- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Για την ποίηση του Αιγαίου
01/07/13 ΤΡΙΤΗ ΜΑΤΙΑ
Φετίχ Ντογάν Κοτς
«Θα με κρύψεις;» «Στάσει Εκπίπτοντες»
Του Γιώργου Σταματόπουλου
Η ποιητική συλλογή του Ντογάν είναι -ανεπιφύλακτα- ένας ύμνος στη φύση και τον έρωτα, την ομορφιά και την εξέγερση του κυνηγημένου και καταπιεσμένου ανθρώπου. Η, πολλές φορές με αθωότητα ενός μικρού παιδιού, περιγραφή του κόσμου κατατάσσει δικαιωματικά την ποίηση αυτή στο πλευρό του ανθρώπου, του πάσχοντος, του αγωνιζόμενου, αυτού που αναζητεί πέρα από το νόημα τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου. Το «αχ, Αιγαιοπελαγίτη μου» φτάνει για να ματώσει καρδιές αλλά και να αναιρέσει τον πολιτικό και φιλοσοφικό στοχασμό, ακριβώς γιατί αυτό το αχ λέει πολύ περισσότερα από βαθιές τάχα αναλύσεις για τους λαούς που κατοικούν και στις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Ο ποιητής δεν λυπάται το λεξιλόγιο της ομορφιάς. Του επιτίθεται, το αρπάζει, το λεηλατεί και το σκορπίζει απλόχερα στους στίχους του, είτε αυτοί οι στίχοι είναι βουκολικοί, είτε ερωτικοί, είτε εξεγερσιακοί. Γνωρίζοντας ότι ένας ξένος, ένας πρόσφυγας, θέλει να μας δείξει με μεγάλη αγωνία ότι έχει εσωτερικεύσει την πατρίδα του, ότι την κουβαλάει στα σπλάχνα του, στη συνείδησή του. Μας αποκαλύπτει την ομορφιά της χώρας του, τον καημό των ανθρώπων της, τη χαρά τους και τα τραγούδια τους. Ψάχνει σε μιαν άλλη γλώσσα να τραυλίσει το βάθος της δικής του αναζητώντας τετράστιχα «που να κάνουν θρύψαλα ετούτο τον παλιόκοσμο».
Ανάμεσα στη λυρικότητα των στίχων του βρίσκει κάποιος μερικούς εξόχως όμορφους, βαθιάς φιλοσοφικής αναζήτησης, όπως π.χ. τον εξής: «Διανύουμε τον καιρό των παιδικών χαμόγελων» ή τον επόμενο, που είναι σαν μακρινός απόηχος του Ηράκλειτου, που έζησε στην από 'κεί πλευρά του Αιγαίου. Ελεγε ο Ηράκλειτος: «Υβριν χρη σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν» (είναι καλύτερα να σβήνουμε την ύβρη παρά την πυρκαγιά). Και λέει ο Ντογάν: «Γράψε μια υπόθεση αβίαστη, που ν' αποκλείει την ύβρη». Θεωρώ τον στίχο εξαιρετικά πυκνό και φιλοσοφημένο.
Εχουμε στη συνέχεια στίχους που ταυτίζουν την ομορφιά του κόσμου με τον αγώνα του επαναστατημένου, όπως «οι ομορφιές της ζωής με αγώνα ομορφαίνουν φίλε μου» ή «Τις ομορφιές που θα 'ρθουν / οι μάχες θα τις φέρουν. / Θα γεννηθούν με πάλη οι ομορφιές του μέλλοντος».
Μιλώντας στην αγαπημένη του τής θυμίζει ότι «η ζωή των πεταλούδων σύντομη», σαν να της λέει να δοθεί ολόψυχα στον έρωτα γιατί είναι μικρή η διάρκειά του. Μικρή, αλλά μόνο εντός του μαθαίνει κανείς τα υπέρτατα όρια του ανθρώπου, ή και καμιά φορά τα υπερβαίνει.
Και ξανά το αχ. «Το μακρινό είναι δίπλα, έρχεται με αχ και βαχ, αδερφέ». Ο ποιητής έχει διεκδικήσει κι έχει καταλάβει τον δικό του χώρο, το δικό του εδώ, που είναι η μοίρα του λαού του, η μοίρα του αγωνιζόμενου. Λέει, ρητά, λιτά, κατηγορηματικά: «Η αγχόνη σας / Οι αλυσίδες σας / Τα άρματά σας / Δεν περνάνε εδώ». Υπερασπίζεται με πάθος αυτό το εδώ. Εδώ, είναι σαν να κραυγάζει, δεν περνάει ο φασισμός. Και όχι μόνο αυτό. Αμέσως μετά δηλώνει ότι δεν παραδίδεται και προτείνει στους συντρόφους του «οι κάννες να είναι πάντα πυρωμένες».
Η προσφυγιά τον συντροφεύει, του δίνει όμως το δικαίωμα να χαράξει την υπέροχη έκφραση «Ο ήλιος πρόσφυγας»! Τα χέρια πρόσφυγες, τα μάτια πρόσφυγες, οι έρωτές του πρόσφυγες, σαν να ξορκίζει τον κοινωνικό αμοραλισμό που θέλει την προσφυγιά σαν έγκλημα.
Στο εν είδει πεζού ποίημα με τον τίτλο «Γράμμα» υπάρχει η εξής φράση: «Ζήσαμε ευτυχισμένα χρόνια, που ήμασταν πάντα ευπρόσδεκτοι στο τραπέζι φίλων καρδιακών». Είναι νομίζω η κοσμοεικόνα του, το νόημα της ύπαρξης, είτε στο τραπέζι υπήρχε ψωμί είτε όχι. Υπήρχαν φίλοι καρδιακοί που τους περίμεναν. Αυτοί η φράση βέβαια δεν χωράει στη γραμματεία του δυτικού, ορθολογόπληκτου πολιτισμού.
Οταν τιθασευτεί η πλημμύρα των λέξεων που εξακοντίζονται στο λευκό χαρτί, όταν απομακρυνθούν όσες λέξεις περισσεύουν, η ποίηση γίνεται δυνατή, βαθιά λαϊκή, βαθιά ανατρεπτική. Η ποίηση του Ντογάν είναι μια δυνατή κουκκίδα στην ελληνόφωνη ποίηση, χωρίς σύνορα, χωρίς φόβο, χωρίς δεσμά και υποτέλειες.
Ο Ντογάν πιστεύει στον άνθρωπο, μακρινός -λες- απόγονος του Μενάνδρου που έχει πει το αμίμητο, αλλά αμετάφραστο: «Ως χαρίεν εστί άνθρωπος, εάν άνθρωπος ή».
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=66475
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε