- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Ο μονόδρομος των Σαμαρά – Βενιζέλου
26/07/13 Άρθρα
Του Θεόδωρου Γεωργίου*
Κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, στην ελληνική κοινωνία, η οποία ζει υπό το πολιτικό καθεστώς της «εκτάκτου ανάγκης», συμβαίνουν πράγματα που τόσο ο κοινός νους όσο και η φιλοσοφική σκέψη δεν μπορούν να αντιληφθούν, να επεξεργαστούν και να αναστοχαστούν. Ενα από αυτά είναι και η σχέση ανάμεσα στην ιδεολογία και την πολιτική. Μέχρι τώρα γνωρίζαμε ότι οι στοχαστές, οι πολιτικοί φιλόσοφοι και τα σκεπτόμενα άτομα, επιδίδονται στο θεωρητικό έργο της «επινόησης των ιδεών» και στη συνέχεια οι πολιτικοί δρώντες (βουλευτές, υπουργοί και γενικώς τα μέλη της κυβερνητικής εξουσίας) αναλαμβάνουν, στο μέτρο του δυνατού, να εφαρμόσουν αυτές τις ιδέες. Στο ιστορικό πρόγραμμα του Διαφωτισμού κάτι τέτοιο αποτελούσε την πρώτη αρχή της «κοινωνικής οντολογίας» (Π. Κονδύλης). Δεν χρειάζεται παρά να θυμηθούμε τον Rousseau και τη σχέση του με την επανάσταση του 1789 στο Παρίσι.
Με άλλα λόγια, η κλασική παράδοση του πολιτικού διαφωτισμού διακηρύσσει ότι η σχέση ανάμεσα στην ιδεολογία και την πολιτική είναι η αρχή της αναγωγής. Η πολιτική εξαρτάται από την «κατασκευή των ιδεών» και η ίδια αυτή η πολιτική είναι εκείνη η κοινωνική διαδικασία που απολογείται στους πολίτες για την πραγματολογική εφαρμογή των ιδεών. Αλλά δεν πρέπει να τρέφουμε ψευδαισθήσεις: δύο είναι οι ιδέες οι οποίες «κατασκευάστηκαν» κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες (18ος, 19ος και 20ός αιώνες) και αυτές είναι η ελευθερία και η δικαιοσύνη. Ολοι οι πολιτικοί φιλόσοφοι πάσχισαν να επεξεργαστούν τις ιδέες αυτές και οι πολιτικοί με τη σειρά τους προσπάθησαν να εκπονήσουν πολιτικά προγράμματα εφαρμογής τους.
Επειτα από αυτές τις φιλοσοφικές διευκρινίσεις, ας δούμε τι συμβαίνει για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Είναι γεγονός, το οποίο δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, ότι η ελληνική κοινωνία αυτοπροσδιορίζεται ως πολιτική οντότητα, υπό το καθεστώς της «εκτάκτου ανάγκης» (Agamben). Τι θα πει αυτός ο ισχυρισμός; Κατ’ αρχάς δεν είναι αυθαίρετος ισχυρισμός, ούτε και ιμπρεσιονιστική άποψη. Είναι δεσμευτική και αντικειμενική θέση της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία η νεωτερική πολιτική και κοινωνική συλλογικότητα μπορεί να «φτιάξει» μηχανισμούς και διαδικασίες, οι οποίες σε ένα πρώτο επίπεδο αναλαμβάνουν να διασώσουν την ταυτότητά της, αλλά σε επίπεδο αναστοχασμού αυτές οι διαδικασίες οδηγούν το ίδιο υποκείμενο στην άβυσσο.
