- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Λυκαβηττός επί προσωπικού

21/07/13 ΤΡΙΤΗ ΜΑΤΙΑ

Του Πέτρου Μανταίου

 

[1]Πολλά χρόνια πίσω με ταξίδεψε η Χαρά Τζαναβάρα, από την «Εφ.Συν.» (13/7), με το κομμάτι της για το μεταλλικό θέατρο του Λυκαβηττού∙ ιδίως στο σημείο που παρατηρεί πως «λίγοι είναι πλέον οι επιζώντες που πρόλαβαν να το γνωρίσουν ως… νταμάρι»! Δεν σκέφτηκα –ίσως θα είχε ενδιαφέρον– να μετρήσω τους επιζώντες. Είμαι όμως απ’ αυτούς που το πρόλαβαν το θέατρο… νταμάρι. Οχι εν ενεργεία. Αν ήμουν εκ των επιζώντων που πρόλαβαν το νταμάρι… ζωντανό, υπολογίζω ότι θα διένυα αισίως το 113ο έτος ηλικίας. Μόλις που θα προλάβαινα δηλαδή την Ελλάδα να ξαναβγαίνει στην αγορά για δανεικά χρήματα και δανεικές ελπίδες.

 

Δεν ξέραμε ακόμα γράμματα –ήμασταν, επομένως, ευτυχισμένοι– οι νεοσσοί τού ’50-’60, αλλά το νταμάρι το λέγαμε Νταμάρι, συνήθως Νταμάρια, με ν κεφαλαίο, όλη η μαρίδα από τις γειτονιές τις πέριξ του Λυκαβηττού, τον οποίο λέγαμε Βουνό, με κεφαλαίο β: «το Βουνό μας». Στα Νταμάρια εξορμούσαμε με τη συμμορία για εξερεύνηση και αναρρίχηση (στα βράχια). Αλλά και για να βλέπουμε τους μεγαλύτερους να παίζουν μπάλα∙ ιδίως αυτούς που θαυμάζαμε από την τότε θρυλική Αμυνα Αμπελοκήπων του προσφυγικού συνοικισμού Κουντουριώτη: Δομάζο, Στασινόπουλο (μεταγράφηκε στην ΑΕΚ), Σταματίου (στον Εθνικό Πειραιώς), Διαμαντέλλη (στον Ολυμπιακό Χαλκίδος), ταλεντάρες! Ωσπου να χνουδίσουμε κι εμείς, να κλοτσήσουμε μπάλα.

 

Λίγο μετά ήρθε η εποχή της σφεντόνας∙ ανάθεμα κι αν βάρεσα ποτέ σπουργίτη. Ακολούθησε το ομαδικό «μπανιστήρι» στα ζευγαράκια∙ ουδέποτε είδαμε το παραμικρό, αλλά στη φαντασία μας κάναμε φέτες τις «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» και την ερωτική αλληλογραφία του Τζόις. Συνεχίσαμε –πάντα με σκηνικό τον Λυκαβηττό– με το εφηβικό «ανάγνωσμα» που ο Καραγάτσης ονόμασε «χειροπρακτική αυτάρκεια». Ωσπου ήρθαν τα πρώτα ραντεβουδάκια. Οταν, κάθε φορά που, συνήθως λόγω αδεκαρίας, τύχαινε να βρεθώ με τρυφερή ύπαρξη στον Λυκαβηττό, με πιάνανε τα γέλια, γιατί αναλογιζόμουν: «Πού το φέρνεις το κορίτσι, βέβηλε; Στο παιδικό σου δωμάτιο;». Στο μεταλλικό θέατρο, στη βραδιά Θεοδωράκη που ήταν αφιερωμένη στον Τσιτσάνη, το ’66, κάπνισα το πρώτο τσιγάρο.

 

Γνωρίζω, εν ολίγοις, τον Λυκαβηττό ώς την τελευταία πέτρα. Ακόμα και σήμερα, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, ανηφορίζω στον Αϊ-Γιώργη και μπαίνω να μυρίσω… παιδί. Αλλά και να τιμήσω τον πρωτοπόρο της γεωλογίας μας Αντώνη Κορδέλα που τον φύτεψε, σχεδόν με τα χεράκια του, ενεργώντας να απομακρυνθούν οι γίδες του Γεραμάνη, και τον αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Κοντόπουλο, που με υπόμνημά του στον Τρικούπη συνέβαλε («Πού της Ευρώπης περικαλλής λόφος, ως ο Λυκαβηττός, καταπίπτει εις συντρίμματα;») να σταματήσουν τα λατομεία! Δεν έψαξα το θέμα μετέπειτα. Αλλά, προ ετών, επί δημαρχίας Αβραμόπουλου, ο Λυκαβηττός ήταν ακόμα… νομικά απροστάτευτος! Δεν υπαγόταν –δεν γνωρίζω αν και σήμερα υπάγεται– σε καθεστώς προστασίας ως ιστορικό μνημείο της Αθήνας ή τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους!

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=77872