- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Ο Δήμος και ο Φόβος

21/07/13 ART,ΘΕΜΑΤΑ

Δέκα συγγραφείς –ένας κάθε Σάββατο–θα μας συντροφεύουν με μια καλοκαιρινή ιστορία. Αστικό ή υπαίθριο φόντο, νοσταλγική, ευτράπελη, σαρκαστική, αλλόκοτη ή ενδοσκοπική διάθεση, κείμενα σε τόνους ραστώνης ή θερινής νεύρωσης, σκιαγραφούν το γενικό αφηγηματικό πλαίσιο. Δέκα πρωτότυπα μικροδιηγήματα έγραψαν, ειδικά για τους αναγνώστες του «Ανοιχτού Βιβλίου», σημαντικοί Ελληνες πεζογράφοι. Δέκα συγγραφείς λοιπόν «υπό σκιάν», στον καύσωνα της εποχής και της γραφής.

 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

 

Της Μαρίας Μήτσορα

 

[1]Πέρυσι ο Ιούνιος ήταν μια παρόρμηση προγονικού δράκου που παραπατούσε πάνω σε πυρωμένο κατράμι. Η βαριά ζέστη είχε αρχίσει από τον Μάιο φέρνοντας πολλούς, σίγουρα εμένα, στα σύνορα της τρέλας. Παρ' όλα αυτά δεν είχα μπορέσει να ερμηνεύσω εκείνο που συνέβη, να δω μέρα και μεσημέρι μια πολύ ωραία γυναίκα κρυμμένη μέσα στο σώμα ενός σκύλου… Ηταν 11 Ιουνίου, τα γενέθλια της αγαπημένης μου φίλης και καθόμασταν σ’ ένα καφενείο της πλατείας Εξαρχείων. Το κατάλαβα με την πρώτη ματιά μόλις αντίκρισα το μαυρόασπρο κόλεϊ, αυτιά τόσο ευκίνητα, τόσο μυτερά, αλλά εκείνα τα μάτια κυρίως ευαίσθητα και συγκινητικά, πραγματικής καλλονής που σε συγκλονίζει ακόμα περισσότερο όταν αντιληφθείς πως δεν έχει καμία σιγουριά για τον εαυτό της. Ενας νέος κύριος περιποιημένος καθόταν μερικά τραπέζια πιο πέρα κρατώντας την συνέχεια δεμένη κοντά του με ένα κόκκινο λουρί . Μόλις αντιλήφθηκε ότι με έχει κι εμένα μαγέψει μου αντιγύρισε ένα χαμόγελο, ντροπαλό και συνωμοτικό. Σηκώθηκα και πήγα μέχρι το περίπτερο, περισσότερο για να τους πλησιάσω στην επιστροφή. Στεκόμουν όρθια τρίβοντας το μεταξωτό μουσούδι της ενώ εκείνος μου έκανε την εξομολόγηση του αλλόκοτου έρωτά του… Την είχε βρει στην Πατησίων, είχε στρίψει τη γωνία βρόμικη και πεινασμένη, χωρίς λουρί, αυτή, το πιο ωραίο σκυλί που κι εγώ κι εκείνος είχαμε δει ποτέ. Τα υπόλοιπα λόγια του τα κατάπινε η ζέστη και το μηχανικό παράπονο ενός ζητιάνου. Μου φαίνεται πως είχε πει ότι το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μην πάθει τίποτα αυτή, η Ζένια του, κι ίσως ακόμα να είχε προσθέσει ψιθυρίζοντας πως είναι σχεδόν αμαρτία. Χαϊδεύοντας τον άσπρο λαιμό της είχα ξαφνικά ανατριχιάσει. Η Ζένια μού περνούσε, μου φύτευε στη σκέψη κομμάτια από την ιστορία της… Η μητέρα της την είχε πουλήσει πολύ μικρό κορίτσι, δωδεκαετή, στον ναό της Αντι-Φανερωμένης. Εκείνη τη φρικτή νύχτα ένα ξέφρενο πλήθος ούρλιαζε κάτω από το γεμάτο φεγγάρι που της είχε φανεί ήδη απ’ την ανατολή του ότι λέκιαζε τον ουρανό με σταγόνες από το αίμα της… δώδεκα έφηβοι την είχαν πασαλείψει με το σπέρμα τους αλλά εκείνος που την είχε αγοράσει, που την τυράννησε όλη τη νύχτα στην αγκαλιά του ήταν ο γερο-Ζιγκ, ο πιο εξωφρενικός εκατομμυριούχος του διαστήματος. Για τα επόμενα οχτώ χρόνια, κάθε 41 του μήνα, προσέφερε τον βιασμό της σαν θέαμα στους προσκεκλημένους του, ουρλιάζοντας «πουλάω πλανήτες, πουλάω απλανείς, αλλά δεν πουλάω τη Ζένια».

 

Θυμάμαι ότι τράβηξα απότομα το χέρι μου από τη γούνα της, μούσκεμα μέσα σε μια στιγμή από ένα άγνωστο είδος ιδρώτα. Είχα κάνει πίσω βιαστικά. Αλλά και πάλι κι από μακριά λέξεις ανθρώπινες έφταναν στο μυαλό μου μπερδεμένες – μία έννοια έρωτα απαγορευμένου για τον μικρό γιο του δυνάστη της, τον Ζιγκ-Ουέ τον Δίκαιο. «Μην με προδώσεις» ικέτευαν τα ονειρεμένα μάτια της «η μητέρα μου, η μητέρα μου με πούλησε για 30 χρόνια νεότητας. Μην προδώσεις το μυστικό μου. Εχω τρόπο να ξέρω πως ο γερο-Ζιγκ είναι βαριά άρρωστος κι έχει ξοδέψει όλες τις χρονικές επιταγές του. Τρέφεται με σούπες δακρύων από τους υπηρέτες του αλλά και πάλι του πέφτουν τα δόντια. Σε λίγο θα σκορπίσουν τη στάχτη του πάνω από τον Δήμο και τον Φόβο.

 

Ιούνιος πάλι φέτος. Δροσερός. Βροχούλες που ξεπλένουν μια κόκκινη σκόνη από την Αφρική. Τίποτα πια δεν με παραξενεύει κι όλα τα περιμένω. Γελάει το αεράκι αλλά η πόλη πικρή.

 

Είχα καιρό να καθίσω έξω για καφέ και πώς έγινε και βρέθηκα πάλι στα Εξάρχεια. Ούτε που θα τον είχα αναγνωρίσει αν δεν με κοιτούσε εκείνος επίμονα, ίσως και παρακλητικά, αν δεν έπαιζε στα χέρια του ένα κόκκινο λουρί. Σηκώθηκα και τον πλησίασα, ήταν αξύριστος και ντυμένος φτωχικά, τα μάτια του φευγάτα. «Τι έγινε; Πού είναι η Ζένια;» «Α, η Ζένια, εξαφανίστηκε» είπε με φωνή θαμπή. «Εξαφανίστηκε πριν από δύο μήνες και τέσσερις μέρες. Ξύπνησα στη μέση της νύχτας από έναν ύπνο βαρύ σαν λήθαργο. Μια μουσική χανόταν με την αμφίβολη γοητεία του φιδιού κάτω σε μια στροφή του δρόμου. Η Ζένια πουθενά. Μόνο την πόρτα της κουζίνας βρήκα μισάνοιχτη αλλά αυτή δεν οδηγεί παρά στην ταράτσα. Το πιατάκι της, το μπολ για το νερό της κι αυτό το λουρί με βεβαιώνουν ακόμα πως πέρασε πραγματικά από τη ζωή μου… Εχω χάσει τη δουλειά μου και περιμένω πως σύντομα θα μου κάνουν έξωση, αλλά εγώ πετιέμαι τη νύχτα ψιθυρίζοντας τ’ όνομά της. «Πείτε μου σας παρακαλώ, δεν ήταν ένα πλάσμα ξεχωριστό;» «Ναι, ήταν κάτι σαν ξωτικό, πλάσμα μαγικό ή μαγεμένο. Αλλά η ομορφιά της ήταν τέτοια που δεν ανήκε ούτε και στην ίδια. Να είστε ευτυχισμένος που τη βοηθήσατε». Ψιχάλες άρχισαν να χορεύουν κλακέτες με ευθυμία άτοπη στην τέντα του καφενείου επάνω από τα κεφάλια μας. Ετσι κι ανοίξουν οι ουρανοί, τα πόδια μας θα γλιστράνε σε μια βρόμικη λάσπη. Αχ, Ζένια, ελπίζω να είσαι καλά με τον αγαπημένο σου και μαζί ν’ αλλάξετε τον κόσμο σας. Σε παρεξήγησα για ένα φάντασμα της ζέστης κι είχε περάσει καιρός χωρίς να σκεφτώ την αθώα σου ομορφιά. Ελαμπες όμως σαν την κρίσιμη σταγόνα αίματος που αλλάζει τους αιώνες, την Ιστορία. Ελαμπες σαν τη σταγόνα αίματος που σύντομα θα κυλήσει κι εδώ.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

* Τελευταίο βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα είναι η εξομολογητική αφήγηση «Με λένε Λέξη» (Πατάκης, 2008).

 

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=78114