- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
«Οι ελληνικές ορχήστρες θα πετύχουν με αφιέρωση, δίχως ρολόι»
09/06/13 Αρχείο Άρθρων,ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Art
Θεόδωρος Κουρεντζής: ο Ελληνας μαέστρος της Ρωσίας και πάλι τη Δευτέρα στο Φεστιβάλ Αθηνών
Δεν είναι απλώς ένας από τους σπουδαιότερους και πιο δημοφιλείς μαέστρους της χώρας στην οποία βρήκε, όπως λέει, την ευτυχία και την έμπνευση. Το όνομά του κατακτά ολοένα και περισσότερο και την Ευρώπη. Οσο για την πατρίδα του, «δεν θέλω να δυστυχήσω στην Ελλάδα», λέει ο διευθυντής της ορχήστρας MusicAeterna. «Στο εξωτερικό θυμάμαι μόνο τα όμορφα πράγματα»
Του Γιάννη Σβώλου
Είναι, όπως πάντα, από τα γεγονότα του φεστιβάλ μια εμφάνιση του μαέστρου Θεόδωρου Κουρεντζή. Τη Δευτέρα, 10 Ιουνίου, θα διευθύνει στο Μέγαρο Μουσικής την ορχήστρα MusicAeterna σε έργα Μπάρτοκ και Προκόφιεφ. Μιλήσαμε μαζί του τηλεφωνικά για τις σχέσεις του με τη μουσική, την Ελλάδα και τη Ρωσία.
- Πώς στραφήκατε στη διεύθυνση ορχήστρας;
[2]«Η μουσική ήταν ανέκαθεν για μένα πολύ σημαντική. Είχα μουσικά όνειρα που, αρχικά, κατευθύνονταν προς τη σύνθεση. Ηταν σαν επιθυμία που θεριεύει θρεμμένη από οράματα, ζητώντας να πάρει συγκεκριμένη μορφή. Βαθμιαία κατάλαβα ότι αν δεν γινόμουν ο ίδιος ερμηνευτής, αυτές οι οπτικές δεν θα έβγαιναν ποτέ στο φως ούτε θα επαληθεύονταν. Ετσι, αποφάσισα να γίνω αρχιμουσικός. Δεν αγγίζω έργα για τα οποία δεν έχω να πω κάτι προσωπικά. Λατρεύω τον Μότσαρτ, αλλά δεν με ενδιαφέρει ο Ροσίνι. Αγαπώ τον Μπελίνι, αλλά δεν μ’ αρέσει ιδιαίτερα ο Ντονιτσέτι˙ ούτε τα βεριστικά έργα, που διέπονται από υπερβολικό συναίσθημα, αυτό που λέμε “direct italianita”. Αλλωστε, για όλα σχεδόν υπάρχουν ήδη άριστες καταγραμμένες ερμηνείες».
- Σας ελκύει, όμως, ο εξπρεσιονισμός…
«Μ’ αρέσει ιδιαίτερα η εξπρεσιονιστική περίοδος -Χίντεμιτ, Σένμπεργκ, Μπεργκ, Βέμπερν- και θεωρώ ότι υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη σε ενδιαφέροντα έργα. Φυσικά, μ’ αρέσει πολύ ο Σκαλκώτας. Ομως, όλα σε αυτά τα έργα –η εκτέλεση, η ερμηνεία, η απήχηση- εξαρτώνται έντονα από τον διαθέσιμο χρόνο και την ορχήστρα. Θα ήθελα πολύ να εντάξω έργα Σκαλκώτα στον προγραμματισμό της MusicaAeterna, με την οποία μπορώ να κάνω όσες δοκιμές θέλω ώσπου να πετύχω το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αντίθετα, στη Δύση, που τους ενδιαφέρει κυρίως να πιάνουν λεφτά, οι ορχήστρες έχουν περιορισμένο χρόνο δοκιμών. Γι’ αυτό διέπει τις εκτελέσεις τους ένας ποιοτικός συμβιβασμός. Ομως ένα δύσκολο δωδεκαφωνικό έργο, που χρειάζεται ιδιαίτερη διαφάνεια, απαιτεί διαφορετική αντιμετώπιση. Γι’ αυτό, όταν διευθύνω δυτικές ορχήστρες, επιλέγω έργα των οποίων τις ερμηνείες είναι εφικτό να διαπλάσω στον διαθέσιμο χρόνο. Διαφορετικά, προτιμώ να δουλεύω μόνο με τους δικούς μου μουσικούς: διαθέτουν φανατισμό, αφουγκράζονται τον ήχο, δουλεύουμε μέρες μαζί μελετώντας».