Η κυβέρνηση των Σαμαρά – Βενιζέλου παίζει με τη φωτιά. Παίζει με ό,τι ο Kierkegaard ονομάζει «αγωνία» της εσωτερικής συγκρότησης του ατόμου και της εξωτερικής συνείδησης ενός κόσμου που επιτέλους κατανοεί ότι δεν έχει κέντρο (Rorty). Οι δύο της συγκυβέρνησης κρύβονται πίσω από το ψευδώνυμο «σχέδιο σωτηρίας» του τόπου. Και όλοι εμείς, οι πολίτες που έχουμε απομείνει ακόμη σ’ αυτό τον τόπο, θέτουμε το ερώτημα προς τους κ.κ. Σαμαρά και Βενιζέλο: Τι θέλετε, τι επιδιώκετε και πώς βλέπετε την εξέλιξη αυτού του τόπου; Εφαρμόζετε με περισσή σωφροσύνη τις διαταγές της «τρόικας» και δεν αντιλαμβάνεσθε ότι όλοι εμείς (όσοι έχουμε απομείνει ως πολίτες) δεν έχουμε τις υπαρκτικές δυνάμεις επιβίωσης;
Αν ανατρέξουμε στον Αριστοτέλη, θα καταλάβουμε ότι πολιτικός είναι εκείνος που εκπονεί προγράμματα του «ευ ζην» για τους πολίτες. Δυστυχώς, οι δύο της συγκυβέρνησης επιδίδονται σε πρακτικές της «βιοπολιτικής» (Foucault), σύμφωνα με τις οποίες οι δρώντες δεν είναι πολιτικά υποκείμενα με δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά «γυμνές οντότητες» (Agamben), οι οποίες απλώς επιβιώνουν. Οι δύο της συγκυβέρνησης θα μπορούσαν να αναλογιστούν το πολιτικό βάρος που σηκώνουν, μόνον εάν και εφ’ όσον μελετήσουν τον Αριστοτέλη και μετά θα μπορούσαν να κάνουν το μεταπτυχιακό τους στον Hegel. Ο Γερμανός φιλόσοφος Hegel (1770-1831) τονίζει ότι ο πολιτικός, ο οποίος δεν μπορεί να «κατασκευάσει» μια σχέση θετικής διαμεσολάβησης ανάμεσα στις πολιτικές ιδέες και στην πραγματολογική εφαρμογή τους, είναι καταδικασμένος στην ιστορική εξαφάνιση.
Στις μέρες μας δεν εφαρμόζεται η λογική του Διαφωτισμού όσον αφορά τη σχέση ιδεολογίας και πολιτικής. Αντιθέτως, διαπιστώνει κανείς ότι οι δύο συγκυβερνήτες αισθάνονται να αιωρούνται στο πολιτικό κενό της ελληνικής «εκτάκτου ανάγκης».
Κοντολογίς, όλες αυτές οι σκέψεις δεν οδηγούν παρά στο θεωρητικό και πολιτικό συμπέρασμα: οι ιδεολογίες και οι πολιτικές σε συνθήκες «κρίσης» (δηλαδή στη γλώσσα τη δική μας: σε συνθήκες «εκτάκτου ανάγκης»), επαναπροσδιορίζονται και αποκτούν άλλες δυναμικές, οι οποίες καταλήγουν στον συνειδησιακό και τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό όλων όσοι εμπλέκονται στις σχετικές διαβουλεύσεις.
Κανένας δεν υποστηρίζει ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται μπροστά στην υπαρκτική συνθήκη του αφανισμού ή του θανάτου της. Ομως όλοι εκφράζουμε την «αγωνία» μας ότι οι δύο συγκυβερνήτες δεν διαθέτουν την ιδεολογική συνέπεια, αλλά, προπάντων, δεν είναι ικανοί, ως πολιτικές ατομικότητες να εφαρμόσουν την πολιτική αρχή της κριτικής ικανότητας (Hannah Arendt), η οποία αποτελεί και τη μοναδική αρχή συγκρότησης μιας συλλογικότητας ως πολιτικής οντότητας. Η υποταγή στις εντολές της «τρόικας» είναι ο πολιτικός μονόδρομος, τον οποίο βαδίζουμε όλοι εμείς που είμαστε οι «άνθρωποι, μαντρωμένοι μες τον περίγυρο του τόπου μας, που έχουν χάσει τη ματιά για το περίγραμμα του ανθρώπου» (Walter Benjamin).
…………………………………………………………………………………………………………
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=80888
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε