- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Ζήλια και θαυμασμός για ένα θέατρο, όπως το φαντασιωνόμαστε
16/07/13 ART,Αρχείο Ειδήσεων,ΘΕΜΑΤΑ
Ο Τόμας Οστερμάιερ πήρε ένα έργο εκατόν πενήντα περίπου χρόνων και το μετέτρεψε σε ό,τι πιο θεαματικό και ενδιαφέρον, ζωντανό και ενεργό μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ο πεισματάρης ιδεολόγος Στόκμαν έχει πίσω του μια επανάσταση, τον Μάη του ’68, το Βιετνάμ, τα παιδιά των λουλουδιών, το Γούντστοκ. Γνωρίζει καλά την εξέλιξη των κινημάτων. Γι’ αυτό είναι ένας εξαρχής απελπισμένος, που βλέπει ακόμα και τη δική του αγανάκτηση να γίνεται ζήτημα πολιτικής εκμετάλλευσης
Του Γρηγόρη Ιωαννίδη
[1]Κι αν υπήρχαν αμφιβολίες για τις δυνατότητες και το εύρος του δαιμόνιου αυτού νου της σύγχρονης ευρωπαϊκής σκηνής, του Τόμας Οστερμάιερ, τώρα μπορούν να αρθούν κι αυτές. Ο «Εχθρός του λαού» ήλθε στο ελληνικό φεστιβάλ για να πείσει πως από τις σκηνές του θεάτρου, ενδιαφέρει εκείνη που στοχάζεται την πλατεία του με την περισσότερη τόλμη και αρετή. Οσο για εμάς, στο δικό μας χειροκρότημα, υπήρχε μαζί ο θαυμασμός με τη ζήλια: μπροστά μας ένα θέατρο όπως το φανταζόμαστε – και το φαντασιωνόμαστε.
[2]Επιστρέφοντας στο σπίτι μου μετά την παράσταση, έσπευσα να διαβάσω ξανά το κείμενο του γερο-Ιψεν. Ηταν ακόμα εκεί, στη θέση του, κάπως μοναχικό τώρα, όπως το έβλεπα ξεκομμένο από τα φώτα που είχα αφήσει πίσω μου. Και μυστηριωδώς το ίδιο πάλι με εκείνο που γνώριζα μέχρι τότε. Στο μεταξύ είχε μετουσιωθεί κατά τη διάρκεια της παράστασης σε πολιτικό δράμα, σε οικογενειακό δράμα, σε παρασκηνιακές ίντριγκες, σε μια κάπως χιουμοριστική απόδοση ενός ξεροκέφαλου ιδεολόγου, τέλος, σε καθαρό πολιτικό θέατρο παρέμβασης, διάλεξης και συζήτησης. Ενα έργο εκατόν πενήντα περίπου χρόνων είχε εξελιχθεί –φυσικά, ομαλά- σε ό,τι πιο θεαματικό και ενδιαφέρον, ζωντανό και ενεργό μπορούσε να φανταστεί κανείς διαβάζοντας το αρχικό –από τα πιο αδύναμα μάλλον- θεατρικά του Νορβηγού σοφού.
Για να βάλουμε τα πράγματα στην αφετηρία τους, το έργο του Ιψεν είναι στην πραγματικότητα η ανταπάντηση του συγγραφέα στο σκανδαλισμένο και βαθιά συντηρητικό ακροατήριο του καιρού του. Αλλοι απαντούν με επιστολές στην αρνητική κριτική. Οταν όμως η αντίδραση έρχεται από τους πολλούς, το λαό και το κοινό, η καλύτερη απάντηση έρχεται με ένα ακόμα σκηνικό έργο. Αντιδρά ο κόσμος στο «Κουκλόσπιτο»; Απαντάς με τους «Βρικόλακες». Απορρίπτουν τους «Βρικόλακες»; Γράφεις τον «Εχθρό του λαού». Για τη θέση του ίδιου του Ιψεν απέναντι στο πλήθος δεν υπάρχει αμφιβολία: Πάντα με το μέρος του ενός, ρομαντικού κι αποσυνάγωγου ήρωα, πάντα με το μέρος του δίκαιου και της υπερβάλλουσας ατομικότητας, ακόμα και σε βάρος της ίδιας της δημοκρατικής του συνείδησης.
Ποιος έχει δίκιο; Περιττό να συζητήσουμε πάνω στο δίλημμα. Το ερώτημα επιστρέφει πίσω στους Σοφιστές, και σκεδάζεται αιώνες τώρα ανάμεσα σε μια δημοκρατία που κάνει λάθη και σε εκείνους που τα καταγγέλλουν. Εδώ βέβαια το δίλημμα παίρνει οξύτερες διαστάσεις. Αφορά τη διαχείριση του γεγονότος από την πολιτική ηγεσία του τόπου, από τους διαμορφωτές άποψης και τους καιροσκόπους. Και φτάνει μέχρι την κριτική ενός λαού που μπροστά στο βραχυπρόθεσμο συμφέρον του αρνείται και αυτήν ακόμα την περιβόητη κοινή λογική του.