- Φτάσατε στη Ρωσία στο τέλος της σοβιετικής περιόδου και ζήσατε όλη τη μεταβατική φάση. Πώς ήταν η εμπειρία;
«Η περίοδος σπουδών στο Λένινγκραντ υπήρξε για μένα ένας παράδεισος˙ κι ας ήταν στη διάρκεια των καταστροφικών, πρώτων μετασοβιετικών ετών. Ολοι εκεί υπέφεραν! Στη ζωή, πέρα από τις όποιες επιδιώξεις μας, ουτοπικές ή αλαζονικές, πρέπει να βρούμε ευτυχία και έμπνευση. Σε μένα τα πρόσφερε η Ρωσία: εκεί αγάπησα, εκεί με αγάπησαν. Μετά την επιτυχία που είχα, αποφάσισα να μείνω στη Ρωσία. Μόνον αργότερα, για λόγους… επανάστασης, άρχισα να πηγαίνω στην Κεντρική Ευρώπη. Στη Δύση παίζουμε όχι επειδή μας αρέσει αλλά για να γνωρίσουν περισσότεροι αποδέκτες το καινούργιο ύφος ερμηνείας που έχουμε να προτείνουμε. Η μουσική ανήκει σε όλους!»
- Πόσο ζωντανή είναι ακόμη η κληρονομιά της σοβιετικής περιόδου στη μουσική ζωή;
«Είναι ζωντανή, ευτυχώς και δυστυχώς! Εμείς στη Ρωσία αυτά τα πράγματα τα βλέπουμε από μέσα και τα αισθανόμαστε διαφορετικά. Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, διέθεταν πολύ δυνατή οργάνωση και μόρφωση. Το αποτέλεσμα είναι ότι παρήγαγαν καταπληκτικούς αρχιμουσικούς και σολίστες. Χωρίς να θέλω να κρίνω ανοιχτά, θεωρώ ότι τότε είχαν την καλύτερη ορχήστρα του κόσμου, τη Φιλαρμονική του Λένινγκραντ υπό τον Γεβγκένι Μραβίνσκι. Μια κουλτούρα παραγωγής μουσικής και ήχου 100% διαφορετική από αυτή των κεντροευρωπαϊκών ορχηστρών. Οι Ρώσοι πιστεύουν ακόμη σε θαύματα, είναι ανοιχτοί, παθιασμένοι, μπορεί να γίνονται τελείως απλοϊκοί αλλά και απείθαρχοι. Ταυτόχρονα, κάνουν τεράστια δημιουργήματα. Αυτός ο κόσμος διαθέτει τρομερή μαγεία, κάτι που λείπει από τον κεντροευρωπαϊκό πολιτισμό».
- Ποιο είναι το βασικό πιστεύω σας στη διάπλαση μιας ερμηνείας;
«Η μουσική έχει τέτοια ομορφιά μέσα της που ο ήχος και οι νότες είναι πολύ αδύναμα μέσα να την εκφράσουν. Θέλει πολύ μεγάλη αφιέρωση, πίστη και πίεση για να ανοίξει αυτός ο κλειστός κώδικας και ο ήχος να γίνει φορέας ομορφιάς. Δυστυχώς, σήμερα οι άνθρωποι νομίζουν ότι η μουσική είναι μόνο συνδυασμός ήχων. Αναλύουν τα πράγματα φυσιοκρατικά, σαν να υπάρχει μόνον σώμα και όχι ψυχή. Ομως αν αγγίξουμε έναν πεθαμένο άνθρωπο, διαπιστώνουμε ότι είναι παγωμένος, σαν έπιπλο. Τον αναγνωρίζουμε, αλλά κάτι λείπει. Τι σημαίνει μουσική ζωντανή, με ψυχή και σώμα, και τι χωρίς; Γι’ αυτό συχνά μας αρέσουν παλιές, ατελείς ηχογραφήσεις, που παρά τα μύρια ελαττώματα διαθέτουν κάποια συγκίνηση. Είναι αυτό ακριβώς που λείπει από τις σύγχρονες ηχογραφήσεις κι ας είναι τεχνικά τέλειες. Ας μην το βλέπουμε εντελώς μεταφυσικά. Αν αναγνωρίζουμε τον ρόλο της ψυχής στη ζωή, τότε να τον αναγνωρίζουμε και στις πράξεις, στον έρωτα, στη μουσική. Μουσική χωρίς έρωτα, χωρίς μαρτυρία του πνεύματος, δεν γίνεται».
- Πόσο δύσκολο ήταν να καταλάβετε θέση στη μουσική ζωή της Ρωσίας;
«Ηταν όντως δύσκολο. Εμείς ερχόμαστε από μια χώρα που δεν διαθέτει σπουδαία μουσική παράδοση. Εύλογα, μας βλέπουν με μισό μάτι. Ομως, εγώ υπήρξα πάρα πολύ ριζοσπάστης στη Ρωσία: έφερα τα όργανα εποχής, συγκρούστηκα πολύ με το σύστημα. Στην αρχή πέρασα πολλές δυσκολίες. Αλλά γρήγορα απέκτησα δικό μου κοινό στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, που με στήριζε. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 όλες οι συναυλίες μου ήταν sold-out. Αφού, λοιπόν, έγινα ένας από τους αρχιμουσικούς που πουλάνε, αναγκάστηκαν οι παλιομοδίτες κλειδοκράτορες των αιθουσών να με δεχτούν».
- Αμιγώς καπιταλιστική αντίδραση!
«Μετά, βεβαίως, άλλαξαν τα πράγματα. Αυτά που τότε τα θεωρούσαν ριζοσπαστικά και εξτρεμιστικά, σήμερα τα θεωρούν κλασικά: δεν πας πια να ακούσεις ρομαντικές ερμηνείες μπαρόκ ή Μότσαρτ!»
- Σκεφτήκατε ποτέ να επιστρέψετε στην Ελλάδα;
«Θα ’θελα πολύ να ζω στην Αθήνα, να έκανα μια ορχήστρα –ας πούμε- στο Ναύπλιο. Ομως είναι ανέφικτο. Ενώ έχουμε καλούς μουσικούς, εμείς οι Ελληνες δεν έχουμε μάθει να δουλεύουμε ομαδικά, να είμαστε αφοσιωμένοι σε έναν στόχο. Λείπουν ο πυρετός, ο φανατισμός της ολοήμερης αφιέρωσης στο όνειρο. Αυτό περνά και στις ορχήστρες. Για να πετύχουν κάτι σωστό τα ελληνικά σύνολα, απαιτείται διαφορετικού επιπέδου δουλειά και αφιέρωση, δίχως ρολόι. Μόνον έτσι ίσως γίνει κάποτε η ΚΟΑ ορχήστρα ικανή να εμφανίζεται στην Ευρώπη επιβάλλοντας τον σεβασμό. Δεν θέλω να δυστυχήσω στην Ελλάδα. Στο εξωτερικό, έχω αναπτύξει μια πολύ ευαίσθητη αγάπη γι’ αυτήν – θυμάμαι μόνον τα όμορφα πράγματα. Εκεί δημιουργείς μέσα σου μια ιδεαλιστικά “εθνική” Ελλάδα, έτσι όπως την είχες δεχτεί ανεπιφύλακτα σε αθώα, παιδική ηλικία».
- Στην Ελλάδα εμφανίζεστε μόνον στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Δεν σας έχουν καλέσει ποτέ για άλλη συνεργασία;
«Δεν θέλω να κατηγορήσω κανέναν. Εντάξει, το Μέγαρο ουδέποτε με κάλεσε. Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών με κάλεσε για μια συνεργασία με τον “Κύκλο”, ένα νέο, ενδιαφέρον σύνολο που έφτιαξε ο Δημήτρης Δεσύλλας. Ομως εγώ τώρα ακυρώνω σοβαρές συνεργασίες με πολύ σημαντικές ορχήστρες: με τη WDR του Αμβούργου, του Ντοναουέσινγκεν, μεγάλες όπερες όπως η Λα Μονέ των Βρυξελλών. Δεν θέλω να καταντήσω σαν τον Γκέργκιεφ, που τρέχει ασταμάτητα εδώ και εκεί σαν μανιακός, να μην ξέρω πού βρίσκομαι. Εχω ανάγκη τις πρόβες μου, να είμαι προετοιμασμένος, να έχω έρωτα και εγκυμοσύνη πριν από κάθε έργο. Για να το εξασφαλίσεις αυτό, χρειάζεσαι και την έρημό σου. Δεν έχω διαθέσιμο χρόνο».
- Διευθύνετε και όπερα σε παραγωγές με πολύ ιδιαίτερο προφίλ.
«Η όπερα είναι μεγάλη αγάπη, αλλά τρώει όλο τον χρόνο του αρχιμουσικού. Επιλέγω να κάνω όπερες με σκηνοθέτες με τους οποίους έχω πραγματικά κάτι να πω: “Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ” με τον Χόμοκι, “Μάκβεθ”, “Ντον Τζοβάνι” και “Βότσεκ” με τον Τσερνιακόφ, “Ιολάντα” του Τσαϊκόφσκι, “Περσεφόνη” του Στραβίνσκι, “Ινδή βασίλισσα” του Πέρσελ, “Τριστάνο και Ιζόλδη”, “Ντον Κάρλο” με τον Πίτερ Σέλαρς. Τώρα συνεργάζομαι με τον Ρομέο Καστελούτσι. Είχα μια ωραία ιδέα, να ανεβάσουμε την “Ιεροτελεστία” του Στραβίνσκι˙ όχι ως μπαλέτο με χορευτές, αλλά ως σκηνικό θέαμα με τα ωραία οράματα του Ρομέο. Κατασκεύασε, λοιπόν, μια ολόκληρη Γη και με μια μηχανή παράγει ανεμοστρόβιλους και τσουνάμι! Είναι μια απίστευτα ακριβή, πραγματικά ριζοσπαστική παραγωγή, που υλοποιείται ως συνεργασία των Φεστιβάλ του Μάντσεστερ και Τριενάλε Ρουρ. Ισως του χρόνου καταφέρουμε να την φέρουμε και στην Αθήνα. Το είπα στον Γιώργο Λούκο».
- Πώς επιλέξατε το ρεπερτόριο που θα παίξετε στο Φεστιβάλ Αθηνών;
«Τις προάλλες ολοκληρώθηκε στην Περμ το Φεστιβάλ Ντιάγκιλεφ. Στην τελική συναυλία παίξαμε “Ιεροτελεστία της άνοιξης” και “Κοντσέρτο για ορχήστρα” του Μπάρτοκ. Με τον Γιώργο Λούκο είχαμε επικοινωνήσει αρκετά νωρίτερα για να δώσω στην Αθήνα την ίδια συναυλία. Αργησε, όμως, να οριστικοποιήσει το πρόγραμμά του και τέσσερις από τους οκτώ κορνίστες που παίζουν στην “Ιεροτελεστία” είχαν υποχρεώσεις και έφυγαν. Την αντικαταστήσαμε, λοιπόν, με το “Κοντσέρτο για πιάνο αρ.3” του Προκόφιεφ, που παίζουμε την επομένη στο Μόναχο. Οσο για την “Ιεροτελεστία”, προσβλέπω να την παίξουμε στην Αθήνα του χρόνου, στην παραγωγή του Καστελούτσι».
INFO: 10 Iουνίου, 8 μ.μ., Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» Μεγάρου Μουσικής. Εισιτήρια: 40, 30, 20, 15 ευρώ. Φοιτητικό: 10. Ανέργων και ΑΜΕΑ: 5 ευρώ.
……………………………………………………………………………………….
Του χρόνου στο φεστιβάλ με Ρομέο Καστελούτσι
«Τώρα συνεργάζομαι με τον Ρομέο Καστελούτσι. Είχα μια ωραία ιδέα, να ανεβάσουμε την “Ιεροτελεστία” του Στραβίνσκι˙ όχι ως μπαλέτο με χορευτές, αλλά ως σκηνικό θέαμα με τα ωραία οράματα του Ρομέο. Κατασκεύασε, λοιπόν, μια ολόκληρη Γη και με μια μηχανή παράγει ανεμοστρόβιλους και τσουνάμι! Είναι μια απίστευτα ακριβή, πραγματικά ριζοσπαστική παραγωγή, που υλοποιείται ως συνεργασία των Φεστιβάλ του Μάντσεστερ και Τριενάλε Ρουρ. Ισως του χρόνου καταφέρουμε να την φέρουμε και στην Αθήνα. Το είπα στον Γιώργο Λούκο»
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=58928
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε