- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Μια σύγχρονη κριτική θεώρηση του ωφελιμισμού

16/07/13 Άρθρα

Του Ι. Ν. Μαρκό­πουλου*

 

Στο προηγούμενο άρθρο μου, στη φιλόξενη αυτή στήλη («Εφ.Συν», 22.6.2013), είχα αναφερθεί κριτικά στη θεωρία του κλασικού ωφελιμισμού, που ως βασική αρχή του έχει τη «μεγαλύτερη ευτυχία για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων». Εύλογα θα μπορούσε λοιπόν να διερωτηθεί κανείς τι το προβληματικό εκφράζει μια τόσο θετικά και αισιόδοξα διατυπωμένη αρχή. Για να δώσουμε μια πειστική απάντηση, αναφορικά και με τα προβλήματα που η θεωρία αυτή παρουσιάζει στην αντιμετώπιση των κοινωνικο-οικονομικών, περιβαλλοντικών και βιο-ιατρικών ζητημάτων, θα πρέπει να επιχειρήσουμε μια «ονομάτων επίσκεψη», διευκρινίζοντας τη σημασία των βασικών όρων της ωφέλειας, της ευδαιμονίας (ευτυχίας) και της ηδονής. Και αυτό δεν είναι ένα εύκολο έργο, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε το αγοραίο, νεοφιλελεύθερα διαρθρωμένο, τεχνοκρατικό και αποπροσανατολιστικά παραμορφωμένο πλαίσιο ενός άκρατου και ανούσιου καταναλωτισμού, μέσα στο οποίο ο ωφελιμισμός καλείται να δώσει μια ηθική δικαιολόγηση των θέσεων και των πράξεών μας. Εδώ πιστεύω ότι βρίσκεται μία από τις προκλήσεις που η ωφελιμιστική θεωρία θα πρέπει να αντιμετωπίσει και εδώ βρίσκονται επίσης κάποιες σημαντικές παγίδες που αυτή θα πρέπει να αποφύγει.

 

Υπό το πρίσμα επίσης αυτό πόσο εύκολες αλλά και αδιαμφισβήτητα σωστές μπορεί να είναι οι απαραίτητες, εντός του ωφελιμιστικού πλαισίου, αναλύσεις κόστους-οφέλους; Και πώς μπορεί να εξασφαλιστεί η κοινή λογική ως βάση της ωφελιμιστικής θεωρίας, όταν εύκολα ο Λόγος μπορεί να διολισθήσει, υπό τις συνθήκες αυτές, σε έναν πραγματιστικό, εργαλειακό ορθολογισμό; Αλλά, και επιπλέον, πώς μπορεί να αρθεί η διάσταση μεταξύ των απόψεων και των επιθυμιών των ανθρώπων ως καταναλωτών και των ανθρώπων ως συνειδητοποιημένων πολιτών, με την αριστοτελική σημασία της έννοιας του χρηστού πολίτη, ως αυτού που έχει μάθει να ταυτίζει την προσωπική του ευδαιμονία με την ευδαιμονία του κοινωνικού συνόλου στο οποίο αυτός ή αυτή ανήκει;

 

Η κριτική επίσης που ασκείται στη θεωρία του ωφελιμισμού αφορά και αυτό το ίδιο το βασικό του δόγμα, που προσπαθεί να μεγιστοποιήσει τη συνολική ευτυχία. Αναφορικά λοιπόν με την υπολογιστική φύση της θεωρίας και τον ποσοτικό της προσανατολισμό, πώς ποσοτικοποιούνται ποιοτικής φύσης αγαθά, όπως, για παράδειγμα, η ομορφιά και η οικολογική σημασία ενός παρθένου δάσους; Και τι θα συμβεί άραγε αν είναι απαραίτητες κάποιες άμεσες αποφάσεις επί του πρακτέου και ο χρόνος που έχει κανείς στη διάθεσή του δεν επαρκεί για τον σύνθετο αριθμητικό υπολογισμό της ευδαιμονίας και μάλιστα της μεγαλύτερης ευδαιμονίας για τους περισσότερους ανθρώπους, όπως απαιτεί η θεωρία του ωφελιμισμού; Τέλος, πώς θα μπορούσε η, ανθρωποκεντρικά κυρίως, προσανατολισμένη θεωρία του ωφελιμισμού να συμπεριλάβει στη θεώρησή της όχι μόνο την ευτυχία των ανθρώπων, αλλά και την «ευτυχία» των μη ανθρώπινων όντων, έμβιων και άβιων, αλλά και των μελλοντικών γενεών;