Υπάρχει κάτι τέτοιο στις μέρες μας; Ασφαλώς και μπορούμε να βρούμε λουτροπόλεις που καταπίνουν τα βρόμικα νερά τους, ποτίζουν με αυτά τα χωράφια τους και ξεδιψούν τα παιδιά τους στο όνομα της υποτιθέμενης ανάπτυξης. Θα βρούμε πολλές στον χάρτη. Το ζήτημα είναι αν θα βρούμε σήμερα πολλούς Στόκμαν. Κι αν υπάρχουν ακόμα οι καλοί πεισματάρηδες ιδεολόγοι, πόσοι μπορούν να αντισταθούν σε ένα εξελιγμένο σύστημα άλωσης συνειδήσεων, διασποράς ψεύδους, παραποίησης της αλήθειας, έμμεσων εκβιασμών, εξαγοράς και διαστροφής της κοινής αντίληψης; Δεν είναι ο Στόκμαν που αλλάζει στην απόδοση της «Σαουμπίνε». Εκείνο που αλλάζει είναι το σύστημα που τον περιβάλλει, που μοιάζει τώρα πιο ευέλικτο, πιο παραπειστικό, διατεθειμένο να ανεχθεί τις μικρές παρασπονδίες προκειμένου να πατάξει τις μεγάλες και ουσιαστικές.
Ιδού λοιπόν το πρώτο επίτευγμα της παράστασης. Δεν πρόκειται για εκσυγχρονισμό με την έννοια της μεταφοράς του έργου «στο σύγχρονο περιβάλλον». Είναι εκσυγχρονισμός που αφορά την αλλαγή των ίδιων των μεταφορών, που συγκροτούν το εσωτερικό πλέγμα του έργου. Αυτός ο Στόκμαν έχει πίσω του την παρουσία μιας επανάστασης, τον Μάη του ’68, το Βιετνάμ, τα παιδιά των λουλουδιών, το Γούντστοκ ακόμα και το «Γουότεργκεϊτ». Γνωρίζει καλά την εξέλιξη των κινημάτων, ξέρει πού καταλήγει η δική του εξέγερση. Γι’ αυτό και στη θέση του παλιού ρομαντισμού του καλού διαφωτιστή του Ιψεν, ο Στόκμαν αναλαμβάνει τώρα τη θέση ενός απέλπιδα αντιφρονούντα, ενός εξαρχής απελπισμένου, που βλέπει ακόμα και τη δική του αγανάκτηση να γίνεται ζήτημα πολιτικής εκμετάλλευσης.
Απορώ αν θα μπορέσει ποτέ άλλη εποχή στο μέλλον να κατανοήσει πέρα από εμάς αυτή την παράσταση. Ο Στόκμαν και ο Ιψεν μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι πως έχουν για πάντα δίκιο. Με μια απολυτότητα, ηρωισμό και διαφάνεια, που η δική μας μεταμοντέρνα εποχή δεν μπορεί ούτε να φαντασθεί.
Κι αυτά δοσμένα με μια έξοχη φυσική θεατρικότητα. Στον Στόκμαν που σκοντάφτει μπαίνοντας φουριόζος στο δωμάτιο με το χαρτί των αποτελεσμάτων στο χέρι, στο ασταθές βάδισμά του, στον χώρο που βάφεται επί σκηνής πρόχειρα… Ο Οστερμάιερ φαίνεται πως παίρνει στα σοβαρά την άποψη του Ιψεν πως το έργο του αξίζει να διαβαστεί σαν κωμωδία. Γιατί όχι; Μήπως δεν είναι κωμική η κατάσταση ενός ανθρώπου, που έχει όλα τα δίκια του κόσμου και δεν μπορεί να πείσει τον κόσμο; Σε τι διαφέρει αυτό από τη σάτιρα ενός Γκόγκολ και ενός Τουργκένιεφ; Υπάρχει και εδώ η αίσθηση μιας ιδεολογίας που κινείται εν μέσω ενός κωμικού, ελαφριού υλικού, ανάμεσα σε μια νότα ειρωνείας και μια κίνηση χλευασμού. Ακόμα κι αν αυτό στρέφεται τώρα εναντίον και του ίδιου του Στόκμαν.
Τελειώνω, βέβαια, με μια σύντομη αναφορά στην πολιτική παρέμβαση του Οστερμάιερ, που στο φεστιβάλ μας εξελίχθηκε σε συζήτηση με κάμποσα παρατράγουδα. Υποψιάζομαι πως άλλη ήταν η διάθεση του σκηνοθέτη όταν έβαλε παράβαση στη σκηνοθεσία του. Ηθελε προφανώς να ταρακουνήσει και να προκαλέσει το κοινό ενός φεστιβάλ. Δεν θα σταθώ ωστόσο διόλου σε αυτό. Θέλω να σταθώ στον τρόπο που –νομίζω, άθελά του- ο σκηνοθέτης άπλωσε μπροστά μας έναν καθρέφτη, για να δούμε το πρόσωπο του λαού όπως είναι, θυμικό, άγριο, ανορθολογικό, επικίνδυνο, αγανακτισμένο, ειδικά όταν κάποιος πειράζει τα συμφέροντά του ή όσα έχει αφεθεί να πιστεύει πως αποτελούν συμφέροντά του. Φαντάζεστε ποτέ να πηγαίνατε εναντίον αυτού του λαού; Με αυτήν τη σκέψη έφυγα από την Πειραιώς, πλούσιος και μπερδεμένος.
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=74546
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε