- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Τουρκία: η εξέγερση της πλατείας Ταξίμ

07/06/13 ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ,Αρχείο Άρθρων

Της Βιβής Κεφαλά*

 

Εδώ και μέρες τα αστικά κέντρα στην Τουρκία συγκλονίζονται από μαζικές διαδηλώσεις και η απάντηση της κυβέρνησης είναι η καταστολή, που γίνεται πιο έντονη όσο περνά ο καιρός. Αφορμή για τη δημιουργία της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί στη χώρα ήταν οι αντιδράσεις στην κυβερνητική απόφαση να χτιστεί μεγάλο εμπορικό κέντρο στη θέση πάρκου σε μία από τις πιο όμορφες και πολυσύχναστες πλατείες της Κωνσταντινούπολης, στην πλατεία Ταξίμ. Πολύ σύντομα η κινητοποίηση για τη σωτηρία της πλατείας έγινε διαδήλωση διαμαρτυρίας για την κυβερνητική πολιτική στο σύνολό της, μια διαμαρτυρία που επεκτάθηκε, πολλαπλασιάστηκε και έλαβε τη μορφή εξέγερσης.

 

Γιατί όμως εξεγείρονται οι Τούρκοι πολίτες, τη στιγμή που η χώρα τους παρουσιάζει έναν έντονο οικονομικό και πολιτικό δυναμισμό, τέτοιο που να την εντάσσει στο G20; Η απάντηση βρίσκεται, πρωτίστως, στην πολιτική Ιστορία της Τουρκίας, το πολιτικό της σύστημα και τα αδιέξοδα που δημιουργεί.

 

Η ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους το 1923 σφραγίστηκε από την ηγετική μορφή του Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος συνειδητά συνέδεσε το μέλλον της Τουρκίας με την εμπέδωση της δυτικής πολιτικής νεωτερικότητας. Ωστόσο, το εγχείρημα του βασίστηκε σε μία συγκεντρωτική πολιτική, που συνοδευόταν από κεντρικό σχεδιασμό σε όλους τους τομείς και λειτουργούσε εξαναγκαστικά ακόμα και σε θέματα ενδυμασίας. Η αίγλη του Μουσταφά Κεμάλ, που επονομάστηκε Ατατούρκ, μεταφέρθηκε και στον στρατό, από τους κόλπους του οποίου προερχόταν. Ετσι, ο Στρατός υιοθέτησε τον ρόλο του θεματοφύλακα του κεμαλισμού και μετατράπηκε σε προστάτη της πατρίδας από κάθε εσωτερικό και εξωτερικό εχθρό.

 

Στο πλαίσιο αυτής της «επιτηρούμενης Δημοκρατίας» ο Στρατός ανέλαβε την εξουσία με τρία κλασικού τύπου πραξικοπήματα (1960, 1971, 1980) και ένα μεταμοντέρνο πραξικόπημα το 1997, το οποίο εξανάγκασε σε παραίτηση τον τότε ισλαμιστή πρωθυπουργό Νετζμεντίν Ερμπακάν. Αποτέλεσμα αυτού του αποπνικτικού ελέγχου ήταν –μεταξύ άλλων- η παντελής στρέβλωση της τουρκικής πολιτικής ζωής, ο αυταρχισμός αλλά και η δημιουργία ενός ισχυρότατου παρακράτους.

 

Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πολιτικό πλαίσιο, τη διαφθορά και την οικονομική δυσπραγία αναπτύχθηκε, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 στις λαϊκές συνοικίες των μεγάλων τουρκικών πόλεων, το πολιτικό Ισλάμ, σημειώνοντας την πρώτη του νίκη με την κατάκτηση μεγάλων δήμων από ισλαμιστές υποψήφιους στις δημοτικές εκλογές του 1994, μεταξύ αυτών και της Κωνσταντινούπολης από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

 

Εκτοτε, αρχίζει η ανοδική πορεία του σημερινού πρωθυπουργού της Τουρκίας, ο οποίος κέρδισε με συντριπτικό ποσοστό τις εκλογές του 2002, εκλογές που έγιναν μερικούς μήνες μετά την οικονομική κατάρρευση της χώρας το 2001. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι ο εκλογικός θρίαμβος του ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) δεν σήμαινε ότι σύσσωμο το τουρκικό εκλογικό Σώμα είχε ασπαστεί την ισλαμική ιδεολογία. Αντιθέτως, πολλοί αστοί διανοούμενοι αλλά και μέλη αριστερών κομμάτων και οργανώσεων είδαν στο ΑΚΡ μία δυνατότητα να σπάσει το στρατιωτικο-πολιτικό κατεστημένο που καταδυνάστευε επί δεκαετίες τη χώρα.

 

Από την πλευρά του ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χρησιμοποίησε την εκλογική του δύναμη για να μετατρέψει τους θεσμούς προς όφελός του, με τελικό στόχο τη μετατροπή του τουρκικού πολιτεύματος σε Προεδρικό και ίσως ισλαμικό. Πρώτα όμως, θα έπρεπε να κάνει δύο πράγματα: να αποδυναμώσει εντελώς τον στρατό σε πολιτικό επίπεδο και να δώσει ώθηση στην καταρρέουσα τουρκική οικονομία.

 

Οσον αφορά την αποδυνάμωση του Στρατού, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χρησιμοποίησε εναντίον του τις δομικές αλλαγές που έπρεπε να υιοθετήσει η Τουρκία ώστε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την οποία επιθυμούσαν διακαώς οι κεμαλιστές και η παραδοσιακή αστική τάξη της χώρας. Ομως, οι θεσμικές αλλαγές δεν ήταν αρκετές. Αρχισαν έρευνες που έφεραν στην επιφάνεια αυτό που όλοι γνώριζαν, δηλαδή τη συνεργασία Στρατού και παρακράτους για τον πολιτικό έλεγχο της χώρας. Ετσι, δεκάδες αξιωματικοί καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, πολλοί άλλοι αποστρατεύτηκαν και τις θέσεις τους κατέλαβαν ισλαμιστές, ενώ το γόητρο του Στρατού καταρρακώθηκε από τις αποκαλύψεις που έγιναν στη διάρκεια των δικών για τις υποθέσεις «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα».

 

Η οικονομική πολιτική της νέας ισλαμικής κυβέρνησης, που στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην τόνωση της εσωτερικής ζήτησης μέσω τραπεζικών πιστώσεων και εισροής ισλαμικών κεφαλαίων, μετέτρεψε την Τουρκία σε περιφερειακή οικονομική δύναμη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάδυση μίας νέας, «ισλαμικής» αστικής τάξης, που συνδέει την ευμάρεια της με την διατήρηση του ΑΚΡ στην εξουσία, το οποίο συνεχίζει να συσπειρώνει τον αγροτικό πληθυσμό της χώρας.

 

Τέλος, η πολυδιάσπαση της αντιπολίτευσης, το εκλογικό σύστημα -το οποίο απαιτεί ποσοστό 10% σε εθνικό επίπεδο για την αντιπροσώπευση ενός κόμματος στη Βουλή- αλλά και η καταρράκωση του γοήτρου και της αξιοπιστίας του Στρατού αποτελούν σημαντικούς παράγοντες στήριξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που, προς το παρόν, δεν έχει λόγους να ανησυχεί. Ομως τα αδιέξοδα είναι εκεί, όπως και το αίτημα για μια πραγματικά αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και αυτό σημαίνει ότι ο αγώνας θα συνεχιστεί.

 

……………………………………………………………………………………

 

*Επίκουρη καθηγήτρια Διεθνούς Πολιτικής στη Μέση Ανατολή, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=58721