 

Ολα τα παραπάνω χαρακτηριστικά ερωτήματα, και οι ειδικότεροι αλλά και γενικότεροι προβληματισμοί που εδώ συζητήθηκαν, καθορίζουν και το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται σήμερα η σημαντικότερη κριτική προς τον ωφελιμισμό, τόσο αναφορικά με την εφαρμογή του στα κοινωνικο-οικονομικής και περιβαλλοντικής φύσης ζητήματα όσο και με την εφαρμογή του στην ιατρική ή βιο-ιατρική ηθική. Αν και η θεωρία αυτή αποτελεί μια προνομιακή ηθική θεωρία, κυρίως στον αγγλοαμερικανικό χώρο –όπου χρησιμοποιείται ως ένας καθοριστικός γνώμονας για την ηθική σκέψη και πράξη– τα προβλήματα που ανακύπτουν από αυτή στην εφαρμογή είναι πολλά και δυσεπίλυτα.

 

Ακόμη ένα ζήτημα που θα πρέπει εδώ να συζητηθεί, έστω και επιγραμματικά, αναφέρεται στις πρόσφατες μελέτες της γνωσιακής νευροεπιστήμης. Οπως λοιπόν έδειξαν οι μελέτες αυτές, οι «γνωσιακές» περιοχές στον εγκέφαλο των συνεπειοκρατών (όπως π.χ. των ωφελιμιστών) –που οι ηθικές τους επιχειρηματολογίες και επιλογές βασίζονται σε υπολογιστικού τύπου θεωρήσεις (πόσα τα υπέρ και πόσα τα κατά μιας επιλογής)– είναι περισσότερο αναπτυγμένες και ενεργές σε σύγκριση με τους «μη συνεπειοκρατικά» δρώντες, που είχαν περισσότερο αναπτυγμένες και ενεργές τις περιοχές του εγκεφάλου τους οι οποίες σχετίζονταν με τη «συναισθηματική» δραστηριότητα. Ενώ λοιπόν σε ορισμένες περιπτώσεις παρόμοια ευρήματα θα μπορούσαν να στηρίξουν προοδευτικές θέσεις και συμπεριφορές, σε άλλες ωστόσο περιπτώσεις θα μπορούσαν να στηρίξουν καθαρά αντιδεοντολογικές, αντιδημοκρατικές, νεοφιλελεύθερες αλλά και φασιστικές, τελικά, θέσεις αναφορικά με τα κοινωνικά ζητήματα και τα ζητήματα της ηθικής. Δυστυχώς, πολλοί είναι αυτοί που, στο πλαίσιο μιας επιφανειακής κοινωνιο-βιολογικής θεώρησης, θα υποστηρίξουν ότι τα ευρήματα αυτά της γενετικής και της νευροεπιστήμης απαλλάσσουν ουσιαστικά τα δρώντα υποκείμενα από την υποχρέωση της ηθικής ευθύνης και της ηθικής γενικότερα θεώρησης των πραγμάτων. Πιστεύω ότι είναι κεφαλαιώδες έργο της παιδείας να διδάξει και να κάνει κατανοητό στον άνθρωπο ότι, ακόμη κι αν έτσι είχαν τα πράγματα, είναι ηθική του υποχρέωση να επιλέξει ελεύθερα και συνειδητά την καλλιέργεια ολόκληρης της προσωπικότητάς του και επομένως την ισόρροπη ανάπτυξη τόσο του γνωσιακού όσο και του συναισθηματικού κόσμου του και ότι τίποτε δεν μπορεί να τον απαλλάξει από την προσωπική ευθύνη που πάντα θα φέρει για τις θέσεις και τις πράξεις του.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

* Καθηγητής της Τεχνολογίας και της Φιλοσοφίας της Τεχνοεπιστήμης στο ΠΤΔΕ της Παιδαγωγικής Σχολής του ΑΠΘ


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=74600