- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Ο αρχιτέκτονας της βραζιλιάνικης ουτοπίας

07/12/12 ART,Αρχείο Άρθρων

[1]Tα τελευταία χρόνια ο Βραζιλιάνος Οσκαρ Νιμάγερ δεν ήταν ένας απλός κορυφαίος αρχιτέκτονας, ανάμεσα σε τόσους άλλους. Οσο μεγάλωνε και έκλεινε έναν αιώνα ζωής συνεχίζοντας να εργάζεται και να ονειρεύεται, γινόταν κάτι σαν σύμβολο. Οχι μόνο του μεγάλου κινήματος του μοντερνισμού, αλλά και του ανθρώπινου πάθους για δημιουργία και πρόοδο.

 

Χθες, σε ηλικία 104 χρόνων έκλεισε τα μάτια του σε νοσοκομείο του Ρίο ντε Τζανέιρο λόγω αναπνευστικής λοίμωξης. Οι συμπατριώτες του, από τον Πελέ μέχρι την πρόεδρο της Βραζιλίας, τον αποχαιρέτησαν με λόγια λατρείας («Η Βραζιλία έχασε σήμερα μια μεγαλοφυΐα», δήλωσε η Ντίλμα Ρουσέφ).

 

Κι όλη η ανθρωπότητα ξανασκύβει πάνω στο πλούσιο και εντυπωσιακό του έργο, που τον τοποθετεί τελευταίο στη σειρά, αλλά ισότιμο της μεγάλης παρέας των αρχιτεκτόνων, από τον Λε Κορμπιζιέ (με τον οποίο άλλωστε συνεργάστηκε στενά) μέχρι τον Μις βαν ντερ Ρόε, που καθόρισαν την αρχιτεκτονική του ’50 και του ’60.

 

Τα έργα του βρίσκονται σχεδόν παντού, σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Θα μείνει, όμως, στην Ιστορία κυρίως για τα κυβερνητικά κτίρια που χάρισε στην Μπραζίλια, τη νέα πρωτεύουσα της χώρας του, που ξεπήδησε μόλις σε τέσσερα χρόνια (1956-1960) μέσα από ένα πρωτόγονο και έρημο τοπίο σαβάνας, για να αποδείξει το πέρασμα της Λατινικής Αμερικής στον μοντέρνο κόσμο – άσχετα αν στη συνέχεια έγινε το μέτρο για τα όρια και τις αποτυχίες του μοντερνισμού.

 

O Νιμάγερ υποστήριζε, όμως, μέχρι τέλους τη δουλειά του, ακόμα κι όταν τα τεράστια, μοντέρνα κτίρια της Μπραζίλια άρχισαν να πνίγονται μέσα σε άθλιες φτωχογειτονιές και οι τεράστιες πλατείες να μένουν πάντα άδειες, καθρεφτίζοντας τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες της Βραζιλίας .

 

«Η Μπραζίλια λειτουργεί παρά τα προβλήματα. Οι άνθρωποι που ζουν εκεί, προς μεγάλη μου έκπληξη, αρνούνται να την εγκαταλείψουν. Και από τη δική μου οπτική γωνία, υπέρτατος στόχος του αρχιτέκτονα είναι να ονειρεύεται. Αλλιώς τίποτα δεν γίνεται», είχε δηλώσει.

 

Ο Νιμάγερ σε όλη του τη ζωή ανήκε, άλλωστε, στην κομμουνιστική Αριστερά, κάτι που δυσκόλεψε την καριέρα του, τόσο στην πατρίδα του, όταν τις δεκαετίες το ’60 και του ’70 κυβερνιόταν από χούντες, όσο και στις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Πέρασε κι άλλες άσχημες στιγμές, ειδικά τότε που ο μοντερνισμός άρχισε να χάνει τη λάμψη του και να αμφισβείται ως δογματικός.

 

Τα τελευταία χρόνια, όμως, που οι παλιές διαμάχες ατόνησαν, μια νέα γενιά αρχιτεκτόνων ξανάρχισε να αγκαλιάζει το έργο του και να εμπνέεται από την ικανότητά του να παράγει κτίρια που συνδύαζαν ηρωικές κλίμακες με αισθησιακές, ρέουσες, προκλητικές φόρμες. «Για μένα η ομορφιά αξίζει πάνω απ' όλα, είτε κρύβεται σε μια καμπύλη γραμμή είτε σε μια πράξη δημιουργίας», έλεγε.

 

Αλλαξε τα σχέδια του Λε Κορμπιζιέ

 

Ο Οσκαρ Ριμπέιρο ντε Αλμέιντα Νιμάγερ Σοάρες Φίλιο γεννήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1907. Παιδί με εξαιρετικό ταλέντο σπούδασε στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών, όπου συνδέθηκε με τον πρώτο μέντορά του, τον αρχιτέκτονα Λούτσιο Κόστα, μέλος μιας ομάδας που προσπαθούσε να εισαγάγει τον μοντερνισμό στη Βραζιλία.

 

Σ' αυτόν χρωστάει και τη συνεργασία του με τον Λε Κορμπιζιέ, ήδη μύθο της αρχιτεκτονικής, που κατέφτασε στη χώρα το 1936 για να προσφέρει τις ιδέες του στον σχεδιασμό του υπουργείου Παιδείας και Υγείας. Ο Νιμάγερ επηρεάστηκε πάρα πολύ από τον Ελβετό (την αφηρημένη αρχιτεκτονική φόρμα με την εκμετάλλευση του ήλιου και του αέρα), αλλά είχε και τα δικά του οράματα – άλλαξε τα σχέδια του!

 

Σύντομα έγινε ο πιο προβεβλημένος αρχιτέκτονας της Βραζιλίας, συνώνυμο της νέας βραζιλιάνικης αρχιτεκτονικής. Αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, να του παραχωρήσει τον πρώτο όροφο του γραφείου του στο Ρίο ντε Τζανέιρο και να δηλώσει: «Εάν θέλουμε να δώσουμε στην αρχιτεκτονική το ανθρώπινο περιεχόμενο που της λείπει, πρέπει να συμμετέχουμε στους κοινωνικούς αγώνες».

 

Κι όμως το πρότζεκτ που τον έκανε διάσημο και τον καθιέρωσε ήταν ένα πάρκο αναψυχής για πλούσιους σε ένα προάστιο με καζινο, γιοτ κλάμπ, αίθουσα χορού, τεχνητή λίμνη και… εκκλησία.

 

Με τον Λε Κορμπιζιέ ξανασυνεργάστηκαν το 1947, σαν ίσος προς ίσο πια. Σχεδίασαν το συγκρότημα των Ηνωμένων Εθνών στο Μανχάταν βάζοντας ο καθένας νερό στο κρασί του. Εκεί, φυσικά, που ο Νιμάγερ ξεδίπλωσε χωρίς περιορισμούς το προσωπικό του, ποιητικό όραμα για την αρχιτεκτονική ήταν στην Μπραζίλια.

 

Ανάμεσα στα πολλά κτίρια που σχεδίασε ξεχωρίζουν η Μητρόπολη, που μοιάζει με στέμμα ανοιχτό στην κορυφή ώστε να διαχέεται το φως στο εσωτερικό, η γεωμετρική Γερουσία και το Εμπορικό Επιμελητήριο.

 

Οι χούντες τον κυνήγησαν

 

Δεν πρόλαβε να χαρεί την παγκόσμια δόξα που του χάρισε η πόλη του. Το 1964 έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα, ο Νιμάγερ, στόχος λόγω των κομμουνιστικών του ιδεών, δεν δεχόταν πια παραγγελίες.

 

Μόνο από τις ΗΠΑ είχε, αλλά κι εκεί δεν μπορούσε να ταξιδέψει, αφού δεν του έδιναν βίζα. Αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στη φιλόξενη Ευρώπη. Δικό του έργο είναι τα γραφεία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Παρίσι (1980) και το Σπίτι του Πολιτισμού στη Χάβρη (1982).

 

Επέστρεψε στην πατρίδα του στις αρχές της δεκαετίας του ’80 για να ζήσει κυριολεκτικά μια δεύτερη, θριαμβευτική καριέρα. Το 1996 εγκαινιάστηκε το Μουσείο του Σύγχρονης Τέχνης κοντά στο Ρίο, διάσημο για το σχήμα του σαν ένα φλιτζάνι που κοιτάζει προς τον κόλπο Γκουαναμπάρα. Σε ηλικία 99 χρόνων ολοκλήρωσε το Εθνικό Μουσείο και την Εθνική Βιβλιοθήκη.

 

Η προσωπική του ζωή υπήρξε το ίδιο γόνιμη. Αφησε πίσω του τέσσερα εγγόνια και 13 δισέγγονα (η κόρη του Αννα Μαρία πέθανε φέτος σε ηλικία 82 χρόνων) και τη δεύτερη σύζυγό του Βέρα Λουτσία Καμπρέιρα, την οποία είχε παντρευτεί το 2006, δηλαδή σε ηλικία 99 χρόνων.

Επιμ.: Β. Γεωργ.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=6349