικότητα του νόμου.
3.Η ελευθερία της έκφρασης δεν αναγνωρίζεται σε κανένα διεθνές ή εθνικό νομικό κείμενο ως «απόλυτο» δικαίωμα. Η έκφραση ρατσιστικού και ξενοφοβικού λόγου, μέσω του οποίου αμφισβητείται το δικαίωμα μιας ομάδας πολιτών να συμμετέχουν ισότιμα στην κοινωνική ζωή εξαιτίας της φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής, και πολύ περισσότερο η προτροπή σε πράξεις βίας ή σε εκδηλώσεις μίσους κατά των μελών μιας τέτοιας ομάδας, θεωρούνται από όλους τους διεθνείς οργανισμούς πράξεις που δεν εμπίπτουν στην ελευθερία του λόγου. Η υποχρέωση άλλωστε ποινικής αντιμετώπισης των πράξεων αυτών προκύπτει ήδη από τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ, του 1966, την οποία έχει υπογράψει και κυρώσει η Ελλάδα χωρίς καμία επιφύλαξη.
4.Η Επιτροπή του ΟΗΕ κατά των φυλετικών διακρίσεων (CERD) έχει κρίνει ότι δηλώσεις οι οποίες βασίζονται στη φυλετική ανωτερότητα ή το ρατσιστικό μίσος, οι οποίες ενθαρρύνουν τις φυλετικές διακρίσεις, δεν προστατεύονται από τη διάταξη που κατοχυρώνει την ελευθερία της έκφρασης στην Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 19), καθώς τέτοιου είδους δηλώσεις αντίκεινται στις γενικές προϋποθέσεις άσκησης όλων των ατομικών ελευθεριών, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 29 παρ. 2 της Διακήρυξης [CERD, General Recommendation No. 15: Organized violence based on ethnic origin (Art 4), 23.3.1993, para. 4].
5.Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει διαμορφώσει πλούσια νομολογία στην ίδια αυτή κατεύθυνση, δεχόμενο ότι η ελευθερία της γνώμης όχι απλώς μπορεί, αλλά και πρέπει να περιορίζεται, όταν ο λόγος αμφισβητεί το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής μιας ομάδας που διακρίνεται με ορισμένα χαρακτηριστικά ή όταν δημιουργεί ένα κοινωνικό περιβάλλον εχθρικό για τα μέλη της ομάδας αυτής. «Η ανεκτικότητα και ο σεβασμός στην ισότητα και την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου αποτελούν το θεμέλιο μιας δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαίο να επιβάλλονται κυρώσεις για εκφράσεις που τυχόν διαδίδουν, ενθαρρύνουν, προάγουν ή δικαιολογούν τη μισαλλοδοξία», διαβάζουμε σε μια σχετικά πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου (Βλ. ΕΔΔΑ, Feret κατά Βελγίου, 10.12.2009, παρ. 64).
6.Τέλος, ο εγκωμιασμός, η άρνηση ή η εκμηδένιση της σημασίας ιστορικών γεγονότων που έχουν αναγνωριστεί ως πράξεις γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ή εγκλήματα πολέμου έχει επίσης κριθεί από το ΕΔΔΑ ως ανεκτός περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης. Το Δικαστήριο έχει ειδικότερα δεχθεί ότι η δικαιολόγηση της πολιτικής των ναζί ή η αμφισβήτηση ιστορικών γεγονότων, όπως το Ολοκαύτωμα, δεν καλύπτονται από την ελευθερία της έκφρασης ούτε εμπίπτουν στην ιστορική έρευνα και στην αναζήτηση της αλήθειας, καθώς η ισοπεδωτική άρνηση αυτού του τύπου των ιστορικών γεγονότων συνιστά σημαντική απειλή για τη δημόσια τάξη, ασύμβατη με τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα (Garaudy κατά Γαλλίας, 24.6.2003). Ενσωματώνοντας αυτήν ακριβώς τη νομολογία, προβλέπεται στο νομοσχέδιο ότι οι συγκεκριμένες πράξεις είναι αξιόποινες μόνον όταν τελούνται με τρόπο που μπορεί αντικειμενικά να διεγείρει άλλους σε βιαιοπραγίες ή μίσος κατά ορισμένης ομάδας, μόνο, δηλαδή, αν δημιουργούν δυνατότητα κινδύνου για την ελεύθερη και ισότιμη συμμετοχή των μελών της ομάδας στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τέτοιου είδους συμπεριφορές υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια της ελευθερίας του λόγου.
………………………………………………………………………………..
*Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=56262
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε